Πανδαιμόνιο (Κώστας Ακρίβος)
«Καταλαβαίνετε, τώρα, τι θυσία έκανα; Για να θριαμβεύσει η Ορθοδοξία, δέχτηκα να καταπατηθεί το άβατο! Συμφώνησα να μείνεις και να γεννήσεις το παιδί σου στο Όρος. Το παιδί που θα γίνει ο μέγας στρατηλάτης. Υπάρχει μεγαλύτερη θυσία απ? αυτήν εδώ;» [Απόσπασμα από το βιβλίο] Το γυναικείο πτώμα που βρέθηκε σε μια μονή του Αγίου Όρους είναι το αφηγηματικό όχημα του μυθιστορήματος του Κώστα Ακρίβου, που, χρησιμοποιώντας ο ίδιος ο συγγραφέας διάφορες τεχνικές και τεχνάσματα, οδηγεί τον αναγνώστη σε μια βαθιά εκδρομή στο «Περιβόλι της Παναγίας». Μετά από εννέα μονογραφίες, ο Ακρίβος φαίνεται να ακολουθεί μια εξελικτική πορεία γραφής που καθίσταται διακριτή, μπαίνοντας στο «παιχνίδι» μια λογοτεχνίας που απολλύει τις νοηματικές ακροβασίες και τις αφηγηματικές καρκινοβασίες, έστω και κατά το μεγαλύτερο μέρος της και όχι απολύτως. Η ακραία αυτή καταγραφή στην ιστορία του Ακρίβου αποτελεί μόνο το εφαλτήριο για όσα διαμείβονται σε ολόκληρο το «Πανδαιμόνιο». Ο άνομος έρωτας του μοναχού Νήφωνα με την κοπέλα, τη Δόμνα, την οποία γνωρίζει μεσοπέλαγα εν μέσω ψαρέματος, το ερωτικό δέσιμο μεταξύ τους καθώς και η γέννα των διδύμων, καρπός της κοιλίας τής Δόμνας σπαρμένος απ? τον Νήφωνα, καθώς και η σύμπραξη του γέροντα Γεδεών, του πνευματικού του μοναχού και αμετακίνητου νοσταλγού της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης (πάλι με χρόνια, με καιρούς?), είναι τα κεντρικά σημεία του μυθιστορήματος του Ακρίβου. Αυτό, ωστόσο, είναι ο ένας πυρήνας στο «Πανδαιμόνιο». Ο δεύτερος και ίσως, τελικά, σημαντικότερος συνίσταται στον πόθο και το παθιασμένο απωθημένο του ανθρώπου. Είναι ό,τι οι άπαξ και διαπαντός εγκλωβισμένοι (με ή χωρίς εισαγωγικά) της ζωής, έχουν μεν αφήσει πίσω τους αμετάκλητα, ωστόσο αυτό τους κατατρύχει ακόμα και μέσα στον άβατο πύργο που έχουν αποφασίσει να κλειστούν. Οι ποιητικές εξάρσεις που συναντούνται διάσπαρτα στο «Πανδαιμόνιο» έχουν να κάνουν με αυτό ακριβώς το γεγονός: τη σφοδρή επιθυμία. Φαίνεται ότι ο Ακρίβος έχει διαπιστώσει, κατά τη συγγραφική του πορεία, ότι η χρήση διαφορετικών αφηγηματικών τεχνικών είναι σε θέση και ίσως τελεί υπό την υποχρέωση να εξυπηρετεί το σύνολο ενός κειμένου, υπό την έννοια της ολοκλήρωσής του όσον αφορά, αυστηρά ή όχι, το σώμα του κειμένου αλλά και της ιστορίας που αυτό εξελίσσει. Ο συγγραφέας έχει καταφέρει μ? αυτό το μυθιστόρημα να δημιουργήσει ένα σύνολο ηρώων (με πιο παραγνωρισμένο απ? όλους τον ηγούμενο που αποτελεί έναν υπερ-σπουδαγμένο στην Αμερική χαρακτήρα που αποφάσισε να αναχωρήσει απ? την τρέχουσα ζωή και να αφιερωθεί στο Θεό) που ο καθένας εξυπηρετεί με τα ιδιαίτερα και μη συγκεχυμένα χαρακτηριστικά του την ιστορία που κρατούμε στα χέρια μας. Το παιχνίδι με τη γλώσσα και τις συνεχώς εναλλασσόμενες φωνές που απαντώνται στο «Πανδαιμόνιο», ο Ακρίβος καταργεί, αφενός, την έννοια της μονότονης αφήγησης του παντογνώστη συγγραφέα, και, αφετέρου, επιδεικνύει μια ικανότητα καταγραφής εσωτερικής ή εξωτερικής αφήγησης που δεν εγκαταλείπει τον αναγνώστη είτε στους γνωστούς ακαδημαϊσμούς είτε στις μη λογοτεχνικές αφηγήσεις που καταντούν απλές και ακατέργαστες παραθέσεις γεγονότων που συναντά κανείς σε πολλά νεοελληνικά μυθιστορήματα είτε στις εξαντλητικές αναφορές σε μοναχούς, ίντριγκες και ανατροπές που είχαμε συναντήσει στο «Όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο. Χαρακτηριστικό είναι το φάσμα των γλωσσικών τύπων που χρησιμοποιεί ο Ακρίβος και που εκτείνεται από το λόγο των μηνυμάτων που ανταλλάσσουν οι έφηβοι σήμερα μέσω του κινητού τους και τις δημοσιοϋπαλληλικές κοινοτοπίες έως τις υπέρμετρα ποιητικά σπαράγματα και τις αναλύσεις περί τέχνης και τα συναφή. Κατά την εξέλιξη του κειμένου, ο αναγνώστης προς το τέλος του βιβλίου έρχεται αντιμέτωπος με το αναπάντεχο. Καθ? όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης έχει κανείς την αίσθηση ότι το σημαίνον κέντρο του «Πανδαιμόνιου» βρίσκεται στο γυναικείο πτώμα που βρίσκεται στο Άγιο Όρος με έναν γέροντα ενώπιόν του, όπως και όλη την ιστορία που βρίσκεται πίσω απ? αυτό το γεγονός, ενώ στις τελευταίες σελίδες ανακαλύπτει ότι όλα έχουν οδηγηθεί πέρα από το χέρι και τη σκέψη του συγγραφέα, με αυτόν, τελικά, να έχει αυτοκαταργηθεί αφού αφήνει την ιστορία να υπάρχει μόνη της, πράγμα που αποδεικνύεται από το τελευταίο, παράδοξο είναι η αλήθεια, κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Το «Πανδαιμόνιο» απέφυγε να γίνει ένα μυθιστόρημα ιδεών με ήρωες-φερέφωνα, με μανιφέστα υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, αναφορικά με το «τι» και το «πώς» του Αγίου Όρους ως πνευματικής, εντέλει, οντότητας, και των αγιορειτών μοναχών ως ανθρώπων με πάθη. Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα λογοτεχνικό, εξάπαντος, κείμενο για τον ίδιο τον άνθρωπο και τον εσωτερικό του πόλεμο. Στο «μ.Χ.» του Βασίλη Αλεξάκη, ένα μυθιστόρημα που είχε πάλι να κάνει με τον Άθω, βλέπει κανείς την απλή καταγραφή ιδεών που αποδίδονται σε ήρωες που αδυνατούν να τις στηρίξουν, όχι ως εν γένει υπάρξεις αλλά ως αφηγηματικοί χαρακτήρες. Όπως, επίσης, ενώ στο «Πανδαιμόνιο» το Άγιο Όρος παρουσιάζεται ως φόβος και «όριο» των ίδιων των μοναχών, στο «μ.Χ.» παρουσιάζεται ως φόβος και «όριο» ενός ολόκληρου έθνους. Επιπρόσθετα, ο Αλεξάκης, αφενός, αρνείται να παραθέσει την άποψη της αντίπερα όχθης ?τουλάχιστον διακριτά-, ο Ακρίβος, αφετέρου, μοιάζει να καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ των άκρων αντιθέτων. Συν τοις άλλοις, στην «Αγιογραφία» του Νίκου Παναγιωτόπουλου ο αναγνώστης διακρίνει ξεκάθαρα την έννοια της πίστης και του συμφέροντος, της σύνδεσης του προσωπικού με το γενικό ή του εσωτερικού με το εξωτερικό συμβαίνον. Στο «Πανδαιμόνιο» αυτό θεωρείται μάλλον δεδομένο εξ αρχής και καθίσταται σαφές απ? τις πρώτες κιόλας σελίδες. Ενώ ο Παναγιωτόπουλος αναλύει λεπτομερώς τη σύγκρουση της αληθούς θρησκευτικής πίστης, ο Ακρίβος παρουσιάζεται να μην το διαπραγματεύεται για σχεδόν κανέναν απ? τους ήρωές του. Ωστόσο, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο συγγραφέας προσπαθώντας επιπλέον να διατηρήσει ένα ιδιαίτερο στιλ μεταμοντέρνας γλώσσας και δομής ?σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα-, και να προσδώσει, μεταξύ άλλων, ένα τόνο, απ? τη μια, της συνάφειας με την παράδοση των «βλάσφημων μυθιστορημάτων» (βλέπε τη ροΐδεια «Πάπισσα Ιωάννα») και, απ? την άλλη, ένα κυκεώνα σατανικών συμπτώσεων και, μαζί, αστυνομικής δομικής και αφηγηματικής υφής, κάπου φαίνεται να χάνει την ισορροπία μεταξύ όσων θέλει να πει και όσων καταφέρνει να αποδώσει, πάντοτε αναφορικά με την ίδια την ιστορία και με την εξέλιξή της. Κοντολογίς, ενώ δύσκολα μπορείς κανείς να αρνηθεί ότι ο συγγραφέας περνά επιτυχώς και διεξοδικά απ? τον έξω στον έσω κόσμο του Αγίου Όρους και των μοναχών και των λαϊκών που κινούνται, παντί τρόπω, γύρω από αυτό, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να αγνοήσει ότι προς την κορύφωση του μυθιστορήματος ο Ακρίβος μοιάζει να βιάζεται να ολοκληρώσει την ιστορία του αφήνοντας στη μέση στοιχεία που κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος φάνηκε να παίζουν σημαίνοντα ρόλο. Αυτά όλα (π.χ. το παντελώς παρεξηγημένο «προφητικό» χειρόγραφο) προσπαθεί να τα συνοψίσει μέσα στις μόλις οκτώ τελευταίες σελίδες που, ανάμεσα στα άλλα, δίνει και το συγγραφικό του στίγμα, σχετικά με το πώς «βλέπει» τη θέση του συγγραφέα έναντι του έργου του. Συνοψίζοντας, ο Κώστας Ακρίβος με το «Πανδαιμόνιο» συνεχίζει τη λογοτεχνική παράδοση που θέλει τον συγγραφέα να κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες των σελίδων του, αλλά που, τελικά, θέλει τον αναγνώστη να βυθίζεται σιγά-σιγά, κατά τρόπο μεθοδικό και ανοδικό, στις διαφορετικές υπάρξεις που διατρέχουν το κείμενο που έχει μπροστά του, μπαίνοντας μπροστά χωρίς ποτέ να χάνει αυτή την πρωτοκαθεδρία. Γιατί μπορεί να μην έχει σημασία τι θέλει να πει ο συγγραφέας, αλλά μόνον τι κατάφερε ν? ακούσει ο αναγνώστης, ωστόσο η λογοτεχνία δεν πρέπει να πάψει ποτέ να εκπαιδεύει τα παιδιά της? [Περισσότερες πληροφορίες για την εργοβιογραφία του Κώστα Ακρίβου μπορεί κανείς να ανατρέξει στις σελίδες της Βιβλιοθήκης μας, στην κατηγορία «Πρόσωπα»] Δημήτρης Αθηνάκης