Ραγδαία Επιδείνωση (Θανάσης Χειμωνάς)
Η διαρκώς αυξανόμενη λογοτεχνική ωρίμανση του Θανάση Χειμωνά, επιβεβαιώνεται στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Ραγδαία Επιδείνωση». Μετά την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1997, έχει αυτή τη δεκαετία διανύσει ένα δρόμο με πορεία ανοδική από βιβλίο σε βιβλίο. Σήμερα. Αθήνα. Καύσωνας. Το σκηνικό εξ αρχής στήνεται για να εξυπηρετήσει την πλοκή. Γηραιός συγγραφέας, στρυφνός και αντικοινωνικός εξαιτίας ενός παρελθόντος που κρύβει τη δολοφονία, κατά τα φαινόμενα, του εξώγαμου με μια Γαλλίδα αραβικής καταγωγής ακρωτηριασμένου παιδιού του, ξαφνικά αποδημεί εις Κύριον μέσα σ? ένα φαστφουντάδικο. Θάνατος πρώτος. Ο συγγραφέας αυτός, χαμένος στην αφάνεια για χρόνια, ήταν έτοιμος να δημοσιεύσει ένα διήγημά του σε μια ανθολογία που έχει αναλάβει ένας νέος, φέρελπις συνάδελφός του. Η ιστορία ξεκινά κάπου εδώ. Ο Βασίλης, ο νέος αυτός συγγραφέας και μαζί άνθρωπος που αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχικά προβλήματα, έχει δεσμό με την Έλια, μία αποπροσανατολισμένη γόνο εύπορης οικογένειας, η οποία είναι μόνη πια στον κόσμο και βρίσκει ως αποκούμπι τον Βασίλη, τον οποίο και καταδιώκει κάθε ώρα και στιγμή. Φίλη ή «φίλη» τής Έλιας είναι η Δήμητρα, πρώην μέγας έρως τού Βασίλη που τον παράτησε ?κλασικά- για έναν πλούσιο γαμπρό, με κρυφά συγγραφικά ταλέντα, που μοιάζει να εποφθαλμιά τη σχέση της φίλης της με τον πρώην της. Θάνατος δεύτερος, τρίτος, τέταρτος. Κάπου μεταξύ όλων αυτών, υπάρχει ένα σχόλιο του Χειμωνά για τους μετανάστες και την αντιμετώπισή τους στην μεταολυμπιακή Ελλάδα, με τη «χρήση» τής Σβέτας ως οικιακής βοηθού, «μαντρόσκυλο» όπως την αποκάλεσε άπαξ η Έλια, η οποία διατηρεί κρυφή ζωή και, τελικά, βρίσκεται ενώπιον μιας επικείμενης απέλασης. Επίσης, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας όπου μένει η Έλια είναι, συν τοις άλλοις, πλατωνική ή όχι κατά καιρούς, ερωμένη του αποθανόντος συγγραφέα, είναι η ξεκάθαρη καταγραφή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας που αρέσκονται να μετασχηματίζονται σε ανθρώπους της δικής μας πόρτας, ή εν ανάγκη της κλειδαρότρυπάς μας. Παρελαύνουν και διάφοροι άλλοι απ? το μυθιστόρημα, μερικοί εκ των οποίων αποτελούν και λογοτεχνικούς ήρωες ενός διηγήματος της Δήμητρας που εντάσσεται στη «Ραγδαία Επιδείνωση». Το τελευταίο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά, διατηρεί την εμμονοληπτική, θα έλεγε κανείς, προσήλωσή του στην απώλεια. Μια απώλεια που διαγράφεται είτε ως φυσικός θάνατος είτε ως αυτοκτονία είτε ως καθημερινός θάνατος, σαν όλους αυτούς που καιροφυλακτούν γύρω μας απειλώντας μας. Βέβαια, ο θάνατος στη «Ραγδαία Επιδείνωση» παίρνει το προσωπείο και ενδύεται τη φορεσιά τού έρωτα, φορά τα καλύτερα ρούχα ενός έρωτα απολεσθέντος άπαξ αλλά όχι πάντοτε διά παντός. Με μια πυκνή, συγκροτημένη, πολυεπίπεδη και πολυπρόσωπη γραφή και με μια γλώσσα ρέουσα και συνάμα λογοτεχνική, ο Θανάσης Χειμωνάς καταφέρνει εν πολλοίς με επιτυχία να χειριστεί το υλικό του και να πραγματευτεί τις εμμονές του, οι οποίες αφενός, όπως προειπώθηκε, διατηρούνται, αφετέρου εξελίσσονται και παίρνουν διαρκώς νέες μορφές. Ο συνδυασμός του ρεαλιστικού στοιχείου με το παραμυθητικό, καθώς και η διαρκής πάλη μεταξύ του τρέχοντος και του εσωτερικώς νοούμενου, διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα, μην αφήνοντας καμιά αμφιβολία ότι το «έξω» επηρεάζει εμφανώς το «μέσα» και ότι το «μέσα», σ? έναν απαρασάλευτο φαύλο κύκλο, υποτάσσει το «έξω», καθιστώντας το φορές-φορές δυσανάγνωστο δι? εαυτούς και αλλήλους. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε τις συνήθεις αναφορές του αστικού περιβάλλοντος που ο Χειμωνάς αρέσκεται να επαναλαμβάνει στα βιβλία του και που καταδεικνύουν ένα στενόχωρο χωροχρονικό αφηγηματικό αδιέξοδο, που, σ? αυτό το επίπεδο, θα περίμενε κανείς, μεταξύ των υπολοίπων που προαναφέρθηκαν, μιαν υπέρβαση του συγγραφέα. Κοντολογίς, θα περιμέναμε, σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, να ξεπεράσει το ασφυκτικό και χιλιοειπωμένο πλαίσιο της φλεγόμενης Αθήνας, που σε πολλά άλλα εγχώρια μυθιστορήματα έχουμε συναντήσει. Το ταξίδι της αυτογνωσίας και της αναζήτησης της γνώσης του Άλλου, κυριαρχεί για ακόμη μια φορά σε βιβλίο του Χειμωνά. Είναι εμφανώς μια «δουλειά» που ξέρει να κάνει καλά και που μπορεί, λογοτεχνικά και σκηνογραφικά, να χειριστεί με αρκετή ευκολία. Βέβαια, δεν απέφυγε να χρησιμοποιήσει στερεότυπα και τσιτάτα για τον έρωτα, για το παρελθόν και τα συναφή. Απ? την άλλη, η «Ραγδαία Επιδείνωση» παραπέμπει σε πολλά σημεία της στην «Μπλε Ώρα» (Πατάκης 2005). Αν αντικαταστήσει κανείς την αναζήτηση του έρωτα με την αναζήτηση του αδελφού και το γύρισμα της ταινίας με την πάλη του γραπτού, θα έχει το μυθιστόρημα περί ου ο λόγος. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Χειμωνάς εντάσσει κατά τρόπο πετυχημένο τις αγωνίες της γραφής, την άμεση σχέση της συγγραφής με τη ζωή, καθώς επίσης και τον αδιατάρακτο δεσμό που ενώνει το παρόν με το παρελθόν είτε ως αντικαθρέφτισμά του είτε ως μια βαριά πύλη που αφήνει το ?πριν? έξω απ? το ?τώρα?, όχι απαραίτητα γιατί ντρέπεται ή γιατί φοβάται γι? αυτό, αλλά γιατί αυτό που θέλει κανείς να δείξει σήμερα στον άλλο, μπορεί απλώς να είναι μια καινούργια αλήθεια που δε θέλει να συνυφανθεί με κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Εξάλλου, γιατί να ρωτάμε για το παρελθόν, όταν το μέλλον δεν είναι καν βέβαιο; [Ο Θανάσης Χειμωνάς γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία και κινηματογράφο στο Στρασβούργο και δημοσιογραφία στο Λονδίνο. Έχει εκδώσει πέντε μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Το «Ραμόν» (Κέδρος 1998) και τα «Σπασμένα Ελληνικά» (Κέδρος 2000) έχουν κυκλοφορήσει στα γαλλικά] Δημήτρης Αθηνάκης