Τα κρόταλα του χρόνου (Μάριος Μιχαηλίδης)
Είναι πια κατεστημένη συγγραφική αντίληψη, στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, η ένταξη σʼ ένα κείμενο ιστορικών προσώπων ή εποχών, ένδοξων ή μη, της ελληνικής ιστορίας. Φαίνεται πως οι συγγραφείς επιστρέφουν στο, πρόσφατο ή απώτερο, παρελθόν προκειμένου νʼ αντλήσουν θέματα και πρόσωπα για να χτίσουν το λογοτεχνικό τους οικοδόμημα. Οι αιτίες μπορεί να είναι πολλές, όσο πολλές είναι οι εκφάνσεις αυτών των επιλογών. Ως αιτία θα μπορούσε να θεωρηθεί η απαξίωση του παρόντος ή, αντίθετα, η απαξιωτική τάση ιδεών, αρχών και αξιών στη σημερινή εποχή. Επιπλέον, δύσκολα μπορεί κανείς να φιλτράρει τα γεγονότα, ώστε να καταφέρει νʼ αποδώσει στοιχεία και στοιχειά τού σήμερα, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν ή επωάζονται. Ομοίως, η αίγλη περασμένων εποχών, αμετάκλητα εγκατεστημένων στα βάθη της ιστορίας -ευτυχώς κάπου κάπου- μοιάζει να ελκύει τους συγγραφείς ως μια επιλογή που φωτίζει το παρόν έχοντας ως εργαλείο το παρελθόν. Συναφώς, οι εκφάνσεις όλων των παραπάνω μοιάζουν να διαμοιράζονται σε πάμπολλα κομμάτια. Έτσι, βλέπουμε μυθιστορήματα, διηγήματα ή νουβέλες, και ποιητικές συλλογές ενίοτε, που χρησιμοποιούν το ιστορικό στοιχείο άλλοτε ως δικλίδα ασφαλείας έναντι του ρίσκου της τοποθέτησης για τα τρέχοντα, άλλοτε ως την εύκολη λύση, μέσω του, ομολογουμένως κοπιώδους, διαβάσματος ιστορικών πηγών, άλλοτε ως μία κατά τι εστέτ επιλογή διαμέσου συγκεκριμένων, κάθε φορά, επιλογών εποχής. Απʼ την άλλη, τα λογοτεχνικά έργα με σαφές το ιστορικό στίγμα χρησιμοποιούνται είτε ως μέσα επανεπινόησης είτε, άλλες φορές, αποκατάστασης της ιστορικής «αλήθειας». Συνηθισμένο γεγονός είναι, πάντως, η πατριδολαγνεία, η οποία, βέβαια, είναι μια άλλη υπόθεση... Ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι από τους συγγραφείς που φαίνεται πως χρησιμοποιούν τον μύθο και τον λόγο, την ιστορία και το τρέχον ως γεγονότα αλληγορικής σημασίας και αξίας. Όπως είχε φανεί και στον Οστεοφύλακα (Μεταίχμιο, 2007), το αμέσως προηγούμενο έργο του, οι συμβολισμοί, οι στοχασμοί, οι πολιτικές παρεμβάσεις και τα ιστορικά υπονοούμενα κατέκλυζαν το κείμενο, καθιστώντας το τόσο ευθύβολο, όσον αφορά την κατανόησή του, κι άλλο τόσο παραμυθητικό, σχετικά με όσα έθιγε, εστιάζοντας, τότε, στις πολιτικές συνωμοσίες και στα παράξενα παιχνίδια στη βαλκανική γειτονιά μας. Το 2010, ο συγγραφέας επανέρχεται με ένα αλληγορικής προοπτικής έργο, όπου βρίσκουμε παρούσες και πάλι τις συγγραφικές του, καλώς νοούμενες, εμμονές: την ποιητικότητα της γλώσσας (ο Μιχαηλίδης έχει άλλωστε θητεύσει με επιτυχία στην ποίηση), που κάποιες φορές, μοιραία, υποπίπτει στο επίπεδο των καλοσυνάτων μα και αυστηρών φιλολογικών ελληνικών??? το αδιάκοπο πηγαινέλα απʼ το αφηγηματικό παρόν στο αντίστοιχο παρελθόν, με εγκιβωτισμούς και παρεκβάσεις??? την επιτυχή προσαρμογή της έντασης της γλώσσας και της εν γένει αφήγησης στο εκάστοτε πρόσωπο και στην εκάστοτε στιγμή??? τις οριακές, σαρκαστικές, μα και παρωδιακές καταστάσεις των ηρώων??? και, τέλος, τον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παλεύει να συνδέσει το προσωπικό με το συλλογικό. Επιπρόσθετα, ο Μιχαηλίδης, εδώ, κάνει αναφορές και στην κυπριακή καταγωγή του, μέσω των περιγραφών στον κύπριο αυλικό των Βαυαρών. Η ιστορία είναι απλή και, τελικά, έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού κύριο μέλημα του Μιχαηλίδη είναι, σχεδόν καθʼ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης, το πώς και όχι το τι, με το τελευταίο, ωστόσο, να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα - ειδικά στο τέλος, όπου καλόν είναι να μην αποκαλυφθεί, αφού είναι καίριας σημασίας αυτή η κορύφωση. Έτσι, στο, καθʼ όλα ποιητικό, υψίπεδο της ατέρμονος φυγής, ο πρώτος, με σειρά εμφάνισης, ήρωας καταφεύγει για να σωθεί απʼ την αβάσταγη ζωή του, για να σώσει, όπως υπονοείται, απʼ τον υποδόριο θυμό του, απʼ τη λύσσα του, και όλους όσοι τον περιτριγυρίζουν. Εκεί, δημιουργεί ένα κοπάδι από άλογα. Ευρηματική επιλογή του προκείμενου ζώου, μια και συμβολίζει, όπως μοιάζει, μια δυναμικότητα και μιαν ελευθερία να ταξιδεύει στον χώρο - εδώ, και στον χρόνο. Ίσως με τον θρυλικό Πήγασο κατά νου, ο Μιχαηλίδης χρησιμοποιεί το άλογο ως μέσον για να θυμηθεί έναν πρόγονό του, ελπιδοφόρο νέο στρατιωτικό στα χρόνια, και τις αυλές, του Όθωνα και της Αμαλίας, με παράλληλες αναφορές στον σπουδαίο Μακρυγιάννη και στον Καλλέργη, με ό,τι αυτή η ιστορική περίοδος συνεπάγεται (Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, η οποία παίζει βασικό ρόλο), δίχως, εντούτοις, να τηρείται, συγγραφική αδεία, η ιστορική ακρίβεια. Και πάλι: το εύρημα του αλόγου, που φέρει μιαν αλλούτερη ηρεμία, αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο του όταν ο ήρωας καθησυχάζεται, κάποια στιγμή, και μπορεί, άνετα πια, να παλέψει με την αδυσώπητη μνήμη του. Καινούργιες μπόρες γιʼ αυτόν, άνοιγμα της ιστορίας για μας. Στις περιγραφές, ακόμη και στην, κατά σημεία, παρωδία του βασιλικού ζεύγους, ο συγγραφέας καταφέρνει νʼ αποδώσει, γλωσσικά και ατμοσφαιρικά, την εποχή. Όπως άλλο τόσο με επιτυχία μπορεί νʼ αποσπάσει τον πρώτο ήρωα από τον χώρο και τον χρόνο, ωθώντας μας σε μιαν ανάγνωση που προϋποθέτει ορθάνοιχτες τις αισθήσεις, λίγο απομακρυσμένες απʼ τη λογική - μα κοντά στη φαντασία, τον μύθο και τα ένστικτα. Ο Μάριος Μιχαηλίδης καταφέρνει, για μιαν ακόμη φορά, να ενώσει, σʼ ένα επιτυχές όλον, τον μύθο με τον λόγο, καθώς και να διαγράψει, χωρίς περιορισμούς, τη γραμμική εξέλιξη του χρόνου. Και κάτι ακόμη: επιτυγχάνει να σε κάνει νʼ αδιαφορείς για το εάν αυτό που διαβάζεις είναι νουβέλα, μυθιστόρημα ή -γιατί όχι;- ποίημα??? είναι πρωτίστως καθαρόαιμη λογοτεχνία.