Σερραϊκό Αποθετήριο

Αποθετήριο: Εικόνα
Η βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες κατά την περίοδο ΄41 – '44

Αποθετήριο: Είδος Αποθετηρίου

Η βουλγαρική κατοχή στις Σέρρες κατά την περίοδο ΄41 – '44

Αποθετήριο: Υπότιτλος
3ο Γυμνάσιο ΣερρώνΤμήμα Γ3 Σχολικό έτος 2006-2007

Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΣΕΡΡΕΣ

1941-1944 Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σερραίοι πήραν μέρος εκτός από τις μάχες στα αλβανικά βουνά και στη μάχη των οχυρών του Ρούπελ. Χάρη σε αυτή τη μάχη ο Χίτλερ καθυστέρησε για μία εβδομάδα, παρά τον αριθμό τον στρατευμάτων του. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, οι στρατιώτες του Ρούπελ παρέδωσαν το οχυρό στους Γερμανούς. Στις 9 Απριλίου 1941 έφτασε το πρώτο γερμανικό στράτευμα στην πόλη των Σερρών ως επιβεβαίωση της κατάληψης της πόλης. Δόθηκε διαταγή στο δήμαρχο της πόλης Παπαδόπουλο να εγκαταλείψει τη Δημαρχία και εγκαταστάθηκε σ’ αυτή ένας γερμανόφιλος. Στις 23 Απριλίου 1941 τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην πόλη των Σερρών. Στις 5 Μαΐου τοιχοκολλούνταν στα κύρια σημεία των σερραϊκών δρόμων και με αριθμό πρωτοκόλλου 3125 η τελευταία ελληνική ανακοίνωση γραμμένη με γραφομηχανή: «Φέρομεν εις γνώσιν των κατοίκων της πόλεως Σερρών ότι από σήμερον η εξουσία Σερρών παρεδόθη εις τα Βουλγαρικά στρατεύματα. Υπό την νέαν εξουσίαν και διοίκησιν είμεθα πεπεισμένοι ότι θα συνεχισθή η αυτή νομιμοφροσύνη του πληθυσμού και ότι η συμβίωσίς μας μετά των γειτόνων μας θα είναι αδελφική. Επί τη ευκαιρία ταύτη συνιστώμεν απόλυτον πειθαρχίαν εις τας αποφάσεις της Γερμανίας και της Γερμανικής Διοικήσεως δεδομένου ότι αι τύχαι της Ελλάδος εξαρτώνται εκ της Μεγάλης Γερμανίας». Ο Δήμαρχος Γ. Γεωργιάδης. Ο στρατιωτικός διοικητής των Σερραίων εγκατέλειψε τη θέση του, την οποία πήρε ένας επίσης γερμανόφιλος. Οι Γερμανοί την πρώτη μέρα της παραμονής τους, έδειξαν κόσμια συμπεριφορά, όμως αργότερα έδειξαν το αληθινό τους πρόσωπο. Τις μέρες που ακολούθησαν, οι Σερραίοι πολίτες διάβασαν την ακόλουθη ανακοίνωση: «Έλληνες, Ημείς οι Γερμανοί στρατιώται ερχόμεθα όχι ως εχθροί σας. Κανένας άλλος λαός δεν αγαπά και δε θαυμάζει τόσον την ιστορία σας και τον πολιτισμό σας, όσον ο γερμανικός. Ημείς τιμώμεν και σεβόμεθα τον ηρωισμό σας. Αι συμπάθειές προς σας είναι πάντα αι ίδιαι ως τότε, ότε προ πλέον από 100 χρόνων γερμανικά τάγματα εις τη σειρά των αγωνιστών της ελευθερίας σας επολέμησαν και ένας γερμανός βασιλόπαις, ο υπό σας εκλεχθείς νέος βασιλεύς των Ελλήνων Όθων, ίδρυσεν την κρατικήν βάσιν της ελευθερωθείσης χώρας σας. Όχι ως εχθροί ερχόμεθα ημείς, Έλληνες, αλλά δια να κατανικώμεν την Αγγλίαν, η οποία σας παρεκίνησεν εις αυτόν τον παράλογον πόλεμον κατά ημών, αναγκάζοντας σας να παραχωρήσετε εις αυτήν στρατιωτικά στηρίγματα. Όταν η δύναμις της Αγγλίας θα είναι αφανισμένη, τότε κι εσείς θα είσθε ένας ελεύθερος, ευτυχής λαός εις μίαν ελευθέραν, ευτυχή, Ευρώπην.» Στις 22 Απριλίου 1941 ο βουλγαρικός στρατός πέρασε τη συνοριακή γέφυρα της Κούλας και την ίδια μέρα έφτασε στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί οι Βούλγαροι στρατιώτες ξεκίνησαν τις πρώτες καταστροφές αρχίζοντας από το τηλεγραφείο όπου έκοψαν τηλεφωνικά και τηλεγραφικά σύρματα, λεηλάτησαν γραφεία και χρηματοκιβώτια, και κατέστρεψαν όλα τα αρχεία. Τέλος ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε το μητροπολίτη Βασίλειο να αναχωρήσει για Θεσσαλονίκη.

Ο Διοικητής του στρατού κατοχής των Νομών Σερρών και Δράμας, ειδοποιούσε με ειδική διαταγή τους κατοίκους όλων των περιοχών «προς γνώσιν και συμμόρφωσίν» τους για τα παρακάτω: «Αριθ. Διαταγής 7/3755 Συμφώνως της ως άνω διαταγής της 3 τρέχοντος του μηνός 1941 του Διοικητού των Βουλγαρικών Στρατιωτικών Αρχών Κατοχής Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης από σήμερον 5 Μαΐου 1941 εγκαθίσταται ολοκλήρως η Βουλγαρική και Πολιτική κατοχή άνωθεν της Γραμμής Δοξάτου, ποταμός Αγγίτης, Σταθμός Αγγίστης (έκτος), Τσιφλίκ, Μπάνιτσα, χωρίον Κεφαλάρι, χωρίον Κωνσταντινιά και χωρλιον Κρώμνη. Η ίδια Διοίκησις έρχεται επ΄ ονόματι του ιστορικού δικαίου της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της τάξεως όλων των κατοίκων της περιφερείας ταύτης. Φωτεινόν μέλλον αναμένει όλους τους κατοίκους της ισχυράς και ηνωμένης Βουλγαρίας. Καλώ τους κατοίκους της κατεχομένης ζώνης να είναι εις γνώσιν και ολοκλήρως να συμμορφωθούν εις τας κάτωθι διατάξεις: Από σήμερον αι Πολιτικαί και διοικητικαί αρχαί αναλαμβάνουν τα καθήκοντά των. Από σήμερον η επίσημος ομιλουμένη και γραφομένη γλώσσα εις όλας τας Δημοσίας υπηρεσίας και παντού θα είναι η Βουλγαρική. Όλοι οι κάτοικοι υποχρεούνται αμέσως να επανέλθουν εις τας εστίας των όπου κατοικούσαν και να αναλάβουν ησύχως τας εργασίας των και τας ασχολίας των. Εις τους μετακινούμενους θα χορηγείται η δέουσα άδεια από τα στρατιωτικά Φρουραρχεία των πόλεων Δράμας, Σερρών, Ζηλιαχόβης, Δεμίρ Χισσάρ και Ζυρνόβου. Μέχρι της 8 ε.ε. και δωδεκάτης ώρας όλοι οι κάτοικοι υποχρεούνται να παραδώσωσι τα υπ΄ αυτών κατεχόμενα όπλα, στρατιωτικά είδη, στρατιωτικάς ενδυμασίας και όλα εν γένει τα στρατιωτικά είδη εις τους Στρατώνας ένθα υπάρχουν βουλγαρικά στρατεύματα και Στρατιωτικά Φρουραρχεία. Τα κυνηγετικά όπλα πρέπει να παραδοθούν μέχρι της ίδιας ημερομηνίας μέσω των Δημάρχων εις τα Φρουραρχεία, λαμβανομένων υπό σημείωσιν του ονόματος του επαγγέλματος και κατοικίας του κατόχου. Μετά την λήξιν της άνω προθεσμίας εν περιπτώσει καθ΄ ην τυχόν βρεθούν όπλα, είτε στρατιωτικά είδη κ.τ.λ οι παραβάται θα τιμωρούνται αυστηρότατα. Από την διαγωγήν, πειθαρχίαν, φρόνησιν των κατοίκων θέλη εξαρτηθή ο κανονικός ρυθμός της ζωής. Εκ της στάσεώς των κατοίκων εξαρτάται και η συμπεριφορά των Βουλγαρικών Στρατευμάτων εις τα οποία ανετέθη η φύλαξις της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των, Όλαι αι διαταγαί του Βουλγαρικού Φρουραρχείου πρέπει να εκτελώνται αμέσως και άνευ ουδεμίας αντιρρήσεως. Ο Βουλγαρικός Στρατός θα λυπηθή εις περίπτωσιν καθ΄ ην θέλει συναντήση αντίδρασιν εκ μέρους μερικών προσώπων οπότε θα αναγκασθή να λάβη αυστηρά μέτρα έναντι των κατοίκων. Βιαιοπραγίαι και σαμποτάζ τιμωρούνται αυστηρότατα. Ως σαμποτάζ νοείται η καταστροφή και η φθορά των γεωργ .προϊόντων και σπαρτών, η καταστροφή πετρελαιοκινήτων, υδροκινήτων, ηλεκτρικών και άλλων μηχανικών εγκαταστάσεων. Σιδηροδρομικών, Τηλεγραφικών και Τηλεφωνικών εγκαταστάσεων και η καταστροφή των διαταγών. Όλοι οι Επαγγελματικοί και βιοτεχνικοί οίκοι, Τράπεζαι και αποθήκαι θα παραμείνουν ανοικτά διά το συμφέρον του Λαού ίνα μη παρακωλύεται ο ρυθμός της ζωής εις την κατεχομένην περιφέρειαν και διατροφήν του Λαού. Το Γερμανικόν, Βουλγαρικόν και εγχώριον νόμισμα εξακολουθεί να ισχύη υποχρεωτικώς εις τας συναλλαγάς, η τιμή είναι 100 δραχμάς 2 μάρκα ήτοι 65 λέβα. Οι Βούλγαροι στρατιώται και οι υπήκοοι θα πληρώνουν τα εμπορεύματά των και τας παραγγελίας των διά τας εργασίας των τοις μετρητοίς. Έκαστος κάτοικος όστις ήθελε προβεί εις την κατεχομένη. ζώνην εις βιαιοπραγίας ή σαμποτάζ εναντίον του βουλγαρικού Στρατού ή εις Δημόσια καταστήματα και Γραφεία καταδικάζεται σε θάνατον. Όστις διακόπτει τας εργασίας του με την πρόθεσιν να επισύρη ζημίας εις την Στρατιωτικήν Κατοχήν και όστις καταδιώκει τους εργάτας ή προτρέπει τους άλλους να παύσουν την εργασίαν των τιμωρείται. Συγκεντρώσεις εις τας οδούς, όσοι εκδίδουν προκηρύξεις προς διανομήν, συγκεντρώσεις εις κλειστόν χώρον και παρελάσεις και όσοι λαμβάνουν μέρος εις αυτάς απαγορεύονται αυστηρώς και τιμωρούνται. Εχθρικαί εκδηλώσεις έναντι της Βουλγαρίας διαφόρου είδους, αίτινες επιφέρωσι την εχθροπάθειαν και το μίσος απαγορεύονται αυστηρώς. Όστις δημοσιεύει εις εφημερίδας ή περιοδικά ειδήσεις κακοβούλους κατά της Βουλγαρίας ή εκ ξένων πηγών μεταδίδει, αι οποίαι είναι απηγορευμέναι από τας Βουλγαρικάς κατοχικάς Αρχάς, τιμωρείται. Όστις μεταδίδει ραδιοφωνικώς ή άλλως πως εχθρικάς ειδλησεις διά το Βουλγαρικόν Κράτος τιμωρείται αυστηρώς. Όστις λεηλατεί στρατιωτικά και κρατικά είδη ως και ιδιωτικά τιμωρείται αυστηρώς. Τα καπνά εις την κατεχομένην ζώνην είναι εις την διάθεσιν του Γενικού Γερμανικού Φρουραρχείου. Η καθορισμένη ώρα κυκλοφορίας των πόλεων και χωριών εις την κατεχόμενη περιφέρειαν είναι μέχρι της 21. Μετά την παρέλευσιν της ώρας ταύτης ουδείς δύναται να περιφέρεται. Οι μη συμμορφούμενοι θα τιμωρούνται δια των όπλων. Όλα τα διαταχθέντα υπό του Γερμανικού Φρουραρχείου μέτρα συσκοτίσεως των φώτων παραμένουν εν ισχύ. Οι μη συμμορφούμενοι θα τιμωρούνται. ΜΑΝΤΣΟΥΚΩΦ Συνταγματάρχης -Διοικητής του Στρατού Κατοχής του νομού Δράμας, Σερρών. Mέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους δεν εκδηλώθηκε καμία αντιστασιακή ενέργεια από την πλευρά των Σερραίων. Επίσης ήταν γνωστό ότι σε δύο σημεία του ποταμού Στρυμόνα λειτουργούσε σύστημα διαφυγής προς τον γερμανικό τομέα . Παρόλ’ αυτά σημειώθηκαν επεισόδια σε βάρος των Σερραίων, τα οποία όμως ο Βούλγαρος δήμαρχος Ποπώφ τα αποδοκίμασε και επέβαλε κυρώσεις στους Βούλγαρους υπεύθυνους, όπως επίσης ο φρούραρχος Ήλιεφ και ο διοικητής της αστυνομίας Εμίλ Αγγέλωφ. Σύντομα οι περιορισμοί, οι εκβιασμοί, οι αρπαγές και γενικά η βουλγαρική θηριωδία εκδηλώθηκαν ανοιχτά. Όπως σε όλη τη βουλγαροκρατούμενη ανατολική Μακεδονία και Θράκη, έτσι και στις Σέρρες, οι Βούλγαροι έθεσαν ως προτεραιότητά τους την αλλοίωση της σύνθεσης του πληθυσμού. Σκοπός τους να καταδείξουν αργότερα, στον καιρό της ειρήνης που θα ερχόταν σύντομα ότι τα ελληνικά εδάφη ήταν βουλγαρικά και πως σε αυτά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειονότητα ενώ οι Έλληνες τη μειονότητα. Έτσι οι Βούλγαροι επέκτειναν στην κατεχόμενη πλέον απ’ αυτούς περιοχή όλους τους διοικητικούς κλάδους του κράτους, μετά από την αποχώρηση των Γερμανών στις 23 Απριλίου του 1941. .Πρόθεσή τους ήταν η προσάρτηση και όχι η κατοχή προς ικανοποίηση πρόσκαιρων πολεμικών αναγκών. όπως έγινε στην υπόλοιπη Ελλάδα από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς . Γι’αυτό σε βάρος του πληθυσμού της πόλεως, προέβησαν στις ακόλουθες ενέργειες : Επέβαλλαν την οικειοθελή αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού προς την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα με μόνη περιουσία ένα μικρό δέμα ρούχων και 300 λέβα, τους υποχρέωσαν μάλιστα να υπογράψουν και σχετική δήλωση. Κάποιοι Σερραίοι κυρίως πλούσιοι έφυγαν ενώ οι περισσότεροι παρέμειναν στην πόλη. • Υποχρέωσαν το κλείσιμο και του τελευταίου ελληνικού σχολείου και τον εκτοπισμό των δασκάλων και καθηγητών. Όμως συνέχισαν με την καταστροφή των ελληνικών βιβλίων και επέβαλλαν από τη Σόφια τη μεταφορά μαθητών γυμνασίου και καθηγητών για την παρουσίαση της παιδείας εκ παραδόσεως βουλγαρική. Το Νοέμβριο του 1941 ιδρύθηκαν και τα αναγνωστήρια «Ντίμτσο Ντεμπελιάνοφ». • Εξέδωσαν με διευθυντή το βούλγαρο αρχικομιτατζή Μιχαήλ Ντουμπαλάκωφ, την εφημερίδα «ΜΠΑΛΓΚΑΡΣΚΙ ΓΙΟΥΓΚ» (βουλγαρικός νότος ). • Υποχρέωσαν τις δημοτικές και κοινοτικές αρχές να χτίσουν κατοικίες για τον εποικισμό των βουλγάρων. • Περιόρισαν το δικαίωμα εργασίας και όσοι ήθελαν να το αποκτήσουν έπρεπε να εγγραφούν Βούλγαροι υπήκοοι. Η πείνα, οι λεηλασίες, η μαύρη αγορά και η οικονομική αδυναμία οδήγησαν κάποιους από τους Σερραίους να βουλγαρογραφούν. • Από τις πρώτες μέρες της βουλγαρικής κατοχής με διαταγή των βουλγαρικών αρχών, απαγορεύεται στους Έλληνες γιατρούς να ασκούν το λειτούργημά τους επειδή, σύμφωνα με απόφαση του Ιατρικού Συλλόγου Σόφιας, δεν πληρούσαν τα προσόντα που προέβλεπε η περί ιατρών βουλγαρική νομοθεσία. Αρχικά μετά από την επέμβαση του Βουλγάρου δημάρχου Ποπώφ, επιτράπηκε στους Έλληνες γιατρούς να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Αργότερα όμως μετά από έντονη διαμαρτυρία των Βουλγάρων γιατρών που είχαν κατακλύσει την πόλη απαγορεύτηκε τελικά στους Έλληνες γιατρούς η άσκηση του επαγγέλματός τους. • Απαγορεύτηκε η άσκηση κάθε ελεύθερου επαγγέλματος στους Έλληνες εάν προηγουμένως δεν απαρνούνταν την ελληνική καταγωγή και υπηκοότητα και δεν αποδέχονταν τη βουλγαρική ταυτότητα. Όσοι την αποδέχονταν εξομοιώνονταν με Βούλγαρους πολίτες και ευνοούνταν από τις βουλγαρικές αρχές. • Δάσκαλοι, καθηγητές και ιερείς πέρασαν στο περιθώριο ενώ η θεία λειτουργία και τα υπόλοιπα θεία μυστήρια ιερουργούνταν στη βουλγαρική γλώσσα από Βούλγαρους ιερείς. • Οι βουλγαρικές αρχές μετέβαλαν την όψη της πόλης από ελληνική σε βουλγαρική. Υπηρεσίες, οδοί, πινακίδες πληροφοριακές, πινακίδες καταστημάτων, ακόμη και οι επιγραφές των τάφων μετατράπηκαν από την ελληνική στη βουλγαρική γλώσσα. • Ανατέθηκε η αγροτική ασφάλεια αποκλειστικά σε Βουλγάρους προερχόμενους από τη Βουλγαρία. • Οι βουλγαρικές αρχές εισήγαγαν τη βουλγαρική γλώσσα στα δικαστήρια, στις εκκλησίες, στα σχολεία και γενικά σε κάθε μορφή της δημόσιας ζωής αλλά και της ιδιωτικής. • Οι εκδιωκόμενοι Έλληνες υποχρεώθηκαν δια της βίας να παραδώσουν στις βουλγαρικές αρχές, κατά την αποχώρησή τους, έγγραφη δήλωση ότι αναχωρούν οικιοθελώς, ότι παραιτούνται από το δικαίωμα επανεγκατάστασης και ότι χαρίζουν στο βουλγαρικό κράτος την ιδιοκτησία τους. • Οι βουλγαρικές αρχές αξίωσαν από το μητροπολίτη Κωνσταντίνο να μνημονεύει κατά τις τελετές τη σύνοδο της Σόφιας. Επιβλήθηκε μάλιστα και ένα είδος κεφαλικού φόρου σε όλους τους Σερραίους από ηλικία 15 ετών και άνω ενώ παράλληλα τα αγόρια από ηλικία 13 ετών και άνω υποχρεώθηκαν να καθαρίζουν την πόλη. Διατάχτηκαν όλοι οι εγκατασταθέντες παλαιοελλαδίτες στην πόλη από το έτος 1913 και εδώ να εγκαταλείψουν την πόλη μέχρι και την 24η Ιουνίου 1941 όπως και έγινε. Οι αρχές κατάρτησαν επίσης κατάλογο με όλους τους μετά το 1922 εγκατασταθέντες πρόσφυγες του Πόντου, της Θράκης και Μ. Ασίας με σκοπό την εκδίωξή τους. Στα φυλάκια του ποταμού Στρυμόνα, οι διερχόμενοι Έλληνες υπέστησαν εξονυχιστικό έλεγχο και τους αφαιρέθηκαν τιμαλφή, χρήματα και εμπορεύματα. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1941, παρατηρήθηκαν μέσα στην πόλη κάποιες περίεργες κινήσεις και ασυνήθιστη νευρικότητα. Κλήθηκαν στο διοικητήριο όπου σήμερα στεγάζεται η Νομαρχία Σερρών, Βούλγαροι και κομιτατζήδες για ενημέρωση και δράση. Επίσης στη λεωφόρο Μεραρχίας η οποία τότε είχε μετονομαστεί σε λεωφόρο Βόριδος του Α΄, ο Βούλγαρος νομάρχης συναντήθηκε με σημαντικούς Βούλγαρους πολίτες και τους είπε εμμέσως το σκοπό του. Οι περιπολίες πύκνωναν και οι κομιτατζήδες κυκλοφορούσαν οπλισμένοι. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, με άκρα μυστικότητα όλες οι βουλγαρικές οικογένειες εξοπλίζονται. Κάποιοι από τους Βουλγάρους που ανέπτυξαν φιλίες με Έλληνες πολίτες, τους ειδοποιούσαν εμμέσως να φύγουν για να αποφύγουν τα επακόλουθα. Από το μεσημέρι της ίδιας μέρας η χωροφυλακή με βοήθεια των κομιτατζήδων και κάποιων εξοπλισμένων Βουλγάρων που σχημάτισαν πολιτοφυλακή αναχώρησε για τη Δράμα. Κάποια στιγμή βόμβος βουλγαρικού αεροπλάνου ανησύχησε τους πολίτες ρίχνοντας φακέλους για τις βουλγαρικές αρχές. Το απόγευμα της ίδιας μέρας όλοι οι κάτοικοι της πόλης κλήθηκαν να παραμείνουν στα σπίτια τους με μόνη κίνηση στους δρόμους τους οπλισμένους Βουλγάρους που πυροβολούσαν άσκοπα. Τη νύχτα της 29ης προς 30η Σεπτεμβρίου 1941 διεξάγονται εξονυχιστικοί έλεγχοι σ’ όλη την πόλη και ρίπτονται πυροβολισμοί. Την επόμενη μέρα η πόλη επιστρέφει στη συνηθισμένη της κίνηση. Όμως στρατός, αστυνομία και κομιτατζήδες προβαίνουν σε συλλήψεις. Συνολικά 800 Σερραίοι συνελήφθησαν οι οποίοι υπέστησαν εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, βασανιστήρια και αφαίρεση προσωπικών αντικειμένων και χρηματικών ποσών και τέλος οδηγήθηκαν στους στάβλους του ιππικού. Εκεί συνεχίστηκαν τα βασανιστήρια ενώ οι συνθήκες κράτησης ήταν άθλιες. 18 επώνυμοι την επόμενη μέρα μετά από ξυλοκόπημα μεταφέρθηκαν στα κρατητήρια της αστυνομίας. Εκεί τους εξήγησαν το λόγο της κράτησής τους, ο οποίος ήταν αντιστασιακές ενέργειες εναντίον των Βουλγάρων. Στη συνέχεια υπέγραψαν σχετική δήλωση για ανάληψη της ευθύνης και αφέθηκαν ελεύθεροι. Το απόγευμα της Τετάρτης 1 Οκτωβρίου 1941 και ενώ συνεχίζονταν οι συλλήψεις, φημολογήθηκε ότι οι κρατούμενοι θα οδηγούνταν σε στρατόπεδα εργασίας στη Βουλγαρία. Η φήμη αυτή όμως διαψεύστηκε. Οι Σερραίοι έστειλαν επιτροπή στο διοικητή της αστυνομίας Αγγέλωφ για διαμαρτυρία για τα βασανιστήρια των κρατουμένων όπου και καθησυχάστηκαν. Εντωμεταξύ στο στάβλο όπου βρίσκονταν οι κρατούμενοι οι συνθήκες ήταν άθλιες ιδιαίτερα τις τρεις πρώτες μέρες ενώ από την Τέταρτη και μετά τους δόθηκε η ευκαιρία να προμηθευτούν τρόφιμα αγοράζοντάς τα από τους σκοπούς. Την έκτη μέρα τους επιτράπηκε η επαφή με τους συγγενείς τους. Η κράτηση για κάποιους διήρκεσε μέχρι και δύο μήνες μέχρι την απελευθέρωσή τους. Αποτέλεσμα των βασανιστηρίων ήταν και ο θάνατος πολλών κρατουμένων. Μετά από αυτά τα γεγονότα επιβλήθηκαν στους Έλληνες βαρύτατοι φόροι και τους απαγορεύτηκε να προμηθεύονται τρόφιμα από τα βουλγαρικά πρατήρια με κουπόνια. Και ενώ γίνονταν αυτά, ο δήμαρχος Ποπώφ εξαιτίας των παρεμβάσεων του που έδειχναν υποστήριξη προς τους Σερραίους γρήγορα αντικαταστάθηκε και οδηγήθηκε ενώπιον του στρατοδικείου με την κατηγορία του φιλελληνισμού. Παρόλ’ αυτά ως πολιτικός ο Ποπώφ ήταν φυσικό να έχει σχέδια περί συμφιλιώσεως με τους Έλληνες χωρίς να είναι φιλέλληνας. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τα επόμενα τρία χρόνια, μέχρι δηλαδή το τέλος της βουλγαρικής κατοχής στην πόλη των Σερρών χαρακτηρίζονταν από συλλήψεις, βασανιστήρια, άγριους ξυλοδαρμούς και κάποιες εκτελέσεις αθώων πολιτών. Την τελευταία χρονιά της βουλγαρικής κατοχής αναπτύχθηκε και ένα κομουνιστικό κόμμα από την πλευρά των Βουλγάρων, ενώ παράλληλα οι Βούλγαροι κομουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στις 9 Σεπτεμβρίου 1944. Ρέκβιεμ για τους Εβραίους των Σερρών. 

Καλοκαίρι 1941

Το καλοκαίρι του 1941 τα οικονομικά μέτρα, που ίσχυαν στη Βουλγαρία για τους Βουλγάρους Εβραίους τίθενται σε ισχύ και για τους Εβραίους των «νέων εδαφών». Μετά δε την συνδιάσκεψη του Wannsee (27-1-1942), στην οποία αποφασίστηκε η τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος, ο κλοιός περισφίγγει την εβραϊκή κοινότητα των Σερρών ακόμη περισσότερο. Το κίτρινο αστέρι στο στήθος και η ξεχωριστή κίτρινη ταυτότητα, δηλωτικά της εβραϊκής καταγωγής, επιβάλλονται και στους Εβραίους της πόλεως, αφού πριν επιβλήθηκε γενική καταγραφή τους με προσωπική παρουσίαση και κατάθεση προσφάτου φωτογραφίας. Τον Ιανουάριο του 1943, ο Θήοντορ Ντάννεκερ, επικεφαλής των ομάδων θυέλλης, ειδικός απεσταλμένος του Άντολφ Άιχμαν επισκέπτεται τη Σόφια. Η βουλγαρική κυβέρνηση του ζήτησε να της παράσχει την εμπειρία του ως ειδικού επί του εβραϊκού ζητήματος. Στις 2 Φεβρουαρίου 1943, Ντάννεκερ και Γκαμπρόφσκι συμφωνούν ο εκτοπισμός των Εβραίων να αρχίσει από τους Εβραίους της Διοικήσεως του Αιγαίου και των Διοικήσεων των Σκοπίων, Μοναστηρίου και Πιρότ. Στις 12 Φεβρουαρίου 1943 το βουλγαρικό Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχεται πλήρως τις εισηγήσεις του Βουλγάρου Επιτρόπου Εβραϊκών υποθέσεων Αλεξάντερ Μπέλεφ για τον εκτοπισμό των Εβραίων. Στις 22 Φεβρουαρίου οι Ντάννεκερ και Μπέλεφ υπογράφουν επισήμως τη συμφωνία για τον εκτοπισμό των Εβραίων στις ανατολικές γερμανικές χώρες. Τη νύχτα της 3ης προς το ξημέρωμα της 4ης Μαρτίου 1943, οι βουλγαρικές αρχές της πόλης των Σερρών θα συνεργήσουν σε ένα άλλο έγκλημα γενοκτονίας κατά εντολή των πατρόνων τους Γερμανών, αυτή τη φορά. Στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν στο να εξαλειφθούν από προσώπου γης οι Εβραίοι, θα τους φορέσουν αρχικά το κίτρινο άστρο στο πέτο και στη συνέχεια θα τους στείλουν στο «άγνωστο». Οι Εβραίοι των Σερρών είναι μια δυναμική κοινότητα που στα χρόνια της κατοχής αριθμεί 596 άτομα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 3ης προς το ξημέρωμα της 4ης Μαρτίου του 1943, σε όλες τις εβραϊκές συνοικίες θα ξετυλιχτούν σκηνές φρίκης και πόνου. Στις Σέρρες το βράδυ είναι παγερό και άγριο. «Η κυβέρνηση για την ασφάλειά σας διέταξε τη μεταφορά σας, προσωρινά, στο εσωτερικό της χώρας». Οι Εβραίοι των Σερρών που πιάστηκαν εκείνη τη νύχτα ήταν 476. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και 19 από τη Ν. Ζίχνη, δηλαδή το σύνολο 495 άτομα ή 116 οικογένειες. Το πρωί της 4ης Μαρτίου 1943, η κυβέρνηση βρίσκει τους Εβραίους μαντρωμένους στην καπναποθήκη Μαρούλη, η οποία είχε ετοιμαστεί ως προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στις 7 Μαρτίου με το τρένο που ήρθε από τη Δράμα, στο οποίο είχαν φορτωθεί και οι Εβραίοι της Καβάλας, έφτασαν στο Σιδηρόκαστρο και από εκεί με τα πόδια στο Πετρίτσι. Και την ώρα που ολοκληρώνεται ο συστηματικός εκτοπισμός των Εβραίων η αρμενική μειονότητα διεκδίκησε τη θέση των εκτοπισθέντων Εβραίων στον τομέα του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Άλλωστε, από την πρώτη μέρα της κατοχής, είχαν αποδειχτεί οι Αρμένιοι φίλοι και άριστοι συνεργάτες των Βουλγάρων και διά τούτου απολάμβαναν προνομίων και πλήρους ελευθερίας. Η κινητή και η ακίνητη περιουσία των Εβραίων, τις επόμενες του εκτοπισμού μέρες, αποτέλεσαν αντικείμενα διαρπαγής Βουλγάρων, Αρμενίων και λίγων συνεργαζομένων Ελλήνων. Τα είδη νοικοκυριού και τα χωρίς ιδιαίτερη αξία αντικείμενα πωλούνται σε πλειστηριασμούς κάτω από εξευτελιστικές συνθήκες. Τις επόμενες μέρες οι Εβραίοι της πόλεως και της Ν. Ζίχνης μεταφέρονται σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μπλαγκόεβγκραντ και από εκεί, στις 18 και 19 Μαρτίου, στο Λομ. Εκεί τους καθησυχάζουν λέγοντάς τους ότι πρόκειται να τους μεταφέρουν στην Παλαιστίνη από λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Η αξιοπρεπής συμπεριφορά των Βουλγάρων και το προηγμένο συσσίτιο πείθει τους Εβραίους προς τούτο. Γι΄ αυτό και υποδεικνύουν μια τέλεια υποταγή και παραίτηση. Στις 20-21 Μαρτίου 1943 αντί για την Παλαιστίνη διά πλοιαρίων μέσω του ποταμού Δουνάβεως, μεταφέρονται στο Κάτοβιτς της Πολωνίας. Κάτω από την επίβλεψη του Ντάννεκερ, η κορύφωση του δράματος σε λίγες μέρες είναι γεγονός. Από το Κάτοβιτς στην Τρεμπλίνκα, όπου και εξολοθρεύονται άπαντες. 1944: Τέλος Βουλγαρικής κατοχής, αποχώρηση βουλγαρικών στρατευμάτων Τα χρόνια της κατοχής στις Σέρρες υπήρξαν σκληρά κι ανελέητα για τη ζωή των ανθρώπων. Η πείνα, ο κίνδυνος, ο εξευτελισμός και ο θάνατος κυριάρχησαν σε καθημερινή βάση, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Ο υπέρτατος φόβος κλόνισε τις καρδιές των ανθρώπων και τα παιδιά είδαν τα λιγνά κορμιά τους να ψηλώνουν και να ωριμάζουν μέσα σε λίγες νύχτες. Ο χαρακτήρας της βουλγαρικής κατοχής ήταν απάνθρωπος και ασφυκτικός. Από τις πηγές αναφέρονται πολλές περιπτώσεις Σερραίων κατοίκων που έχασαν τη ζωή τους λόγω απαγχονισμού ή ανηλεούς ξυλοδαρμού από τους Βουλγάρους από το Μάρτιο ως τον Οκτώβριο του 1944. Τα ονόματα τους είναι Σταύρος Παυλικιάνης (21 ετών), Σάββας Σαββίδης(40 ετών), Λάζαρος Δαμιανίδης (44 ετών) Ιωάννης Τσόγκας(46 ετών) και άλλοι πολλοί. Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες βρήκαν τη δύναμη και αντέδρασαν και τα βουνά γέμισαν αντάρτες. Στα μέσα του 1943 και στις αρχές του 1944 οι διάσπαρτες ένοπλες αντιστασιακές ομάδες συγκροτούνται σε οργανώσεις. Έτσι δημιουργούνται στο Μενοίκιο όρος και το Λαιλιά τα πρώτα τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ. Άλλες ομάδες που έδρασαν ήταν στο Παγγαίο με τον Πόντιο οπλαρχηγό Τσακιρίδη, στο Φαλακρό με την ομάδα του Παντελή Παπαδάκη, στο δάσος του Κοτζά-Ορμάν που αποτέλεσε το καταφύγιο για πολλούς Έλληνες που καταδιώκονταν από τους Βουλγάρους και στο δάσος της Ελατιάς (Καρά-Ντερέ). Επίσης στα Όρη της Λεκάνης(Τσαλ-Ντάγ) σχημάτισε ανταρτική ομάδα ο Αντώνης Φωστερίδης γνωστός ως Αντών-Τσαούς που στο πλάι του αγωνίστηκαν πολλοί Σερραίοι. Ο πόνος, οι νεκροί και η δυστυχία θα είναι πια μόνο άσχημες μνήμες και οι άνθρωποι θα αρχίσουν να ονειρεύονται την πολυπόθητη ελευθερία. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944 κυβέρνηση στη Σόφια θα σχηματίσει ο Μουράβιεφ. Η κυβέρνηση αυτή θα αποτελείται από πρόσωπα που είχαν ταχθεί κατά τις συμμετοχής της Βουλγαρίας στον πόλεμο και γενικά ο χαρακτήρας τους θα είναι ρωσόφιλος. Με την εισβολή του σοβιετικού στρατού στη Βουλγαρία σηματοδοτείται ουσιαστικά και το τέλος της αντίστασης στην κατεχόμενη Αν. Μακεδονία που ανήκουν και οι Σέρρες. Έτσι, η Βουλγαρία περνάει στις συμμαχικές χώρες. Οι Βούλγαροι στρατιώτες θα κάνουν την εμφάνισή τους στους δρόμους των Σερρών με κόκκινα περιβραχιόνια. Στο μεταξύ η κατάσταση θα εξελίσσεται συνεχώς, οι πληροφορίες για την πορεία του πολέμου θα διαδέχεται η μία την άλλη και η ελπίδα για ελευθερία θα μεγαλώνει. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου εκτός από την προσωπική του συνάντηση με τον Τσώρτσιλ στη Ρώμη, στις 21 Αυγούστου του 1944, στη διάρκεια της οποίας θα μιλήσει στον Άγγλο πρωθυπουργό, θα τηλεγραφήσει στην ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο να κάνει σχετικό διάβημα στην αγγλική κυβέρνηση για εκκένωση των ελληνικών εδαφών από τους Βουλγάρους. Έτσι στις συνομιλίες της Μόσχας ο Μολότωφ ζήτησε από το στρατάρχη Τουλμπούκιν που είχε καταλάβει τη Σόφια να διατάξει την άμεση εκκένωση των ελληνικών επαρχιών του είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι στα 1941 με απόφαση του Χίτλερ. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1944 δυνάμεις του ΕΛΑΣ που μάχονταν στα γύρω βουνά εισέρχονται στις Σέρρες με τους επικεφαλής τους κρατώντας την ελληνική σημαία. Σε δεκαπέντε μέρες και ο τελευταίος Βούλγαρος στρατιώτης είχε αποχωρήσει από τα ελληνικά εδάφη. Από τις Σέρρες οι Βούλγαροι έφυγαν το Φεβρουάριο του 1945 με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Προσπάθεια για αλλοίωση του πληθυσμού μέσω του εποικισμού και η ψυχολογία τον κατοίκων κατά την περίοδο της κατοχής Η εγκατάσταση ατόμων βουλγαρικής καταγωγής στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη αρχίζει ταυτόχρονα με την εισβολή και διακρίνεται τόσο ως προς το χαρακτήρα, του λόγους και τις χρονικές της φάσεις, όσο και ως προς τη φύση και τη θέση των ατόμων που εγκαθίστανται στην περιοχή. Λόγοι οικονομικοί και κοινωνικοί που προβλήθηκαν από την επίσημη βουλγαρική Κυβέρνηση και τον τύπο του Άξονα έπαιξαν ρόλο. Ο κύριος, όμως, σκοπός του βουλγαρικού εποικισμού της περιοχής είχε πολιτικό-εθνικό χαρακτήρα: συνίστατο στην αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης της περιοχής και στην πλήρωση με βουλγαρικό στοιχείο του δημογραφικού κενού που οι ίδιοι οι Βούλγαροι δημιούργησαν. Σχεδόν ταυτόχρονα με την είσοδο του βουλγαρικού στρατού άρχισε η εγκατάσταση Βουλγάρων πολιτικών υπαλλήλων, οι περισσότεροι από τους οποίους με τις οικογένειές τους κατά σαφή παρότρυνση του επίσημου βουλγαρικού κράτους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του σύγχρονου ευρωπαϊκού τύπου, η Βουλγαρική κυβέρνηση ενθάρρυνε την εγκατάσταση Βουλγάρων υπαλλήλων με τις οικογένειές τους στις νέες περιοχές για να διευθετήσει γρήγορα και εύκολα ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, αυτό του υπερπληθυσμού των εξαιρετικά κακοπληρωμένων δημοσίων υπαλλήλων { 130 χιλιάδες χωρίς τις οικογένειές τους, 650 χιλιάδες συνολικά }.Την πιθανότητα αυτή ενισχύουν και οι πληροφορίες των τοπικών εφημερίδων για την ακαταλληλότητα των περισσότερων από αυτούς με την δικαιολογία ότι οι υπάλληλοι είχαν έλθει στην περιοχή με σκοπό «να εμπορευτούν την υπαλληλική και κοινωνική τους θέση». Ωστόσο, η βαρύτητα που δόθηκε στην εγκατάσταση πλήθους Βουλγάρων δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων εξυπηρετούσε και τον προφανή πολιτικό λόγο, της δημιουργίας στερεής Βουλγαρικής κρατικής δομής με προοπτική διάρκειας στα κατεχόμενα: οι κοινωνικές Βουλγαρικές αρχές φυσικά τους χρησιμοποίησε και ως φορείς διάδοσης και εμπέδωσης της εθνικής βουλγαρικής ιδέας. Άλλη μια ομάδα που εποίκισε σταδιακά, αλλά αποσπασματικά την περιοχή κατά την πρώτη αυτή φάση ήταν οι Βούλγαροι έμποροι και επαγγελματίες. Σύμφωνα με πληροφορίες που προέκυπταν από άρθρα των Βουλγαρικών εφημερίδων που εκδίδονταν στην περιοχή, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που πήραν μέρος σε απελευθερωτικούς πολέμους της Βουλγαρίας και η εγκατάστασή τους ενθαρρυνόταν από τις αρχές, καθώς θεωρούνταν ότι θα απέβαιναν οι ισχυρότεροι φορείς και διαδηλωτές της Βουλγαρικής εθνικής ιδέας. Πολλοί από αυτούς είχαν ήδη εγκατασταθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941 σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας κα της Θράκης, καθώς όμως έρχονταν με το όραμα του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, σύντομα απέκτησαν ανάμεσα στους ίδιους τους Βουλγάρους το όνομα του τοκογλύφου» και του αισχροκερδή. Οι πρώτοι Βούλγαροι έποικοι καταγόμενοι κυρίως από την Νότια Βουλγαρία και ζώντας οι περισσότεροι σε οικτρή οικονομική κατάσταση κατέφθασαν στην κατεχόμενη περιοχή κυριολεκτικά ακολουθώντας τον βουλγαρικό στρατό. Πάρα πολλοί από αυτούς ήταν πρώην πρόσφυγες που είχαν ανταλλαγεί, άλλοι τυχοδιώκτες καιροσκόποι που θεώρησαν την ευκαιρία κατάλληλη για γρήγορο πλουτισμό, ορισμένοι παλαιοί κομιτατζήδες με δράση στην περιοχή. Από το 1942 οι Βούλγαροι θα αρχίσουν να εφαρμόζουν στις περιοχές που είχαν προσαρτήσει την υποχρεωτική πολιτική επιστράτευση. Έτσι και όσοι Σερραίοι έχουν ηλικία από 26-45 χρόνων εντάσσονται υποχρεωτικά στα τάγματα εργασίας και στέλνονται για καταναγκαστικά έργα κυρίως στις σιδηροδρομικές γραμμές, όπως η γραμμή Σιμιτλή-Σιδηροκάστρου, και στα οχυρά της Ελληνοβουλγαρικής μεθορίου ως ντορντουβάκια. Η αναχώρηση των Σερραίων για τη Βουλγαρία « τους έλεγαν πως δήθεν θα πάνε φαντάροι στον Βουλγαρικό στρατό- γι’ αυτό και τους κάλεσαν με τις ανάλογες κλάσεις- αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για τάγματα εργασίας», έγινε από σιδηροδρομικό σταθμό Σερρών στις 6 Μαΐου 1942 και είχε τη μορφή αρχαίας τραγωδίας. Μέχρι τα μέσα του 1942 μεταφέρθηκαν δια μέσου του Σιδηροκάστρου, για τα εκεί τάγματα εργασίας περίπου 35000 Έλληνες. Τον Ιούνιο του 1942 περίπου 300 κάτοικοι του Σιδηροκάστρου στάλθηκαν για εργασία κοντά στο αεροδρόμιο της Σόφιας. Εντωμεταξύ τον Μάρτιο του 1942 επισκέπτονταν την κατεχόμενη πόλη των Σερρών οι Βούλγαροι υπουργοί άμυνας Δασκάλωφ και των Εξωτερικών Πωπώφ, που για λόγους εντυπωσιασμού των σκλαβωμένων κατοίκων, γίνονται δεκτοί από τον Βούλγαρο στρατιωτικό διοικητή αντισυνταγματάρχη Ιλίεφ με παράτες, σημαιοστολισμούς και εκφωνήσεις πανηγυρικών. Στις 27 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, στη 1 το μεσημέρι, έκπληκτοι οι λιγοστοί που θα τύχει να κυκλοφορούν τη ώρα εκείνη στο κέντρο της πόλης, θα δουν να σταματάν μπροστά στο Δημοτικό Μέγαρο δύο στρατιωτικά και ένα επιβατικό αυτοκίνητο από το οποίο και θα κατέβουν ο Βούλγαρος τσάρος Βόρις με στολή στρατηγού και ο αδελφός του πρίγκιπας Κύριλλος. Τους συνόδευε ο Βούλγαρος στρατιωτικός διοικητής των Σερρών και τους υποδέχεται εγκάρδια ο δήμαρχος Χατζηστόικοφ και ο αντιδήμαρχος Τσέκωφ . Λιγοστοί Βούλγαροι θα παρευρίσκονται στην υποδοχή που γίνεται στον Βόρι στην είσοδο της Δημαρχίας καθώς και ο Βούλγαρος φωτογράφος Αγγέλωφ, που θα σπεύδει να απαθανατίσει τις σκηνές της άφιξης. Ύστερα ο Βόρις θα χαιρετήσει τους παρευρισκόμενους και θα ανέβει στο Δημοτικό μέγαρο. Λίγο πριν αναχωρήσει ο τσάρος, ένας Βούλγαρος καλόγερος θα του προσφέρει ένα μπουκάλι λάδι από τις ελιές του μοναστηριού. Ο Βούλγαρος αυτός μοναχός που ονομάζεται Στέφανος Γκάρμπας, θα έχει αντικαταστήσει τον κανονικό Έλληνα ηγούμενο της μονής, τον αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο, που με απειλές και βιαιοπραγίες είχαν διώξει σχεδόν με την είσοδό τους στη Σέρρες οι Βούλγαροι χωροφύλακες. Τον Ιούνιο του 1942 οι Βούλγαροι θα τοιχοκολλήσουν στη Σέρρες και στα χωριά της περιφέρειας ένα ακόμη διάταγμα της κυβέρνησής τους, σύμφωνα με το οποίο «πάντες οι Έλληνες μη βουλγαρικής καταγωγής, οι κατά την ημέρα της ενάρξεως της ισχύος του διατάγματος διαμένοντες εις τα νεοαπελευθερωθέντα εδάφη, καθίστανται Βούλγαροι υπήκοοι, εκτός αν επιθυμούν να διατηρήσουν την μέχρι τούδε υπηκοότητά των το βραδύτερον μέχρι της 1ης Απριλίου 1943 οπότε κατά την αυτήν προθεσμία υποχρεούνται να μεταναστεύσουν εκτός των ορίων του βασιλείου». Στην πραγματικότητα πρόκειται για σχέδιο που, αν εφαρμοζόταν, θα είχε ως αποτέλεσμα να εκριζωθούν 500.000 κάτοικοι από όσους τελικά είχαν απομείνει στις καταληφθείσες από τους Bουλγάρους περιοχές. …Επί μέρες οι στρατιώτες του Βόρι θα καίνε, θα βιάζουν, θα σκοτώνουν και θα ερημώνουν ανενόχλητοι. Οι ομαδικές σφαγές, τα φρικιαστικά εγκλήματα και η εφιαλτική τρομοκρατία θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός ματωμένου φθινοπώρου για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Και μόνο εκεί προς τα μέσα Νοεμβρίου και ύστερα από αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες των διαφόρων οργανισμών και οργανώσεων, θα συγκινηθούν κάπως οι γερμανικές αρχές και θα στείλουν μια επιτροπή αξιωματικών, όπως προαναφέρθηκε, που «θα μείνει κατάπληκτος από τα βουλγαρικά εγκλήματα και τας κακούργους μεθόδους που εφηρμόσθησαν δια την εξόντωσιν 700.000 Ελλήνων». Η σταδιακή εκκένωση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης από τις βουλγαρικές πολιτικές αρχές άρχισε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1944 από την Καβάλα, όπου βουλγαρικό κυβερνητικό κλιμάκιο παρέδωσε μάλλον απρόθυμα την εξουσία στο ΕΑΜ. Τότε μπήκε στην πόλη και το 26ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Η είσοδος των τμημάτων του ΕΛΑΣ, ωστόσο δεν συνοδεύθηκε από την αποχώρηση των βουλγαρικών στρατιωτικών τμημάτων, ούτε κι άλλων διοικητικών Αρχών, ιδιαίτερα στους νευραλγικούς τομείς της επικοινωνίας και των συγκοινωνιών. Αντίθετα, δημιουργήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις «κοινές επαναστατικές οργανώσεις», οι οποίες έδιναν την εντύπωση ότι η νέα βουλγαρική Κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει την πραγματική εξουσία στην περιοχή. Οι Βούλγαροι καθυστερούσαν αδικαιολόγητα την αποχώρηση των στρατιωτικών τους δυνάμεων, με πρόσχημα την ανάληψη επιχειρήσεων εναντίον των Γερμανών, την διατήρηση της τάξης, την ασφάλεια του πληθυσμού και την διευκόλυνση προς το ΕΑΜ να εγκαθιδρύσει την εξουσία του. Ο νέος Υπουργός Στρατιωτικών Ντάμιαν Βέλτσεφ μάλιστα διέταξε επίσημα στις 18 Σεπτεμβρίου την παραμονή τους στην περιοχή, επιβεβαιώνοντας με την ενέργειά του αυτή την προσπάθεια και της νέας βουλγαρικής κυβέρνησης του πατριωτικού μετώπου να διατηρήσει στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη στρατό, διοίκηση και πληθυσμό ελπίζοντας σε επιδίκαση των εδαφών αυτών για την Βουλγαρία στη συνολική μεταπολεμική ρύθμιση των συνοριακών ζητημάτων. Φαίνεται, ότι η πολιτική καθοδήγηση του ΕΑΜ στην περιοχή άρχισε από τις 13 Σεπτεμβρίου του 1944 να εγκαθιδρύει σε πολιτικό επίπεδο τις δικές του δομές «λαϊκής αυτοδιοίκησης» και να οργανώνει και «λαϊκή πολιτοφυλακή» για την τήρηση της τάξης, τις οποίες διατήρησε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1944 και την συμφωνία της Βάρκιζας. Στις εξόδους των πόλεων εγκαταστάθηκαν ισχυρά φυλάκια για να ελέγχουν και να απαγορεύουν την μεταφορά υλικού από τους Βουλγάρους. Επρόκειτο για ατμομηχανές, βαγόνια κι άλλο σιδηροδρομικό υλικό, ραδιόφωνα έπιπλα, μηχανήματα εργοστασίων κι άλλα μηχανήματα. Απελευθερώθηκαν οι Έλληνες που είχαν φυλακισθεί από τους Βουλγάρους και συνελήφθησαν Βούλγαροι εγκληματίες πολέμου, πολλοί από τους οποίους εκτελέστηκαν χωρίς δίκη επιτόπου, ενώ άλλοι μετά από ανταρτοδικείο σε κεντρικά μέρη της Καβάλας και της Δράμας. Από την αρχή της βουλγαρικής κατοχής δημεύθηκαν τα εμπορεύματα, τα γεωργικά προϊόντα και η εσοδεία του 1940-1941. Αργότερα (με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στη βουλγαρική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 11 Ιουνίου 1942) κατασχέθηκε και όλο το απόθεμα ξυλείας και δημεύτηκαν όλες οι δασικές εκτάσεις και οι βοσκότοποι της περιοχής. Τέλος, στις 29 Ιουλίου 1941, με τον «νομό περί υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης των διαφορών εταιριών κοινής ωφέλειας στις νεοαπελευθερωθείσες χώρες» δόθηκε το δικαίωμα στις δημόσιες υπηρεσίες και την τοπική αυτοδιοίκηση να απαλλοτριώνουν ιδιωτικές επιχειρήσεις (όπως ηλεκτρικούς σταθμούς, αλευρόμυλους, ορυχεία, λατομεία, τράπεζες, νοσοκομεία, κλινικές, ιατρεία, φαρμακεία κ.α.). Το Μάρτιο του 1942 εκθέσεις της Άγκυρας έδειχναν ότι 1761 ελληνικές επιχειρήσεις (κυρίως κλωστοϋφαντουργικές και ναυπηγικές) είχαν κλείσει. Πέραν αυτών οι περισσότερες πηγές συμφωνούν ότι η φορολογία που επιβλήθηκε στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής ήταν ιδιαίτερα σκληρή και αυθαίρετη. Τον Ιούλιο του 1941 το βουλγαρικό Υπουργείο Εσωτερικών εξέδωσε «Νόμο περί προϋπολογισμού, εσόδων και εξόδων και λογιστικών των δήμων των πρόσφατα απελευθερωθεισών χωρών» ( βουλγαρική "Εφημερίδα της κυβερνήσεως, αρ. 164, 29 Ιουλίου 1941 ). Σύμφωνα με αυτόν οι νέες δημοτικές αρχές στις κατεχόμενες περιοχές θα εισέπρατταν εκτός από το φόρο ακινήτων και τον έγγειο φόρο που προβλεπόταν από τη βουλγαρική νομοθεσία, επίσης και αυτούς που επιβαλλόταν και από την ελληνική (αρθρ. 3). Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν στο βουλγαρικό Δημόσιο τους φόρους των ετών 1940-1941 και 1941-1942 και όσοι είχαν ήδη πληρώσει αναγκάστηκαν να ξαναπληρώσουν. Το ίδιο φαίνεται ότι ίσχυσε (με βουλγαρικό διάταγμα του Ιανουαρίου 1942) και για τα χρέη προς τις ελληνικές τράπεζες, ιδιαίτερα για τα αγροτικά, καλλιεργητικά και συνεταιριστικά δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα. Έτσι, π.χ. το 1941 το αντίτιμο (ή μέρος του) από τον καπνό που αγοράσθηκε από το βουλγαρικό κράτος δεν καταβλήθηκε στους δικαιούχους, αλλά κατακρατήθηκε έναντι του χρέους στην ελληνική Αγροτική Τράπεζα (με βάση τον παρακάνω νόμο παρακρατήθηκε επίσης φόρος 1 λέβα για κάθε κιλό καπνού που πουλήθηκε από τους παραγωγούς υπέρ των κοινοτήτων, αρθρ. 4).

Χρέη Ελλήνων

 Τα χρέη των Ελλήνων γεωργών από το 1936 ζητούνταν και εισπράττονταν με τόκο αναδρομικά από το βουλγαρικό Δημόσιο, ενώ ήταν δεδομένη πρακτική οι υπερεκτιμήσεις, τα φανταστικά ποσά και οι αυθαίρετοι κατάλογοι οφειλετών, καθώς οι πραγματικοί τις περισσότερες φορές είχαν χαθεί• σε περίπτωση μη πληρωμής τους κατάσχονταν ακίνητα ή κινητά περιουσιακά στοιχεία και ζώα. «Τα βιβλία και τα ταμεία των ελληνικών τραπεζών κατασχέθηκαν υπέρ του βουλγαρικού Δημοσίου και η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας ανέλαβε να συλλέξει σε δραχμές ή λέβα τα χρέη ιδιωτών και επιχειρήσεων προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, την Αγροτική Τράπεζα και την Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον, οι Έλληνες καταθέτες δεν μπορούσαν να αποσύρουν τα κεφάλαια τους από τις καταθέσεις τους στις προαναφερθείσες τράπεζες" τα κεφάλαια αυτά συγκεντρώθηκαν στον κεντρικό λογαριασμό του βουλγαρικού Υπουργείου Οικονομικών στο κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας στη Σόφια. Προβλέφθηκε να γίνεται ανάληψη από τους ιδιώτες ποσών μόνο μέχρι 2.000 λέβα. για κεφάλαια μεγαλύτερα μπορούσε να γίνει ανάληψη μόνο ποσού 2.000 λέβων μηνιαίως.» Ξανθίππη Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη: «Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-44» Το ελληνικό κράτος ζήτησε αποζημιώσεις από το βουλγαρικό κράτος μετά την κατοχή για τους Έλληνες πολίτες που υπέστησαν διαφόρων ειδών ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής, όμως οι αποζημιώσεις αυτές δε δόθηκαν ποτέ από το βουλγαρικό κράτος. Ενδεικτικά παρακάτω φαίνονται τα διαφυγόντα κέρδη ή ζημίες που υπέστησαν οι κάτοικοι των Σερρών κατά τη βουλγαρική κατοχή (η καταγραφή έγινε από τα αρχεία του Κράτους) Σοδιά Δηλωθείσα αξία από τον Ζήση Νικολάου Τσινίκα, οδός Τζαβέλα 7 1) βαμβάκι 346 οκάδες 12.500δρχ 2) σιτάρι καθαρό 1015 οκ. 4.980δρχ 3) Κριθάρι 751 οκ. 8.120 δρχ 4) Καλαμπόκι 495 οκ 4.500δρχ Ο Κων/νος Μέτσιος του Δημητρίου δήλωσε 1) σιτάρι 1.000 οκ., κριθάρι 600 οκ., καλαμπόκι 1.000 οκ. Σύνολο 17.600δρχ 2) βαμβάκι 1500 οκ., σουσάμι. Σύνολο 7.500 δρχ. 3) σταφύλια 500 οκ., άχυρο 10.000 οκ. Σύνολο 30.000 δρχ 4) καπνά Σύνολο 400.000 δρχ 5) ένα άλογο 7 ετών που το επέταξε ο στρατός 20.000 δρχ 6) φόρος γεωργικής παραγωγής 36.000 δρχ 7) Πρόστιμα και αγγαρεία 5.000 δρχ Σύνολο όλων 516.000δρχ- Καθαρή αξία 198.100 Άλλοι Σερραίοι πολίτες δήλωσαν διαφυγόντα κέρδη και ζημίες για τα κάτωθι Για προσωπικές αγγαρείες: 5.000 δρχ Για αναγκαστικούς φόρους: 5.000 δρχ Θερμάστρα Φωτογραφίες με κορνίζες Ζωγραφιές με κορνίζες Βιβλία Στολή αξιωματικού μετά χλαίνης Στρατιωτικό κιβώτιο με πλήρη ρουχισμό Βαρέλια με παστά ψάρια μαχαιροπίρουνα • Καταστροφή αμπελιών • Καταστροφή μαυρόδενδρων • Αρπαγή ζώων • Γραμμόφωνο με 50 δίσκους • Κουβέρτες κρεβατιού • Καζάνι πλυσίματος • Φλιτζάνια καφέ • Τραπέζια • Πλεκτά καθίσματα • Ουζοπότηρα • Πιατικά • Παγωνιέρα (δοχείο οπού έμπαινε πάγος και διατηρούσε δροσερά τα τρόφιμα για 24 ώρες ) • Νεροπότηρα • Καθρέφτες • Βέρες • Αρπαγή 20 οκάδων ούζου • Καταπάτηση καταστήματος • Ραπτομηχανή • Κιλίμια • Χαλιά • Είδη ρουχισμού • Αφαίρεση σαλονιού • Αφαίρεση τραπεζαρίας • Αφαίρεση κρεβατοκάμαρας • Αφαίρεση ειδών ρουχισμού • Αφαίρεση μαγειρικών σκευών • Μεταξωτά σεντόνια • Σεντόνια, μαξιλάρια Ελισάβετ Τσοχατζή δήλωσε • Αρπαγή προικών • Καταστροφή καλλιεργειών • Βαλίτσα • Ζημιές οικίας Επιχειρηματίας Κων/νος Αθαν. Μελαχρινός, οδός Αγγίλου 12 δήλωσε • Ζημιές σε καντίνα (Χρυσοπηγή Σερρών) • 40 οκ. Ζάχαρη • 20 οκ. Ρύζι • 50 οκ. Φασόλια • 50 οκ. Φακές • 55 οκ. Ρεβίθια • 100 οκ. Πατάτες • 50 οκ. Κρεμμύδια • 60 οκ. λάδι • 40 οκ. Μακαρόνια • 45 οκ. Κριθαράκι • 58 οκ. Ούζο • 110 οκ. Κρασί • 10 σακιά αλεύρι • 10 μαγειρικά σκεύη • 20 τραπέζια • 50 καρέκλες • Πιάτα και γυαλικά • 1 ποδήλατο Διαφυγόν κέρδος επί 3,5 έτη: 350.000 δρχ • Πολυθρόνες • Πόρτ μαντό • Ντουλάπα με καθρέπτη • Κρεβάτια • Διάφοροι φόροι προσωπικής εργασίας • Καταστροφή οικίας • Ψυχική οδύνη για φυλάκιση 22 ημερών καθώς και για ξυλοδαρμό υπεξαίρεσης δραχμών • Υποταγή 50 κεφαλιών προβάτων άνευ πληρωμής • Παπούτσια • Μηχανή εμβόλου (υποδηματοποιού) • Κοστούμι • Ρολόι • Χρυσό σταυρό • Γάλα • Κότες • Ανταλλακτικά αυτοκινήτων • Αεροθάλαμους επιβατικού αυτοκινήτου • Πάπλωμα • Στρώματα • Κούνια • Τραπεζομάντιλα • Παλτό • Μαντό • Δαχτυλίδια • Κάλτσες • Μεταξωτά Υφάσματα • Δίκαννο • Κάρο • Βαρέλια • Φωτογραφική μηχανή • Ψαλίδι • Βαγόνια λιγνίτης • Βαγόνια ξυλοκάρβουνου • Βαγόνια καυσόξυλα • Έξοδα για θεραπεία από ξυλοδαρμό • Αγελάδες • Ραδιόφωνο Γιώργος Πουλιάκας, από το συνοικισμό Θρακών, δήλωσε ζημιές που υπέστη το σπίτι του από το βομβαρδισμό γερμανικών αεροπλάνων τις 6 Απριλίου του 1941. Στις 28 Απριλίου διέφυγε περνώντας τα σύνορα του Στρυμόνα «ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΙΚΏΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ» 1. Για την δολοφονία του αδερφού της ζητάει το χρηματικό ποσό των 1.080.300 δρχ (Αγγελική Παντελή Παντζαρίδου) 2. Για την φυλάκιση και κίνδυνο σφαγής και για ψυχική οδύνη, για κακουχίες, δαρμούς και φόβο θανάτου ζητά το ποσό των 500.000 δρχ (Αριστείδης Παρρήσης, Φιλίππου 18. Επάγγελμα: Ασφαλιστής) 3. Καθυστέρηση σπουδών της κόρης της Δήμητρας ζητά ποσό 126.000 δρχ για 3,5 έτη (Θάλεια Παρρήση χήρα του Νικολάου, Φιλίππου 18 Οικοκυρά) 4. Για την φυλάκιση και τον θάνατο του συζύγου της, μια μέρα μετά την αποφυλάκιση του (Φυλάκιση 2 ημερών) ζητείται το ποσό των 500.000 δρχ (Ζωή Παναγιώτου του Δημητρίου, Εργάτρια, οδός Θήρας ).