Προσωπικότητα: Εικόνα
Δούκας Γ. Δούκας (καπετάν Ζέρβας) (1879-1938)
Σερραίος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Γενικός αρχηγός των ανταρτών περιοχής Ζίχνης και Παγγαίου. Κατάγονταν από εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του, βιομήχανος, είχε κλωστήριο και μεγάλο κατάστημα στις Σέρρες. Από έφηβος ακόμα (1900) ήταν πράκτορας του Ελληνικού Προξενείου Σερρών. Μια αποτυχημένη όμως απόπειρα να εξοντώσει κάποιον γαλατά Στογιάννη απ' τη Ραχοβίτσα (Μαρμαρά), όργανο των Βουλγάρων, έγινε αφορμή να πιαστεί απ' τις τουρκικές Αρχές. Δραπέτευσε και πήγε στην Αθήνα (1903). Εκεί εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά σ' ένα κρυφό έμπεδο ανταρτών. Πολέμησε κατόπιν στη Δυτική Μακεδονία (1904) οπλίτης με την ομάδα του καπετάν Βάρδα (Γ. Τσόντα) και υπαρχηγός του καπετάν Ρούβα (Γ. Κατεχάκη). Εξακολούθησε στην περιφέρεια Γιαννιτσών, απαλλάσσοντας τον τόπο από πολλές βουλγάρικες συμμορίες, όπως του βοεβόντα Κόλε, μαζί με δυο Βούλγαρους αξιωματικούς διοργανωτές. Στις αρχές τού 1905, με σώμα 20 ανδρών καλά οπλισμένο και πειθαρχημένο, αναλαμβάνει δράση στην περιοχή Σερρών (Φυλλίδα). Δεν άργησαν τα ευεργετικά αποτελέσματα της. Το «καθεστώς τρόμου» της υπαίθρου διαλύεται. Οι βουλγαρικές ωμότητες στο Ζίρνοβο (Περιθώριο), Έγρί-Ντερέ (Καλλιθέα), Κλεπούσνα (Αγριανή) κ.ά., οπού σκοτώθηκαν αθώοι και κάηκαν γυναικόπαιδα, τιμωρούνται τώρα στη Γράτσιανη (Αγιοχώρι) με την εξόντωση της επταμελούς συμμορίας του βοεβόντα Πανίτσα (12-1-1907) και αλλού.
Μια έκθεση τού Προξενείου (Σακτούρης, 31-3-1907) γράφει σχετικά: «Η κατάστασις αυτή (υπέρ των Ελλήνων) κατά μέγα μέρος οφείλεται εις τον Αρχηγό τού ανταρτικού σώματος Ζίχνης (Δούκαν). Εις τον νέον τούτον, ανήκοντα εις καλήν των Σερρών οικογένειαν, ενούντα δε προς τη ανδρεία πολιτικήν περίσκεψιν, ευφυίαν, αγνότητα ήθους, αγνήν φιλοπατρίαν και πειθαρχίαν θαυμαζόμενον και λατρευόμενον καθ’ άπασαν την περιφέρειαν και έξυμνούμενον ήδη εις πατριωτικά άσματα, οφείλεται και θα οφείλεται εθνική ευγνωμοσύνη...».
Πραγματικά ήταν ένας απ' τους πιο μεγάλους αρχηγούς πού ανέδειξε ο Μακεδονικός αγώνας. Μυαλωμένος, τολμηρός, γρήγορος, πιστός στους συνεργάτες του. Η ευστροφία, ψυχραιμία, εντιμότητα, ήταν συνταιριασμένες ιδανικά με το αρρενωπό του ύφος και το επιβλητικό παράστημα. Δεν εκτράπηκε ποτέ σε πράξεις απάνθρωπες, ανήθικες ή άσκοπες, σεβάστηκε τους αόπλους και ανεύθυνους, προστάτευσε τους συνεργάτες του (είχε τις λιγότερες απώλειες), στάθηκε γενικά ένας τέλειος Έλληνας ιππότης, που προτιμούσε την ειρηνική προπαγάνδα απ' τον πειθαναγκασμό των όπλων. Γι' αυτό και οι Σερραίοι, όταν μπήκε επίσημα με όλο το Σώμα και τους υπαρχηγούς του Μάρτζιο και Μπουλασίκη στην πόλη (ανακήρυξη Συντάγματος) έβαλαν να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι η μητέρα του, δώρο της Ελληνικής Κοινότητας Σερρών. Στους άλλους δυο χάρισαν τιμητικά από ένα χρυσό ρολόι.
Μόλις κηρύχτηκε ο Βαλκανοτουρκικός πόλεμος, επιστρατεύοντας 100 Παγγαιοχωρίτες, καταλύει τις τουρκικές Αρχές, υψώνει την ελληνική σημαία και απελευθερώνει πρώτος αυτός το διαμέρισμα Παγγαίου και το Τσάγιαζι, επ' ονόματι του Ελληνικού Κράτους, ειδοποιώντας τον Ελληνικό στρατό, που τότε μόλις είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ακολουθούν συμπλοκές με τους Βουλγάρους (δεν αναγνωρίζουν την προσάρτηση) καταλήγοντας στα γνωστά επεισόδια του Παγγαίου. Το 1936 βγήκε βουλευτής Σερρών (κόμμα Ι. Μεταξά). Αργότερα πήγε στο Παρίσι, όπου πέθανε..