Η παιδεία στην πόλη και την περιοχή Σερρών στα χρόνια της τουρκοκρατίας
Η πόλη των Σερρών φημιζόταν από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους και στην τουρκοκρατία ως πόλη σοφών. Το αναφέρει ο ιστορικός και γεωγράφος Τούρκος Χατζηκάλφας στους γεωγραφικούς του πίνακες, αλλά και κάποιος άλλος ιστορικός Άραβας γράφει ότι οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, την εποχή του Οσμάν Σουλτάν, το 1300, ασχολούνταν με φιλοσοφικές μελέτες. Αυτό δείχνει ότι στις Σέρρες και στην περιοχή καλλιεργούνταν με ιδιαίτερη επίδοση τα γράμματα, γι’ αυτό και ο πρώτος μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Γεννάδιος Σχολάριος, επέλεξε το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου για να εγκαταβιώσει στο τέλος της ζωής του και να συγγράψει εκεί αρκετά έργα.
Ο Α. Βακαλόπουλος, στην ιστορία της Μακεδονίας 1351-1813, αναφέρει ότι στις Σέρρες υπήρχαν μορφωμένοι κληρικοί. Αυτό φαίνεται και από το Χρονικό του Παπασυναδινού. Ο Παπασυναδινός γράφει πώς, όταν ήταν εννέα χρονών, το 1609: «Με επήγε ο πατέρας μου ο παπά κυρ Σιδέρης εις τα Καλάδενδρα εις τον διδάσκαλον τον κυρ Δήμον και έμαθα εις αυτόν τα κοινά γράμματα. Εις δόξαν Θεού». Αυτή ήταν η πρωτοβάθμια εκπαίδευσή του. Για τη δευτεροβάθμια αναφέρει πως όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών, το 1618: «Επήγα εις τον παπά κυρ Παρθένιον απάνου εις την μητρόπολιν και έμαθα την γραμματικήν, το γράψιμον και από τους ποιητάδες τον Κάτονα, τον Πυθαγόρα, τον Αριστοφάνη και τον κανόνα των Χριστουγέννων και των Φώτων». Αναφέρει επίσης ότι στις Σέρρες ήταν δάσκαλος και ο Παπαϊωάννης «ο πολίτης από την Κωνσταντινούπολη… και εμάνθανε τα παιδιά γράμματα και έκαμε εις τας Σέρρας χρόνους τριάντα πέντε». Στον κώδικα της Ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών αναφέρεται ότι το 1645 δάσκαλος στις Σέρρες ήταν ο Παπακυριαζής.
Διερωτάται όμως κανείς: στας Σέρρας δεν άνοιξε επίσημο σχολείο με την έκδοση της πατριαρχικής εγκυκλίου του Ιερεμίου Β΄ το 1593, με την οποία προτρέπονταν οι κατά τόπους Μητροπολίτες να ιδρύσουν Σχολεία, «ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένους», Πρέπει από τότε να ανατέθηκε στους παραπάνω διδασκάλους από μέρους της Μητροπόλεως Σερρών να διδάσκουν στα Ελληνόπουλα είτε κατ’ ιδίαν στα σπίτια τους, είτε σε κάποια κελλιά του κάθε ενοριακού ναού.
Από τις πληροφορίες του Παπασυναδινού φαίνεται ότι το πρώτο επίσημο σχολείο στις Σέρρες, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, λειτούργησε όπως και τα ιδιωτικά προηγουμένως, διότι οι ίδιοι ιερείς και στα ίδια κελιά ή στον ίδιο νάρθηκα του ενοριακού ναού ή του μοναστηριού συνέχισαν το έργο τους με την επίσημη διαταγή της Εκκλησίας. Με τον ελάχιστο μισθό που έπαιρναν οι ιερείς ή μοναχοί μπορούσαν χωρίς πολλά έξοδα και ιδιαίτερο διδακτήριο να λειτουργήσουν αφανώς και ανεπίσημα σχολεία με μειωμένο αριθμό μαθητών. Αυτό το σχολείο επέβαλλαν οι τότε συνθήκες της τουρκοκρατίας, το λεγόμενο κρυφό σχολείο. Το ερώτημα όμως είναι, από πότε άρχισε το επίσημο με την άδεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σχολείο;
Ο Εμμανουήλ Φωτιάδης, στην επιστολή του προς Φιλοπατρίδην το 1835, γράφει ότι οι Σερραίοι «επιμελήθησαν φιλοτίμως και συνέστησαν προ πολλών ήδη χρόνων το σχολείο μας». Μερικοί συμπεραίνουν ότι αυτό το επίσημο σχολείο στις Σέρρες συνεστήθη προ του 1735. Το χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Νικολάου Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, που εκδόθηκε το 1722, με το οποίο χορηγούνται στη Σχολή Σερρών κάθε χρόνο τριακόσια γρόσια, γράφει: «Επειδή ήδη εις την επαρχίαν της πολιτείας Σερρών πολλοί πιστοί και ευλαβείς ορθόδοξοι χριστιανοί ενυπάρχουσι, εστερημένοι σχολείου και διδασκάλου δια τας καιρικάς περιστάσεις, ευλόγως και αναγκαίως εκρίναμε συατήσαι κακεί σχολείο Ελληνικών μαθημάτων εις προκοπήν και επίδοσιν μαθήσεως των εκείσε χριστιανών και ημετέραν σωτηρίαν».
Από την παραπάνω πληροφορία φαίνεται ότι η επίσημη Σχολή στις Σέρρες άρχισε να λειτουργεί το 1722. Εξ άλλων όμως πληροφοριών φαίνεται ότι προϋπήρχε Σχολή, που έκλεισε λόγω μη ευρέσεως και των ελαχίστων οικονομικών πόρων.
Ερευνώντας τον Μητροπολιτικό κώδικα Σερρών, που άρπαξαν οι Βούλγαροι το 1916 και δεν τον επέστρεψαν ακόμη, βλέπουμε ότι το 1706, την Κυριακή της Πεντηκοστής, ο μητροπολίτης Στέφανος απένειμε οφίκια σε κληρικούς, μεταξύ των οποίων ήταν του διδασκάλου του Ψαλτηρίου στον παπα-Σιδεράκη, του διδασκάλου του Αποστόλου στον παπα-Παρίση, του διδασκάλου του Ευαγγελίου στον παπα-Μάρκον, πράγμα που μας εμβάλλει τη σκέψη ότι στις Σέρρες υπήρχε και προ του 1722 Σχολή και ότι τα οφίκια δόθηκαν στους παραπάνω ιερείς επειδή δίδασκαν στη Σχολή ως διδάσκαλοι ειδικότητας αντίστοιχα του Ψαλτηρίου, του Αποστόλου και του Ευαγγελίου.
Η Σχολή φαίνεται ότι ήταν οργανωμένη με διδασκάλους ειδικότητας και προ της επιχορήγησης του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αλλά έκλεισε για οικονομικούς λόγους προσωρινά. Τούτο φαίνεται και από την πληροφορία που έχουμε ότι στις Σέρρες και προ του 1722 δίδασκαν ως αναγνωρισμένοι διδάσκαλοι μεταξύ των ετών 1696-1702 ο Αναστάσιος Παπαβασιλόπουλος, το 1719 ο λόγιος Αναστάσιος Πώπας από τα Ιωάννινα και μαζί του μέχρι το 1730 ο Σπύρος Ιωάννου. Για να συνυπηρετούν φαίνεται ότι υπήρχε οργανωμένη Σχολή στις Σέρρες.
Η λειτουργία της Σχολής κάθε φορά εξαρτάτο από τα οικονομικά. Το 1730, όταν οι ηγεμόνες της Ουγγροβλαχίας διέκοψαν την επιχορηγία, κινδύνευσε και πάλι να κλείσει. Το 1735, όταν ανέλαβε ο μητροπολίτης Γαβριήλ τη Μητρόπολη Σερρών, γράφει ιδιοχείρως στον κώδικα της Μητροπόλεως: «Πρώτον μεν η σχολήν τη Μητροπόλει ταύτη και πολιτεία αποκατέστησεν, ην εύρομεν ουχ όπως ημελημένην, αλλά και όλως εξίτηλον και, ως ειπείν οιόν τι φυτόν ευγενές εκ ριζών δε ανεσπασμένην, ώστε ουδέ είναι ελπίδα έτι αναβιώσεως».
Οι μισθοί των διδασκάλων και τα έξοδα συντήρησης της Σχολής αναφέρεται ότι καταβάλλονταν από τους τόκους ενός κεφαλαίου τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4500) γροσίων, επειδή όμως δεν αρκούσαν οι τόκοι, φρόντιζαν πάντοτε να ενισχύσουν το ταμείο με εισφορές και δωρεές. Για τη διαχείριση μάλιστα των οικονομικών, από τα οποία εξαρτάτο το κλείσιμο ή το άνοιγμα, η ακμή ή η παρακμή της Σχολής των Σερρών, διορίστηκαν επί μητροπολίτου Ματθαίου καθολικοί επίτροποι, «όπως φροντίζωσι υπέρ της καλής καταστάσεως και συνάζοντες τον διορισμένον του διδασκάλου μισθόν». Έτσι φαίνεται ότι για τη λειτουργία της Σχολής γίνονταν έρανοι, που δυστυχώς δεν απέδιδαν πάντοτε. Γι’ αυτό διέκοψε τη λειτουργία της και πάλι προσωρινά η Σχολή των Σερρών.
Τούτο έθιξε το φιλότιμο των προυχόντων και των ευημερουσών τότε συντεχνιών της πόλεως, οι οποίοι από κοινού συνεδρίασαν το 1800 υπό την προεδρία του μητροπολίτου Κωνσταντίνου και επέβαλαν δύο παράδες φόρο σε κάθε φορτίο βάμβακος, πρόσφεραν όμως και οι ίδιοι σημαντικές εισφορές. Η ακμή του εμπορίου του βάμβακος, μεταξύ Σερρών και Βιέννης και άλλων πόλεων του εξωτερικού, απέδωσε μεγάλα ποσά από το φόρο. Επίσης η μεγάλη δωρεά του Σερραίου Ιωάννου Κώνστα από δέκα χιλιάδες οκτακόσια (10800) φιορίνια εξασφάλισε μεγάλο κεφάλαιο για την απρόσκοπτη λειτουργία της Σχολής. Στους δωρητές συγκαταλέγεται και ο αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821 Εμμανουήλ Παππάς.
Οι σχολάρχες και οι διδάσκαλοι που υπηρέτησαν στις Σέρρες υπήρξαν διακεκριμένοι. Εκτός από τους παραπάνω που αναφέραμε, γίνεται λόγος στον κώδικα της Μητρόπολης Σερρών στις 18 Οκτωβρίου 1742 ότι ως σχολάρχης υπηρετούσε τότε στις Σέρρες ο Νικόλαος Σχολάριος, ο οποίος αργότερα το 1748 έγινε μητροπολίτης Λίτζας Αγράφων με το όνομα Νεκτάριος. Το 1805-1813 σχολάρχης διετέλεσε ο Προδρομίτης λόγιος, Σερραίος την καταγωγή, ιεροδιάκονος Χρύσανθος.
Το 1815 σχολάρχης έγινε ο αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Σκαλιώρας από τη Ραψάνη, αλλά μαζί του δίδασκε στη Σχολή και ο μοναχός Κύρος ο Αργυροκαστρίτης. Στη σχολαρχία του Σκαλιώρα η Σχολή παρήκμασε και γι’ αυτό ο τότε μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος κάλεσε από τη Σχολή Μελενίκου ως σχολάρχη τον Μηνά Μηνωίδη, που ασχολήθηκε με την παλαιογραφία και τη συλλογή αρχαίων χειρογράφων. Αυτός δίδαξε φιλοσοφία και γραμματική. Διδακτικό προσωπικό της Σχολής το διάστημα αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος Μηνιάτης ο Κωτιαίος και ο Ιωάννης από το Αργυρόκαστρο. Του δευτέρου το όνομα αναφέρεται σε εντοιχισμένη ενεπίγραφη πλάκα στο ναό των Αγίων Αναργύρων των Σερρών.
Από το 1819 μέχρι το 1821 και από το 1830 μέχρι το 1831 διετέλεσε σχολάρχης ο ενάρετος, υποδειγματικός παιδαγωγός και εξαίρετος ελληνιστής Αδάμος Ζαμπέκος, που ήλθε από τη Σχολή Μελενίκου και επέστρεψε σ’ αυτή το ενδιάμεσο διάστημα. Ο Μελένικος, ο ακρίτας του Βορρά, είχε αξιόλογη Σχολή. Στο ενδιάμεσο διάστημα 1823-1830 τη σχολαρχία ανέλαβε ο Σιατιστεύς Αργύριος Παπαρίζος, τον οποίον εγκωμιάζει ο Εμμανουήλ Φωτιάδης στην επιστολήν του προς τον Φιλοπατρίδην, ότι απέδωσε πολλούς πνευματικούς καρπούς και ανέδειξε μαθητές που έγιναν μεγάλοι επιστήμονες. Λόγω της προστριβής του με τον τότε μητροπολίτην Άνθιμον, ο Παπαρίζος παραιτήθηκε για μια τετραετία. Ο νέος μητροπολίτης Γρηγόριος Φουρτουνιάδης, ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης, αναγνώρισε την αδικία και τον προσκάλεσε να έλθει και πάλι στις Σέρρες, γράφοντας επαινετικά λόγια για τους Σερραίους: «Εμακαρίζομεν εμαυτόν ευτυχή και ευδαίμονα αποκαλούντες, ότι ελάχομεν επαρχίαν πλουτούσαν, επαρχιωτών φιλομούσων, αγαπώντων την παιδείαν, τιμώντων τας μούσας, περιποιουμένων τους ελλογίμους και νοούντων τα αληθή της πατρίδος συμφέροντα».
Ο Παπαρίζος μετά χαράς επανήλθε και συνεργάστηκε ολόψυχα με όλους τους παράγοντες της πόλεως Σερρών για την ανάπτυξη της παιδείας και την ανοικοδόμηση νέου διδακτηρίου της αλληλοδιδακτικής Σχολής. Προς το σκοπό αυτόν έστειλαν αργότερα με δαπάνες της Σερραϊκής κοινότητας τον Κουτλομουσιανό μοναχόν Νεοφύτο Καλούδη για μετεκπαίδευση στο Άργος. Μετά από πολύμηνο εκπαίδευση μετέφερε τις μεθόδους της αλληλοδιδακτικής στις Σέρρες και εργάστηκε αποτελεσματικά για πολλά χρόνια. Στο διάστημα της πρώτης σχολαρχίας του εναρέτου και φιλανθρώπου, υποδειγματικού οικογενειάρχη Παπαρίζου, εδίδαξε στη Σχολή των Σερρών και ο υιός του Εμμανουήλ Παππά, ο Μιχαήλ, συγγραφέας του βιβλίου «Αρχαί Γραμματικής Ελληνικής διά τους αρχαρίους», Βιέννη 1827. Μετά την επανάσταση του 1821 δίδαξε στις Σέρρες ο Ηπειρώτης Ευάγγελος Μέξης ή Μεξικός, στενός φίλος του Καποδίστρια, συγγραφέας και μεταφραστής διαφόρων έργων.
Από το 1837 ανέλαβε τη σχολαρχία ο σοφός διδάσκαλος του Γένους, με σπουδές στο εξωτερικό, Εμμανουήλ Φωτιάδης. Αυτός φρόντισε με ζήλο για τη μόρφωση των θηλέων στις Σέρρες και πλούτισε τα σχολεία με βιβλιοθήκες και εποπτικά όργανα διδασκαλίας. Λόγω του ανήσυχου πνεύματός του και της μεγάλης του δραστηριότητας, συκοφαντήθηκε στους Τούρκους και εξορίστηκε στην Κομοτηνή το 1814. Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε και ανέλαβε τη διεύθυνση του Ελληνικού σχολείου της Θεσσαλονίκης. Οι πολλές όμως κακουχίες των οδήγησαν πρόωρα στο θάνατο. Οι Σερραίοι τον τίμησαν ως μέγαν της Μακεδονίας γόνον και διδάσκαλον και του ανήγειραν μνημείο στην αυλή της Ελληνικής Σχολής. Σχολάρχης διετέλεσε και ο αρίστης φήμης διδάσκαλος Σερραίος Αντώνιος.
Η Σχολή των Σερρών ήκμασε και επί της σχολαρχίας του Ιωάννου Πανταζίδη. Αυτός σπούδασε με έξοδα της κοινότητας Σερρών στη Γερμανία και διέπρεψε αργότερα ως καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι Σερραίοι φρόντιζαν να έχουν μετεκπαιδευμένο στο εξωτερικό διδακτικό προσωπικό στη Σχολή, για αυτό και διέθεταν μεγάλα ποσά για υποτροφίες.
Ο Πανταζίδης οργάνωσε με πολύ ζήλο το Σύλλογο προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων. Στη σχολαρχία τον διαδέχθηκαν κατά σειρά ο Ν. Χαλκιόπουλος και ο Χριστόφορος Σαμαρτζίδης.
Από το 1835 λειτούργησαν στις Σέρρες ξεχωριστά σχολεία αρρένων και θηλέων, η Αλληλοδιδακτική Σχολή, το Παρθεναγωγείο και η Αστική Σχολή με πλήρες προσωπικό, από πέντε και πλέον διδασκάλους καθένα.
Οι Σερραίοι από πολύ ενωρίς στράφηκαν στο εμπόριο, πλούτισαν, διοργάνωσαν την Ελληνική κοινότητα και ανέδειξαν την πόλη τους ως ένα από τα σημαντικότερα και επίκαιρα κέντρα εθνικής δράσης του Μακεδονικού Ελληνισμού, πρότυπο πόλη των γραμμάτων και κέντρο παιδείας ολοκλήρου της Μακεδονίας. Γι’ αυτό και ονομάστηκαν οι Σέρρες «Αθήνα του Βορρά».
Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε πρώτος από όλους τους Συλλόγους της Ελλάδος στις Σέρρες, συγκέντρωσε και συσπείρωσε ό,τι εκλεκτό είχε η πόλη σε επιστήμονες, κληρικούς και πατριώτες. Πρώτη η πόλη των Σερρών κατάργησε το αλληλοδιδακτικό σύστημα διδασκαλίας και μεταρρύθμισε τη Δημοτική εκπαίδευση σε βάσεις των νεοτέρων παιδαγωγικών αρχών. Εισήγαγε στην παιδεία το εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο και το Εξατάξιο Γυμνάσιο. Ψυχή και μοχλός του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου των Σερρών από το 1871 μέχρι το 1881 υπήρξε ο εξαίρετος ιατρός Ιωάννης Θεοδωρίδης. Αυτός έφερε σε μεγάλη ακμή την εκπαίδευση στις Σέρρες.
Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος είχε πολύπλευρο δράση: 1) Σπούδασε μη υποτροφίες δασκάλους στην Αθήνα και στο εξωτερικό και πλαισίωσε τα σχολεία με άριστα εκπαιδευμένους διδασκάλους. 2) Οργάνωσε βιβλιοθήκες για τους δασκάλους και τους μαθητές. 3) Ίδρυσε οικοτροφείο για τους μαθητές που προέρχονταν από την επαρχία και από άλλους νομούς. 4) Έκτισε αίθουσα θεάτρου και οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις. 5) Ίδρυσε τυπογραφείο. 6) Διοργάνωσε παιδαγωγικά συνέδρια και ενημέρωσε όλους τους δασκάλους στις νέες παιδαγωγικές αρχές. 7) Ίδρυσε πολλά Δημοτικά Σχολεία στην επαρχία. Συνεργαζόταν με όλους τους Φιλεκπαιδευτικούς Συλλόγους, των Αθηνών, της Κων/πόλεως κλπ., οι οποίοι, μαζί με τις ιερές Μονές του Τιμίου Προδρόμου και της Εικοσιφοινίσσης, με γενναίες εισφορές βοηθούσαν οικονομικά στην ίδρυση και συντήρηση των νέων σχολείων, τα οποία όμως χρειάζονταν δασκάλους εκπαιδευμένους στις νέες μεθόδους παιδαγωγικής και διδακτικής.
Ο Εμμανουήλ Φωτιάδης έγραφε στον Φιλοπατρίδη ότι «δια να ελευθερωθώμεν από την ανάγκην να επιτρέπωμεν την νεολαίαν μας εις χείρας διδασκάλων αλλοδαπών και με τόσην δυσκολίαν ευρισκομένων, πρέπει να εκπαιδεύσωμεν δασκάλους». Το αλληλοδιδακτικό σχολείο δεν απέδιδε, γι’ αυτό με έμπνευση και εισήγηση του Δημητρίου Μαρούλη ιδρύθηκε για πρώτη φορά στις Σέρρες, στον τότε υπόδουλο αλύτρωτο Ελληνισμό, Διδασκαλείο Αρρένων. Το Διδασκαλείο αυτό, όπως αναφέρει ο Γ. Τσιάκας στο Ημερολόγιο της Ανατολής του 1889, είναι το πρώτο που ιδρύθηκε στο οθωμανικό κράτος. Είχε τέσσερις τάξεις, από τις οποίες η μία ήταν προκαταρτική και οι τρεις κανονικές.
Ο Δ. Μαρούλης από τα Ιωάννινα ήταν άνδρα δραστήριος, ευφυής, πολυμαθής, δεινός ρήτορας, διδάκτορας της φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Τιβίγγης. Προσελήφθη το 1870 ως διευθυντής του ημιγυμνασίου Σερρών. Συνεργάσθηκε με τους Συλλόγους των Σερρών και με επιχορηγήσεις της Γερμανικής Ιεραποστολικής Εταιρείας Barmen, καθώς και γενναίες εισφορές των Σερραίων ίδρυσε το Διδασκαλείο Αρρένων. Για την ίδρυση «Μακεδονικού Ελληνικού Διδασκαλείου» ο Σερραίος Ιωάννης Κόκκινος άφησε με διαθήκη το 1870 τρεις χιλιάδες οκτακόσιες δέκα (3810) οθωμανικές λίρες.
Το Διδασκαλείο των Σερρών «ηργάσθη εθνικότατα, καταστάν το χαράκωμα του εθνικού και θρησκευτικού αισθήματος του λαού της Ανατολικής Μακεδονίας, προ του οποίου εθραύοντο όλαι αι προπανανδιστικαί προσπάθειαι του Βουλγαρισμού», όπως γράφει η Έλλη Βλάχου στο βιβλίο της «Η παιδεία εις τας τουρκοκρατουμένας Σέρρας». Είχε αρτιότατο διδακτικό προσωπικό και διδάσκονταν όλα τα μαθήματα μιας καλώς οργανωμένης Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Διδασκόταν επιπλέον και η γερμανική γλώσσα.
Δυστυχώς ο Δ. Μαρούλης, λόγω του αδιάλλακτου χαρακτήρα του, ήρθε σε σύγκρουση με τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο και αντικαταστάθηκε από τη διεύθυνση του Διδασκαλείου με τον Βράνο Βωζάνην. Αυτός όμως προέβη στη σύσπαση νέου Συλλόγου με την ίδια επωνυμία και ίδρυσε δεύτερο Διδασκαλείο στις Σέρρες με τις επιχορηγήσεις των Γερμανών. Έτσι για ένα διάστημα υπήρχαν στις Σέρρες δύο Διδασκαλεία, τα οποία για λόγους οικονομικούς διαλύθηκαν, πρόσφεραν όμως πολλές εθνικές υπηρεσίες στην κρίσιμη εκείνη εποχή. Εκατοντάδες απόφοιτοι του Διδασκαλείου Σερρών δίδαξαν σ’ όλα τα Ελληνικά Σχολεία του αλύτρωτου Ελληνισμού. Από την πόλη των Σερρών «ως από φωτεινής εστίας, εισήχθη η νέα κληθείσα παιδαγωγική μέθοδος εις τα σχολεία ου μόνον πολλών Μακεδονικών επαρχιών, αλλά και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν και λοιπήν Θράκην, εις την Μικράν Ασίαν και Ήπειρον και Αλβανίαν», γράφει χαρακτηριστικά ο Ευάγγελος Στράτης.
Περιήλθαν στα χέρια μου χειρόγραφα κείμενα του δασκάλου Δημητρίου Παπαζαχαρίου, αποφοίτου του Διδασκαλείου Σερρών το 1884, από τα οποία φαίνεται πώς εργάζονταν οι δάσκαλοι της εποχής εκείνης. Ο Παπαζαχαρίου καταγόταν από το Άγιο Πνεύμα Σερρών και υπηρέτησε ως δάσκαλος είκοσι δύο χρόνια στα μέρη του Πόντου, στην Τραπεζούντα, στη Σαμψούντα, στην Κερασούντα και στο Ερζερούμ. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσε ήταν χειρόγραφα δικά του. Βρέθηκε το αναγνωστικό της Β΄ τάξης με τίτλο «Το σχολείο και η πατρική οικία» και δύο γεωγραφίες της Ευρώπης και η Γενική Γεωγραφία, που γράφτηκαν από τον ίδιον. Αν ένας δάσκαλος του Διδασκαλείου Σερρών πρόσφερε τόσα πολλά στην τότε Ελληνική παιδεία, ας αναλογισθούμε τι έργο πρόσφεραν εκατοντάδες δάσκαλοι του ίδιου Διδασκαλείου.
Η ακμή της παιδείας στις Σέρρες συνεχίσθηκε και μετά το κλείσιμο των Διδασκαλείων. Ο Ευάγγελος Στράτης χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1880-1890 «ως λαμπρά περίοδο της ακμής των εκπαιδευτηρίων της Ελληνικής κοινότητος των Σερρών, χρυσοίς γράμμασι ανάγραπτος εν τη ιστορία αυτών»
Το 1885, γράφει ο «Νεολόγος» της Κωνσταντινουπόλεως, φοιτούσαν στα δεκαπέντε σχολεία της κοινότητας των Σερρών χίλιοι επτακόσιοι εβδομήντα (1770) μαθητές και μαθήτριες, με διδακτικό προσωπικό σαράντα πέντε διδασκάλους.
Οι περισσότεροι σχολάρχες ήταν απόφοιτοι του πανεπιστημίου και μετεκπαιδευμένοι στο εξωτερικό, όπως: 1) Ο Αθανάσιος Φυλακτός, από την Ηράκλεια Σερρών, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής των Αθηνών με μετεκπαίδευση στην Ιένα, το Μόναχο και τη Λειψία. Υπηρέτησε ένδεκα χρόνια στις Σέρρες. 2) Ο Πέτρος Παπαγεωργίου, από τη Θεσσαλονίκη, που ανήκει στους μεγάλους εκπαιδευτικούς και συγγραφείς της Μακεδονίας. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών με μετεκπαίδευση στα Πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου και αργότερα στην Ιταλία. Στα τέσσερα χρόνια που υπηρέτησε στις Σέρρες ως γυμνασιάρχης ενεδείχθη πρωτοπόρος ερευνητής της ιστορίας και της τοπογραφίας της πόλης κι της περιοχής των Σερρών και έγραψε το γνωστό έργο «Αι Σέρραι και τα προάστεια αυτής». 3) Ο Λεωνίδας Παπαπαύλος από τη Σιάτιστα, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών με μετεκπαίδευση στη Λειψία της Γερμανίας. Έμεινε απί των επάλξεων της παιδείας ως γυμνασιάρχης στις Σέρρες και έγινε εθνομάρτυς, διότι οι Βούλγαροι τον θανάτωσαν με τον πιο άγριο τρόπο κατά την αποχώρησή τους. 4) Ο Ευάγγελος Στράτης, από το Ροδολείβος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών με μετεκπαίδευση στη Σορβόνη και το Παρίσι. Δίδαξε στις Σέρρες είκοσι πέντε χρόνια, στην αρχή ως καθηγητής και μετά ως διευθυντής του Παρθεναγωγείου. 5) Ένας άλλος πραγματικός δάσκαλος και εθναπόστολος, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, υπήρξε στις Σέρρες ο Χριστόφορος Σαμαρτζίδης, ο οποίος λόγω των πολλών του υπηρεσιών παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του Σωτήρος. 6) Διακεκριμένος διδάκτορας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Ιέννης της Γερμανίας, που υπηρέτησε στα σχολεία των Σερρών, υπήρξε ο Ιωάννης Δέλιος. Για οκτώ χρόνια διηύθυνε το Ημιγυμνάσιο, το οποίο με τις ενέργειές του προήχθη σε εξατάξιο Γυμνάσιο, ισότιμο με τα Γυμνάσια του ελληνικού κράτους. Στο Γυμνάσιο αυτό προσήλθαν μαθητές από όλα τα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού. Ιδρύθηκε επίσης σ’ αυτό ένα τμήμα Διδασκαλείου για τη μόρφωση δασκάλων. Παράλληλα με το Διδασκαλείο αρρένων ιδρύθηκε και Παρθεναγωγείο από το 1853, το οποίο εξελίχθηκε σε Κεντρικό Παρθεναγωγείο και μετά σε Διδασκαλείο Θηλέων.
Το έργο του ανωνύμου πλήθους των διδασκάλων και διδασκαλισσών, που απεφοίτησαν από τα εκπαιδευτήρια των Σερρών και δίδαξαν στα τρομοκρατημένα από τους βουλγαροκομιτατζήδες χωριά της Μακεδονίας, ήταν τεράστιο. Χωρίς την αυτοθυσία των νεαρών αυτών βλαστών, που με εθνικό παλμό και ζήλο προσήλθαν οικειοθελώς στις τάξεις των εκπαιδευτικών, δεν θα καρποφορούσε ο Μακεδονικός Αγώνας. Με την αναπτυγμένη παιδεία απέτυχε κάθε ξένη προπαγάνδα στον προσηλυτισμό της. Τα ιδρυθέντα στις Σέρρες ξένα σχολεία των Βουλγάρων, Ρουμάνων και Σέρβων, παρ’ όλα τα δελεαστικά μέσα που διέθεσαν, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν λόγω ελλείψεως μαθητών.
Κέντρο παιδείας από το 19ο αιώνα υπήρξε και η Ηράκλεια, όπου λειτούργησαν πολυθέσια σχολεία αρρένων και θηλέων και κατωτέρα Γεωργική Σχολή με ωραία διδακτήρια, καθώς και η Αλιστράτη με την Κεντρική Ελληνική Σχολή και το Ημιγυμνάσιό της.
Το ίδιο φιλεκπαιδευτικό πνεύμα εκδηλώθηκε στη Νιγρίτα και τα μεγάλα χωριά της περιοχής Σερρών. Δικαίως λοιπόν γράφει η Έλλη Βλάχου ότι «δεν μας εκπλήττει ο χαρακτηρισμός, τον οποίο έδωκαν ξένοι ερευνηταί των προβλημάτων της Βαλκανικής, ερευνηταί κάθε άλλο παρά φίλοι των Ελλήνων, όπως ο καθηγητής Gustav Weigand, ο οποίος τονίζει ότι αι Σέρραι έχουν παίξει δια τον Ελληνισμόν τον αυτόν ρόλον, τον οποίον έπαιξε η Αχρίς δια τον Βουλγαρισμόν, ως πολιτικόν και εθνικόν εκκλησιαστικόν κέντρον».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*. Εισήγηση στο Συμπόσιο με θέμα «Η εκπαίδευση στη Μακεδονία κατά την τουρκοκρατία», το οποίο οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
1. Κ. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, Συμπληρώσεις τοις περί Σερρών ειρημένοις. Βυζαντινά Χρονικά Πετρουπόλεως, 1894, σελ. 672.
2. Γ. Καφταντζής, Η Σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού. Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, 1989, σελ. 7, 32, 60.
3. Γαβριήλ Κουντιάδου, Οι διδάξαντες εν Σέρραις προ του Εμμανουήλ Φωτιάδου. Έφημ. Πρόοδος Σερρών 9.11.1933.
4. Κ. Σάθα, Βιογραφικό σημείωμα περί του Πατριαρχ. Ιερεμία Β΄ 1870 σελ. 82.
5. Εμμαν. Φωτιάδη, Επιστολή προς τον εν Σέρραις Φιλοπατρίδην, Εκκλησιαστ. Φάρος Αλεξανδείας 1911, σελ. 478-482.
6. Π. Παπαγεωργίου, Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί τας Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου. Θεσσαλονίκη 19882 (έκδοση Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Σερρών), σ. 41 (φωτομηχανική ανατύπωση από την Byzantinische Zeitschrift 1884).
7. Έλλης Αγγέλου – Βλάχου, Η Παιδεία εις τας τουρκοκρατουμένας Σέρρας. Αθήναι 1935, σελ. 7-8.
8. Παπαγεωργίου, ενθ. αν., σελ. 280.
9. Ένθ’ αν.
10. Μακεδονικόν Ημερολόγιο 1909, σελ. 146.
11. Έλλη Βλάχου, ενθ’ αν., σελ. 12-15.
12. Ένθ’ αν., σελ. 21-24.
13. Εμμ. Φωτιάδου, ένθ’ αν., σελ. 10-11.
14. Έλλης Βλάχου, ένθ’ αν., σελ. 17.
15. Π.Θ. Πέννα, Ιστορία των Σερρών. Από της αλώσεως αυτών υπό των Τούρκων μέχρι της απελευθερώσεώς των υπό των Ελλήνων, 1383-1913. Αθήναι 19662, σ. 414, 416.
16. Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1909, σελ. 273-277.
17. Ο Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Σερρών 1870-1872, Θεσσαλονίκη 1872.
18. Εμμανουήλ Φωτιάδου, ένθ’ αν., σ. 24.
19. Β. Ι. Τζανακάρη, Εικονογραφημένη Ιστορία των Σερρών, σελ. 66-69.
20. Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1909, σελ. 152.
21. Ευαγγέλου Στράτη, Ιστορία των εκπαιδευτηρίων της πόλεως Σερρών, Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1909, σελ. 144-154.
22. Π. Θ. Πέννα, Ιστορία των Σερρών, ένθ’ αν., σελ. 393-438.
23. Νίκου Ζ. Νικολάου, Σκαπανείς της ιστοριογραφίας και προβλήματα της ιστορίας των Σερρών. Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 9-10 και 13-14.
Κυριάκος Παπακυριάκου
Σέρρες 2004