Σχεδίασμα της ιστορίας της πόλης των Σερρών μέχρι την απελευθέρωση της
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ Η πόλη είναι γνωστή από την αρχαιότητα ακόμη με τις ονομασίες: Σίρις, Σίρρα, Sirae, Σιρραίων πόλις, Sarxa, Σέρρα, Σέρραι, Σέρρας, Φέρ(ρ)αι ή Φε(ρ)ραί, Serisk ή Serski (σλαβ), Siruz ή Siroz (τουρκ.), Ceres, Saras, τα Σέρρας και προσφάτως οι Σέρρες. Από όλες τις παραπάνω γραφές αποδεικνύεται ότι η ονομασία της μεταβιβάστηκε μέχρι σήμερα με ελάχιστες σχετικά παραφθορές. ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ p Αρχή Η πρώτη ιστορική μνεία για την αξιόλογη αυτή προομηρική πόλη γίνεται από τον Ηρόδοτο, που την αποκαλεί Σίρις της Παιονίης και τους κατοίκους της Σιριοπαίονες. Οι τελευταίοι, που αποκαλούνται επίσης Σιροπαίονες η Σιρινοπαίονες, Σίρες, Σιρινοί και Σιρραίοι, εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο από το έτος 513 π.Χ. Το 496 π.Χ. ο σατράπης των Περσών στη Θράκη Μεγάβαζος εκστράτευσε εναντίον των κατοίκων της Σίριος με εντολή του βασιλιά των Περσών, Δαρείου Α. Μετά την υποταγή τους οι Σιριοπαίονες οδηγήθηκαν ως σκλάβοι στην Ασία, αφού παρέδωσαν τη χωρά τους στους Θράκες Οδόμαντες. Η πόλη ονομάστηκε τότε Σίρις ή Όδομαντική. Ο ιστορικός Θεόπομπος τη χαρακτηρίζει πόλη θρακική: Σίρρα πόλις Θράκης (το εθνικό Σιρραίος), πριν ακόμη αποσπασθεί και αποτελέσει τμήμα του βασιλείου του Φιλίππου Β' (357 π.Χ.). Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος είχε στρατοπεδεύσει σε πεδινή έκταση κοντά στην πρωτεύουσα της Οδομαντικής. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας και τη διαίρεση της σε τέσσερα τμήματα, η πόλη έχασε την αυτονομία της και προσαρτήθηκε στην πρώτη "μερίδα" (τη "Μακεδόνων Πρώτη"), με πρωτεύουσα την Αμφίπολη. Άποψη του λόφου της Ακρόπολης (Κουλάς) από δυτικά. Η ακριβής θέση της αρχαίας Σίριος έχει προσδιοριστεί στον επιβλητικό και οχυρό λόφο της Ακρόπολης (Κουλάς). Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από θεμελίωση αρχαίου κτίσματος στην κορυφή του λόφου και ισόδομη κατασκευή με λαξευτούς πωρολίθινους δόμους σε δεύτερη χρήση, καθώς και η ανεύρεση επιφανειακών οστράκων από ελληνικά μελανόμορφα αγγεία (530 π.Χ. περίπου) αποτελούν τα πρωιμότερα αρχαιολογικά τεκμήρια, που χαρακτηρίζουν την ύστερη αρχαϊκή περίοδο. Εκτός από την περιτειχισμένη ασφαλώς ακρόπολη στην κορυφή του λόφου, στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας πόλης θα πρέπει να συμπεριλαμβανόταν και το κυρίως αστικό τμήμα της, που απλωνόταν στις νότιες επικλινείς υπώρειες, ανάμεσα σε δύο χείμαρρους. Η ρωμαϊκή νεκρόπολη ξεκινούσε από τη ΝΔ παρειά του λόφου, στο σημερινό διδακτήριο του 3ου Γυμνασίου, και εκτεινόταν μέχρι το 1ο Γυμνάσιο και την απέναντι όχθη του χειμάρρου, της Κλομπιοτίτζας, στη θέση του νέου μητροπολιτικού ναού των Ταξιαρχών και της πλατείας Ελευθερίας. Στους παραπάνω χώρους αποκαλύφτηκαν παλιότερα αρκετά ρωμαϊκά επιτύμβια ενεπίγραφα μνημεία, που, μαζί με τα υπόλοιπα (τιμητικά, αναθηματικά και ψηφίσματα) της ίδιας περιόδου, προσφέρουν πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες για την κοινωνική, θρησκευτική και πολιτική οργάνωση της πόλης. Από αυτά γνωρίζουμε ότι η αστικοποιημένη πια πόλη (άστυ) είχε ανεξάρτητη διοίκηση και διέθετε δήμο, βουλευτές, αγορανόμους, γυμνασίαρχο, αρχιερέα και αγωνοθέτη. Στα χρόνια της βασιλείας του Σεπτίμιου Σεβήρου (192-211 μ.Χ.) η Σίρις κατείχε σημαντική θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες πόλεις της Οδομαντικής, οι οποίες είχαν συγκροτήσει μάλιστα κοινή συνομοσπονδία («Πεντάπολη»), με έδρα την ίδια. Γύρω από την πόλη ("χώρα") της Σίριος, στα σημερινά όρια του καποδιστριακού Δήμου Σερρών, είχαν αναπτυχθεί κατά τη ρωμαϊκή κυρίως περίοδο και άλλοι οικισμοί: α) στους Επταμύλους (θέση «Ξερόλακκας», β) στην Οινούσα (θέσεις «Μοναστηριακά Κτήματα» και «Βλασελνίκου»), γ) στο Χιονοχώρι (θέσεις «Κούλα» και «Χάνια»), δ) στον Ελαιώνα (θέσεις «Παναγία», «Προφήτης Ηλίας» και «Χίλι Ντούσα»), ε) στο Βερό (θέση «Άγιος Τρύφωνας» και στ) στο Μετόχι (θέση «Νισάντασι»). Άποψη του λόφου «Νισάντασι» στο Μετόχι. ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ p Αρχή Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η πόλη ανήκε στην επαρχία της Μακεδονίας Πρώτης και αποτελούσε έδρα επισκοπής. Ο επίσκοπος της Μαξιμίνος (ή Μάξιμος και Μαξιμιανός) παρευρέθηκε στις δύο Συνόδους, της Εφέσου (449 μ.Χ.) και της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.). Ο Ιεροκλής (527/8 μ.Χ.) τη συγκαταλέγει ανάμεσα στις 32 συνολικά πόλεις της Μακεδονίας Πρώτης, που ανήκαν στη Ζ ‘επαρχία τον Ιλλυρικού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Τότε μάλιστα περιτειχίστηκε, εκτός από το παλαιοχριστιανικό της κοιμητήριο που παρέμεινε έξω από τα τείχη. Την ανεπάρκεια των αρχαίων και πρωτοβυζαντινών πηγών καλύπτουν οι μεσοβυζαντινές και υστεροβυζαντινές κυρίως φιλολογικές πηγές, οι οποίες προσφέρουν απλόχερα πλούσιο ιστορικό υλικό για τη σπουδαία αυτή μακεδονική πόλη. Από αυτές πληροφορούμαστε ότι ανακαινίσθηκε κατά το πρώτο έτος της βασιλείας (803 μ.Χ.) του αυτοκράτορα Νικηφόρου και ταυτοχρόνως επαυξήθηκε πληθυσμιακά. Με την ίδρυση του θέματος «Στρυμόνος» τον 9ο μ.Χ. αι., που είχε πρωτεύουσα τις Σέρρες, επήλθε και ο προβιβασμός της σε αρχιεπισκοπή, με πρώτο αρχιεπίσκοπο το Γεώργιο. Η γεωστρατηγική της θέση την κατέστησε μήλο της έριδας μεταξύ των Φράγκων, Βουλγάρων, Σέρβων και Τούρκων. Το 976 μ.Χ. μπροστά στις επάλξεις της σκοτώθηκε από ρίψη πέτρας ο Βούλγαρος βοεβόδας Μωυσής στην προσπάθεια του να την εκπορθήσει. Η απόπειρα επίσης του αδελφού του Σαμουήλ για υποδούλωση της πόλης το 980 μ.Χ. υπήρξε ανεπιτυχής. Από αυτήν πέρασε δύο τουλάχιστον φορές ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, ενισχύοντας την με οχυρώσεις και μετατρέποντας την σε ορμητήριο εναντίον των Βουλγάρων. Τότε πιθανόν η αρχιεπισκοπή των Σερρών υψώθηκε σε Μητρόπολη. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, ευρισκόμενη στον οδικό άξονα μεταξύ της Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης, η πόλη προμήθευσε αναγκαστικά με εφόδια τους στρατιώτες της Α’ Σταυροφορίας που κατασκήνωσαν σε αυτή το Φεβρουάριο του 1097 κάτω από τις διαταγές τον Βοημούνδου. Υποτάχθηκε αργότερα (Μάιος 1204) στο Φράγκο αυτοκράτορα Βαλδουίνο και στη συνέχεια (Οκτώβριος 1204) στον ηγεμόνα του βασιλείου της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο το Μομφερρατικό. Μετά το 1204 περιήλθε στη δικαιοδοσία τον Φραγκικού βασιλείου της Θράκης, μέχρι το καλοκαίρι τον 1206 μ.Χ., οπότε η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς και το φρούριό της κατεδαφίστηκε από το Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Α’ (Ιωαννίτση), τον επονομαζόμενο από τους Βυζαντινούς Σκυλογιάννη. Στα τέλη τον 1208 ο Βονιφάτιος την ανακατέλαβε, ώσπου παραδόθηκε στα χέρια τον Ενετού αυτοκράτορα Ερρίκου του Α’. Ο Θεόδωρος Δούκας Άγγελος Κομνηνός, εκδιώκοντας τη λατινική φρουρά, έγινε κύριος της πόλης (τέλη του 1221). Παρέμεινε στην κατοχή του μέχρι το 1230, οπότε και νικήθηκε από τον τσάρο Iβάν Β' Άσεν. Μετά το θάνατο του δωδεκάχρονου τσάρου Καλιμάν (1245) η πόλη περιήλθε στην εξουσία του αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ’ Δούκα Βατατζή για δεκαέξι χρόνια. Η περίμετρος της βυζαντινής οχύρωσης της πόλης (Ν. Νικολάου, Σκαπανείς της ιστοριογραφίας, Θεσσαλονίκη 1964, πιν.VI) Το 1261 μετατράπηκε σε τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ξαναβρήκε την ακμή της και έγινε πρωτεύουσα του θέματος «Σερρών και Στρυμόνος». Διοικητής της ορίστηκε ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος. Στα χρόνια των Παλαιολόγων γνώρισε ιδιαίτερη ευημερία. Στους μακρόχρονους δυναστικούς πολέμους που ακολούθησαν ανάμεσα στον παππού και εγγονό και αργότερα με το δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό οι Σέρρες, λόγω της επίκαιρης θέσης, τράβηξαν την προσοχή όλων. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1345 ο Σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν, εκμεταλλευόμενος τις εμφύλιες διαμάχες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων κατέλαβε την πόλη. Μετά το Θάνατο του Δουσάν το 1355 την εξουσία ανέλαβε προσωρινά ο γιος του Ούρεσης και το 1360 η κράλαινα Ελένη με σεβαστοκράτορα τον Ιωάννη Ούγκλεση. Η σερβοκρατία στις Σέρρες κράτησε μέχρι το 1371. Αρχιτεκτονικό απομεινάρι αυτής της κατοχής είναι ο γνωστός κεντρικός πύργος του Ορέστη στην κορυφή της Ακρόπολης. Μετά το θάνατο του Ούγκλεση και του αδελφού του το σερβικό κράτος των Σερρών διαλύθηκε. Η πόλη πέρασε για λίγο στην εξουσία του Δεσπότη της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, ώσπου στις 19 Σεπτεμβρίου 1383 κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Η κεραμοπλαστική περικεφαλαία και επιγραφή στη δυτική εξωτερική πλευρά του πύργου του Ορέστη: + Πύργος Στ(ε)φ(ά)νου Βασ(ιλέως) όν έκτησεν Ορέστης + ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ p Αρχή Η πόλη των Σερρών κατά την περίοδο αυτή ανήκε στο ομώνυμο σαντζάκι του βιλαετιού Θεσσαλονίκης και αποτέλεσε πρωτεύουσα του καζά. Υπήρξε αξιόλογο διοικητικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η γεωργική παραγωγή και τα κτηνοτροφικά της προϊόντα, καθώς και η σπουδαία γεωγραφική της θέση προσέφεραν στους κατοίκους οικονομική ευρωστία. Φημισμένα ήταν τα σερραϊκά εργαστήρια υφαντικής και χρυσοχοΐας. Η εβδομαδιαία υπαίθρια αγορά (παζάρι) την Τρίτη και το ετήσιο πανηγύρι (κερβάνι) διευκόλυναν τις εμπορικές συναλλαγές. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί και παραδουνάβιοι οίκοι είχαν ιδρύσει εδώ διάφορα εμπορικά υποκαταστήματα. Εγκατάσταση εβραϊκής κοινότητας μαρτυρείται από τις αρχές ακόμη του 16ου αιώνα. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της εμφανίζονται καλά οργανωμένοι στην τοπική κοινότητα και την Εκκλησία. Η δωδεκαμελής κοινοτική επιτροπή από εκπροσώπους των συντεχνιών εκλεγόταν από όλους τους Έλληνες στην καταγωγή πολίτες. Οι Οθωμανοί από τη δική τους πλευρά διέθεταν μία σχετικά ισχυρή και τοπικά κυρίαρχη τάξη προκρίτων (αγιάνηδων), που ήταν γαιοκτήμονες, φορομισθωτές και εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας. Την εποχή της παντοδυναμίας του φιλοπροόδου διοικητή της Ισμαήλ μπέη (1795-1813), οι Σέρρες αριθμούσαν 30.000 περίπου κατοίκους. Από αυτούς οι μισοί σχεδόν ήταν Τούρκοι. Οι Σερραίοι πήραν μέρος στο πρώτο επαναστατικό κίνημα κατά των Τούρκων, που εκδηλώθηκε αμέσως μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Η μύηση τους στη Φιλική Εταιρία πραγματοποιήθηκε από το Γιάννη Φαρμάκη. Πρώτος ασπάσθηκε τις αρχές της ο μητροπολίτης Χρύσανθος. Ακολούθησαν και άλλοι προύχοντες, ανάμεσα τους και ο αρχιστράτηγος των Μακεδονικών δυνάμεων Εμμανουήλ Παπάς (1772 - 1821), ο οποίος διέθεσε όλη του την περιουσία και θυσίασε την πολυμελή του οικογένεια για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Ο μαρμάρινος ανδριάντας ανδριάντας του Σερραίου αρχιστράτηγου των μακεδονικών δυνάμεων Εμμ. Παπά (1772-1821) στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στις Σέρρες υπήρχε έντονη πνευματική και εκπαιδευτική δραστηριότητα από το 17ο ακόμη αιώνα. Σημαντική και αξιόπιστη ελληνική πηγή για τον αιώνα αυτόν αποτελεί το «Χρονικό» του Παπασυναδινού. Το 1735 ιδρύθηκε ένα συγκροτημένο ελληνικό εκπαιδευτήριο που λειτούργησε μέχρι το 1780. Το 1834 ο μητροπολίτης Γρηγόριος Α’ Φουρτουνιάδης πρωτοστάτησε στην ίδρυση αλληλοδιδακτικού σχολείου. Το 1853 λειτούργησε για πρώτη φορά Παρθεναγωγείο. Η «Αθήνα του Βορρά», όπως χαρακτηρίστηκαν οι Σέρρες, ήταν η πρώτη υπόδουλη ελληνική πόλη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας που απέκτησε το έτος 1872 Διδασκαλείο αρρένων, με την υποστήριξη του Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Σερρών. Η διεύθυνση του ανατέθηκε στο Δημήτριο Μαρούλη. Κατά τους όψιμους χρόνους της τουρκοκρατίας οι κάτοικοι συντηρούσαν ημιγυμνάσιο - που εξελίχτηκε αργότερα (1884) σε πλήρες εξατάξιο Γυμνάσιο-, πλούσια Βιβλιοθήκη, εννεατάξιο Ανώτερο Παρθεναγωγείο (1880) (με την επωνυμία "Γρηγοριάς" από το 1892), εξατάξια Αστική Σχολή, τέσσερα Δημοτικά Σχολεία αρρένων και θηλέων αντιστοίχως και ένα κεντρικό Νηπιαγωγείο. Από πολύ νωρίς (1796) επίσης οι Σερραίοι ενδιαφέρθηκαν για την ίδρυση Κοινοτικού Νοσοκομείου, με ενέργειες του μητροπολίτη Κωνστάντιου. Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα οι Σέρρες αποτέλεσαν σπουδαίο κέντρο της αντιβουλγαρικής εξαρχικής προπαγάνδας. Σπουδαία στάθηκε η εθνική προσφορά του μουσικογυμναστικού Συλλόγου «Ορφέας» που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1905. Στην πόλη, με τη βοήθεια του ελληνικού Προξενείου, οργανώθηκε αρχικώς ο αμυντικός αγώνας και στη συνέχεια ο επιθετικός ενάντια στους ένοπλους βουλγαροκομιτατζήδες. Τα ανταρτικά σώματα από εγχώριους άνδρες και αρχηγούς ανέλαβαν αυτό το ρόλο, χύνοντας το αίμα τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μητρούση Γκογκαλάκη (ή Καπετάν Μητρούση), που οχυρωμένος στο καμπαναριό του ναού της Ευαγγελίστριας στη συνοικία Κάτω Καμενίκια, πολέμησε γενναία ολόκληρη την ημέρα (14 Ιουλίου 1907) εναντίον 3.000 Τούρκων στρατιωτών και θυσιάστηκε ηρωικά. Τμήμα της πυρίκαυστης ζώνης της πόλης, αμέσως μετά την υποχώρηση των Βουλγάρων το 1913. Με την κήρυξη του Βαλκανικού πολέμου και την ελληνοβουλγαροσερβική συνθήκη συμμαχίας το 1912 οι βόρειοι γείτονές μας άρπαξαν την ευκαιρία να καταλάβουν την πόλη. Μετά τη νίκη του ελληνικού στρατού, υποχωρώντας οι Βούλγαροι στις 28 Ιουνίου του 1913 παρέδωσαν την πόλη στην πυρά. Με τη νικηφόρο είσοδο των ελληνικών απελευθερωτικών στρατευμάτων στις 29 Ιουνίου του 1913 η μαρτυρική πόλη, μετά από 530 χρόνια πικρής σκλαβιάς, έβλεπε το φως της ελευθερίας. Η αναγέννηση της πολυτάραχης ζωής της πολιτείας μέσα από τις στάχτες προβλεπόταν δύσκολη. Οι κάτοικοι της είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλα δεινά, μέχρι την αποκατάσταση της πλήρους ηρεμίας Πέτρος Κ. Σαμσάρης