Υπόσχομαι να μην ξεχάσω
Ερζιντζάν-Αρμενία. Άνοιξη 1915.
Ο Κεβόρκ και η Νεβάρτ, τυλιγμένοι μέσα στην άγνοια και την υπεραισιοδοξία των νιάτων και του έρωτά τους, πλάθουν όνειρα. Άξαφνα, τα μαύρα πουλιά του μίσους και οι άνεμοι του πολέμου θα οδηγήσουν τη Νεβάρτ στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη και τον Κεβόρκ στην έρημο της Συρίας, όπου θα βιώσει τη φρίκη της γενοκτονίας της φυλής του, αλλά θα τα καταφέρει να επιβιώσει και να φθάσει στον Πειραιά.
Μετά το τέλος του πολέμου, οι δύο νέοι θα επιστρέψουν στο Ερζιντζάν με διαφορά δύο μηνών ο ένας από τον άλλον, αναζητώντας, μάταια, τον μεγάλο έρωτά τους, πριν αφήσουν οριστικά πίσω τους την πόλη όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, ένα χρυσό μενταγιόν, με ένα μεγάλο ρουμπίνι σε σχήμα καρδιάς στο κέντρο, θα τους ξαναφέρει κοντά κάνοντάς τους να μυρίσουν το άρωμα μιας ευτυχίας χαμένης για πάντα.
Μια αληθινή ιστορία, σαν χιλιάδες άλλες από εκείνη την εποχή, αλλά και η ιστορία ενός χριστιανικού λαού, προοδευτικού και αναφομοίωτου.