Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι (Δημήτρης Γ. Στεφανάκης)
Κα?λο?καί?ρι εί?ναι... Ο συγγραφέας και φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είχε αφιερώσει στην έννοια του χρόνου, αναρωτιέται για το στοίχημα του αμετάκλητου του θανάτου, κι εμείς, οι αναγνώστες, δεν μπορεί παρά να τον παρακολουθούμε. Μετά τις ρεαλιστικές και ευθύγραμμες «Μέρες Αλεξάνδρειας», ο Δημήτρης Γ. Στεφανάκης έρχεται αντιμέτωπος, και μαζί του ο αναγνώστης, με το παράδοξο που διατρέχει την ίδια τη ζωή: την έλλειψή της. Ο πειραματιστής επιστήμονας Θωμάς Νοητός επαναφέρει στη ζωή τον Αλμπέρ Καμύ, σ? ένα παράδοξο ταξίδι στον χρόνο, σαράντα χρόνια μετά την πρόωρη αποδημία του, και αυτό που μένει να αναρωτηθούμε διαβάζοντας το πέμπτο κατά σειράν μυθιστόρημα του Στεφανάκη, είναι «γιατί» και «γιατί εδώ». Ο αφηγηματικός χωροχρόνος είναι η Μύκονος των τελών του εικοστού αιώνα. Ο συγγραφέας επιλέγει τη Μύκονο εμφανώς γιατί ο Καμύ ήταν λάτρης της Μεσογείου και ιδιαίτερα της Μυκόνου, στην οποία είχε ήδη ταξιδέψει στην «πρώτη» του ζωή. Το καλοκαίρι επιλέγεται, κατά τα φαινόμενα, γιατί παραπέμπει ευθέως στον «Ξένο», το μυθιστόρημα που, περισσότερο απ? οποιοδήποτε άλλο του Καμύ, απεικονίζει την έννοια του θανάτου και της παραφροσύνης που προκαλεί το ηλιόφως, είτε ως σύμβολο είτε ως κυριολεξία, αλλά, επίσης, γιατί παραπέμπει και στο έργο του «Καλοκαίρι», όπου αναφέρεται σ? όλη τη μαγεία της εποχής. Υπολείπεται ένα «γιατί». Το μυθιστόρημα, εκτός από τα διάσπαρτα σχόλια του Καμύ περί την εξέλιξη της ζωής και της τεχνολογίας στα ενδιάμεσα χρόνια από τον θάνατό του, επικεντρώνεται στη φιλοσοφικά λογοτεχνική εξέταση του θανάτου, της ζωής και του έρωτα, σύμφωνα, όμως, πάντοτε με τις επιταγές του στοχαστή. Αυτό, μολαταύτα, δεν φαίνεται να εμπόδισε τον συγγραφέα να οδηγήσει τον αναγνώστη σε τόπους, όπου η δική του μεταφυσική αλλά και ο δικός του άκρατος ρεαλισμός κυριαρχούν. Σημαντικό, εν προκειμένω, είναι πως ο Καμύ καταφέρνει να αποτελέσει ο ίδιος έναν μυθιστορηματικό ήρωα, όπου όλα είναι δομημένα σύμφωνα με τα δικά του μυθιστορήματα, χωρίς τίποτε απολύτως να δείχνει παράταιρο. Η Αριάδνη, η δημοσιογράφος που αναζητά την αλήθεια του μάταιου τούτου κόσμου, έχει αναλάβει το δύσκολο έργο να έχει υπό την επίβλεψή της τον γαλλοαλγερινό διανοητή και, στη συνέχεια, να τον πείσει να συνεχίσει το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Ο πρώτος άνθρωπος». Το πρώτο το καταφέρνει, συν το γεγονός ότι συνάπτει σχέσεις μαζί του, όπως ήταν αναμενόμενο. Το δεύτερο το φέρει, επίσης, εις πέρας, ωστόσο, ο Στεφανάκης αφήνει το σημείο αυτό χωρίς να το θίξει περαιτέρω, κάτι που, ίσως, συμβαίνει για να κλείσει το μάτι στον αναγνώστη, προκειμένου να αποδώσει με σαφήνεια την ιδέα του ημιτελούς. Αυτή πιθανόν να ήταν και η απαρέγκλιτη αρχή που ακολούθησε ο συγγραφέας, αφού ναι μεν εργάστηκε πάνω στην έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» στη ζωή, εντούτοις, οι βασικοί του εννοιολογικοί στοχασμοί μένουν εν πολλοίς μετέωροι. Οι αντηχούμενες δογματικές απόψεις του Καμύ, σε συνδυασμό με τις απαντήσεις και τις αντιδράσεις της Αριάδνης, δεν αρκούν για να οδηγηθεί ο αναγνώστης στην πλήρη διασάφηση της έννοιας του θανάτου, της ζωής, του έρωτα, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Μεταξύ των κεντρικών ηρώων, συναντάμε τον αδερφό της δημοσιογράφου Μάρκο, ιδιοκτήτη café-restaurant, τον σαρτρικό Αλέξανδρο, που αναπτύσσει σχέσεις ανταγωνισμού με τον Καμύ, αλλά και τον αποτυχημένο και σε όλους οικονομικά φεσωμένο συγγραφέα ονόματι Πλούταρχο. Οι καλοχτισμένοι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν εντάσσονται τυχαία στην αφήγηση, αφού ο ένας βοηθά στο χτίσιμο του άλλου, το οποίο συνεπικουρείται από την καλοδουλεμένη και υπαινικτική γλώσσα του κειμένου. Όχι, το μυθιστόρημα, όπως μια επιπόλαια ανάγνωση θα έκρινε, δεν είναι ένα παραμυθητικό κείμενο ούτε διδακτική μπροσούρα επικαλυμμένη με λογοτεχνικότητα. Το μυθιστόρημα συλλαβίζει από μόνο του την αρχή πως, αν πρώτα δεν ποδηγετήσουμε ό,τι μας κρατά δεσμευμένους στο παρελθόν, ποτέ δεν θα καταφέρουμε να ζήσουμε ολοκληρωτικά, όχι βεβαίως το μέλλον, αυτό κι αν είναι ρευστό, αλλά το ίδιο το παρόν που τείνει να αποτελέσει όχημα της επανεπινόησης του παρελθόντος. [Ο Δημήτρης Γ. Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει μεταφράσει έργα των Σωλ Μπέλλοου, Τζων Απντάικ, Μάργκαρετ Άτγουντ. Ε. Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι, Προσπέρ Μαριμέ κ.ά. Το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα. Προηγήθηκαν οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» (εκδ. Πατάκη, 2007), τα «Φρούτα Εποχής» (εκδ. Ωκεανίδα, 2000), το «Λέγε με Καΐρα» (εκδ. Ωκεανίδα, 2002), «Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία» (εκδ. Ωκεανίδα, 2005).] [Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», Τρίτη 28/04/2009] Δημήτρης Αθηνάκης