Τα μονοπάτια των τραγουδιών
Ο Βρετανός Μπρουτς Τσάτουιν είχε την στόφα των παλιών εκκεντρικών ταξιδευτών όπως του Ρίτσαρντ Μπέρτον, την τόλμη του Λόρενς της Αραβίας, την συγγραφική οξυδέρκεια του Γκορ Βιντάλ. Η ζωή του δεν γνώρισε όρια. Όταν γεννήθηκε το 1940, στο Σέφιλντ, η νοσοκόμα είπε ότι δεν ξανάδε πιο όμορφο παιδί, κι εκείνος δεν την διέψευσε μεγαλώνοντας. Τελείωσε με το ζόρι το ιδιωτικό του σχολείο και έπιασε δουλειά στον οίκο δημοπρασίας Σόθμπις. Εκεί έγινε ο ειδικός με το «μάτι», γνώρισε καλά τον κόσμο της τέχνης, έμαθε να περιγράφει και να εκτιμάει αντικείμενα και καλλιτεχνήματα και φυσικά γνώρισε πολύ και καλό κόσμο. Όντας πολύ όμορφος και γοητευτικός χρησιμοποίησε την ομορφιά και την ακατάσχετη ευγλωττία του κερδίζοντας συνεχώς το παιγνίδι. Όλοι ήθελαν να τον γνωρίσουν. Όταν κουράστηκε στους Σόθμπις (1959-1966) και έχοντας κάποιο πρόβλημα με το μάτι του αναζήτησε ανοιχτούς ορίζοντες. Αποφάσισε να σπουδάσει αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και σύντομα βρέθηκε σε τόπους με ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, στο Αφγανιστάν, το Ιράν, στην Αφρική. Συνεργάστηκε με το Sunday Times Magazine και πραγματοποίησε σημαντικές αποστολές. Πήρε συνέντευξη από την Ίντιρα Γκάντι, από τον Αντρέ Μαλρώ. Διάβαζε με μανία και αγάπησε τον Χέμινγουεη, τους Ρώσους κλασικούς. Από την εφημερίδα έφυγε ξαφνικά, στέλνοντας ένα μήνυμα που έλεγε «Πάω στην Παταγωνία». Το 1977 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο «Παταγωνία». Ο Τσάτουιν περιγράφει συγκλονιστικά τα τοπία, εμπλουτίζοντας την αφήγησή του με περιπέτειες, φόνους, βιασμούς, εξορίες, χαμένα όνειρα. Η επιτυχία των άρθρων και των βιβλίων τον έκανε διάσημο, δεν υπήρξε ούτε μία κοσμική γωνιά στον κόσμο ή ένα πολιτιστικός πυρήνας που να μην είχε υπάρξει ανάμεσά τους. Ο Τσάτουιν δεν έμενε ποτέ στο ίδιο μέρος, δεν ήθελε την μόνιμη στέγη. Πάντα έφευγε κι ας αγαπούσε ό,τι άφηνε πίσω του. Η ανησυχία του, η τάση-σχεδόν μανία- για περιπλάνηση και νομαδισμό τον έφερε σε επαφή με τους Αυτόχθονες της Αυστραλίας απ? όπου εμπνεύσθηκε «Τα μονοπάτια των τραγουδιών», αγαπημένο βιβλίο και δυνατό σε πωλήσεις. Το ταξίδι του Τσάτουιν τη δεκαετία του ογδόντα, στην Αυστραλία, έγινε πάνω στα ίχνη των Αβοριγίνων στις ακατοίκητες περιοχές της κεντρικής Αυστραλίας, εκεί όπου οι κάτοικοί της, προτού αποικηθεί η χώρα από τους λευκούς, δεν ήταν βοσκοί ή γεωργοί αλλά περιπλανώμενοι κυνηγοί. Μάλιστα στο πρώτο του ταξίδι πήρε μαζί του τον φίλο του συγγραφέα, τον Σάλμαν Ρούσντι, με τον οποίο μοιράστηκε τις απορίες του. Το βιβλίο «Τα μονοπάτια των τραγουδιών» («The Songlines, 1987») πούλησε χιλιάδες αντίτυπα εκτοξεύοντας τη φήμη του συγγραφέα στα ύψη. Προσπάθησε να δημιουργήσει μια ολόκληρη θεωρία που στηριζόταν στους μύθους και τις δοξασίες των Αβοριγίνων και στις δικές του θεωρίες για τον νομαδισμό. Ο Τσάτουιν από χρόνια προσπαθούσε να βρει τρόπο να εκφράσει την θεωρία του για τον νομαδισμό, μια αόριστη κάπως θεωρία που βασιζόταν περισσότερο πάνω στην δική του ανησυχία και την τάση του για φυγή. Ήθελε να καταδείξει ότι η ανθρώπινη φυλή, καθώς εξελισσόταν σε ανθρώπινο είδος, ενείχε το στοιχείο της περιπλάνησης και του νομαδισμού. Ακόμη, πίστευε ότι οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες είχαν όλες τους γεννηθεί σε ποιμενικό περιβάλλον και κήρυτταν ως οδό σωτηρίας το Δρόμο. Στην Αυστραλία συνάντησε τον Αρκάντυ Βολστόκ, Αυστραλό, με ρωσικές ρίζες νομάδων Κοζάκων. Ο τριαντατριάχρονος Αρκάντυ ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο αλλά προτίμησε την γηραιά Αυστραλία και τους παλιούς της κατοίκους, τους Αβορίγινες, δηλαδή τους Αυτόχθονες. Ήθελε να διασώσει τον πολιτισμό τους μα κυρίως να προστατεύσει τις ατέλειωτες εκτάσεις τους από τα έργα που εκτελούσαν δυτικές εταιρείες προκειμένου να εξορύξουν τον ορυκτό πλούτο και το πετρέλαιο αλλά και από τις σύγχρονες κατασκευές αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρομικών γραμμών. Η φιλοσοφία των Αυτοχθόνων είναι δεμένη με τη γη. Η γη δίνει στον άνθρωπο ζωή, τροφή, τη γλώσσα και την εξυπνάδα του. Οι Αυτόχθονες ήταν ένας λαός που βάδιζε ανάλαφρα πάνω στη γη, που τραγουδούσανε τον τόπο και αυτό τον έκανε ακόμη και να έρχεται πιο γρήγορα. Πάνω σε μια οβάλ πλάκα, το τζουρίγκα, σκαλισμένη σε πέτρα ή ξύλο και καλυμμένη με σχέδια αναπαριστάνουν τις περιπλανήσεις του Προγόνου του ιδιοκτήτη του τζουρίγκα κατά την εποχή των Ονείρων. Κανείς αμύητος δεν επιτρέπεται ποτέ να δει ένα τζουρίγκα. Κάθε αφεντικό μιας συγκεκριμένης γης, είναι υπεύθυνος για την περιποίησή της, πρέπει να βεβαιώνει ότι τραγουδιούνται τα τραγούδια της και εκτελούνται στην ώρα τους οι ιεροτελεστίες. Οι ζωές των Αυτοχθόνων είναι εντελώς αντίθετες και ξένες με τους πολιτισμούς που επικρατούν στις μέρες μας. Το τραγούδι τους είναι ένας φιλειρηνικός τρόπος πώς να προσαρμόζεσαι στην άγνωση ζωή και στους τόπους αναζητώντας την αιώνια αλήθεια. Ο Αρκαντύ γίνεται φίλος με τον αφηγητή Τσάτουιν και μαζί ξεκινάνε την εξερεύνηση για να κατανοήσουν τους απόκρυφους και αινιγματικούς μύθους των Αυτοχθόνων. Κυρίως όμως για τον λαβύρινθο των αόρατων μονοπατιών που φιδοσέρνονται σ? όλη την Αυστραλία. Οι Ευρωπαίοι τα ξέρουν σαν Δρόμους της Εποχής των Ονείρων ή Μονοπάτια των Τραγουδιών, οι Αυτόχθονες σαν Χνάρια των Προγόνων. «Οι μύθοι των Αυτοχθόνων γύρω απ? τη Δημιουργία μιλάνε για τα θρυλικά τοτεμικά πλάσματα που περιπλανιόνταν στην Εποχή των Ονείρων σ? ολόκληρη την ήπειρο και ονόμαζαν με το τραγούδι τους κάθε τι που συναντούσαν στο διάβα τους-πολυιά, ζώα, φυτά, βράχια, γούρνες- κι έτσι τραγουδώντας δημιουργούσαν τον κόσμο». (σελ. 6) Οι ανθρωπολόγοι αντιστάθηκαν στις θεωρίες του και αμφισβήτησαν την ακρίβεια των παρατηρήσεων του Τσάτουιν όμως αυτός είχε σαν στόχο την έρευνα των ελπίδων και των ονείρων που εμψυχώνουν τον κόσμο που μας περιβάλλει με ένα κείμενο που ουδέποτε του αμφισβητήθηκε η λογοτεχνική του ομορφιά. Ο Σάλμαν Ρούσντι έλεγε ότι ο Τσάτουιν είχε το πιο κοφτερό μυαλό, ο Βέρνερ Χέρτζογκ τον αποκαλούσε «τελευταίο παραμυθά», ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ως τον πιο εξωφρενικό άνθρωπο που είχε ποτέ γνωρίσει. Ακόμη και τον θάνατό του, από Aids, ο Τσάτουιν τον μυθοποίησε λέγοντας ότι μολύνθηκε στην Κίνα δοκιμάζοντας ένα αυγό χιλίων ετών. Πέθανε το 1989, πάνω στην κορύφωση της λογοτεχνικής του καριέρας, σε ηλικία σαράντα οκτώ ετών. Έχοντας αναζητήσει υπαρξιακές απαντήσεις σε εσωτεριστικές και παγανιστικές λατρείες τα τελευταία χρόνια έγινε Χριστιανός Ορθόδοξος. Θάφτηκε στον Ορθόδοξο Ελληνικό Ναό της Αγίας Σοφίας, στο Λονδίνο. Και ζήτησε να ταφούν οι στάχτες του δίπλα στο εκκλησάκι, που έχτισε ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, μόνιμος κάτοικος Πελοπονήσσου στην Καρδαμύλλη. Θεόδωρος Γρηγοριάδης