Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ

Βιβλίο: Συγγραφέας
Philip Hensher
Βιβλίο: Εκδότης
Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη - Μετάφραση: Δάφνη Βούβαλη
Έτος: 2004
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

«Να φέρουμε το Διαφωτισμό σ? αυτούς τους βυθισμένους στο σκότος λαούς και να τους σώσουμε, να τους λυτρώσουμε» (Δούκισσα ντε Νεό, σ. 120) Επιστροφή στην απόλαυση της αφήγησης, στο ογκώδες μυθιστόρημα, στο ιστορικό έπος. Επιστροφή στην ευφυΐα και τη γνώση του συγγραφέα που συνομιλεί με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, αφομοιώνοντας και ξαναγράφοντας κομμάτια της. Πόσο δύσκολο φαντάζει, ύστερα από επτακόσιες πενήντα σελίδες, να θέλεις να συνοψίσεις ένα μυθιστόρημα και να μεταδώσεις τον ενθουσιασμό σου (για να μη ξεχνάμε τον διασκεδαστικό ρόλο της λογοτεχνίας). Ο Βρετανός συγγραφέας Φίλιπ Χένσερ ανασυσταίνει την πρώτη προσπάθεια της Δύσης να διεισδύσει στο Αφγανιστάν, για να το «εκπολιτίσει», όπως διακηρύσσει και η δούκισσα ντε Νεό από τα σαλόνια του Λονδίνου. Βρισκόμαστε στα 1830. Έχει προηγηθεί η αναγνωριστική αποστολή, του Αλεξάντερ Μπερνς, ενός αληθινού τυχοδιώκτη, στο έδαφος του Αφγανιστάν, ο οποίος, γυρίζοντας πίσω στο Λονδίνο, εκδίδει ένα βιβλίο που γνωρίζει μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία. Ο Μπερνς κερδίζει ταυτόχρονα το θαυμασμό της κοσμικής Μπέλα Γκάραγουεϊ, με την οποία, θα αποκτήσουν έναν γιο που δεν θα τον συναντήσει ποτέ ξανά. Η δεύτερη αποστολή του Μπερνς στο Αφγανιστάν, τη στιγμή που η Βρετανική Αυτοκρατορία αποφασίζει να εισβάλλει στην Καμπούλ, θα αποβεί μοιραία όχι μόνον για τον ίδιο αλλά και για ολόκληρη την Στρατιά του Ινδού ποταμού που θα μετακινηθεί από την Ινδία για να καταλάβει το Αφγανιστάν. Για τον θρόνο της Καμπούλ αντιμάχονται ήδη ο Εμίρης Ντοστ Μουχάμαντ, με τους πενήντα τέσσερις γιους του, ο σάχης της Περσίας Σουντζά και άλλοι τοπικοί φύλαρχοι. Όμως εκεί, στην αχανή χώρα, όπου ο χρόνος κυλάει αργόστροφα και οι μνήμες βαραίνουν διαχρονικά, οι Αφγανοί, ακούγοντας το μικρό όνομα του Μπερνς, αναρωτιούνται ?αν ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος που είχε έρθει για να λεηλατήσει τη χώρα τους ξανά?. Ταυτόχρονα με τους Βρετανούς εμφανίζονται και οι Ρώσοι που επίσης έχουν βλέψεις στην περιοχή. Οι Ρώσοι υποστηρίζουν τον Σάχη της Περσίας και εκπροσωπούνται από τον αινιγματικό και πολύγλωσσο εξερευνητή Βίτκιεβιτς. Ο ρόλος των Εγγλέζων είναι πολλαπλός: να αποτρέψουν τη ρώσικη διείσδυση αλλά και να μοιράσουν υποσχέσεις στους εκάστοτε διεκδικητές του θρόνου, υποσχόμενοι σε όλους τα ίδια και διαιρώντας τους άντρες του καθενός, αφού: ?Εδώ, η προδοσία είναι μέρος της καθημερινής ζωής κι εμείς θα τους πουλήσουμε μόλις συμφωνήσουμε στα αιτήματά μας?.. Ύστερα από μια σειρά από αντεκδικήσεις θα επικρατήσει ο Άκμπαρ, ο πιο αγαπημένος γιος του Εμίρη. ?Και ο Άκμπαρ θα εκπληρώσει την επιθυμία των Εγγλέζων να χάσουν την αυτοκρατορία τους?θα ξανακάνει το λαό του φτωχό?γιατί ο λαός του δεν ξέρει ότι οι Εγγλέζοι θέλουν να τον εκπολιτίσουν, το μόνο που θέλει είναι οι άνθρωποί του να παραμείνουν Αφγανοί. Ο κόσμος αλλάζει». Πράγματι ο κόσμος αλλάζει στη δύση. Η Βρετανία χαράζεται με γραμμές από ατσάλι για τις πρώτες ατμομηχανές, η βιομηχανική παραγωγή μεταμορφώνει τις πόλεις, η τέχνη αναζητά καινούργιους αναπαραστατικούς τρόπους. Όμως οι τύχες των δεκαέξι χιλιάδων αντρών της Βρετανικής στρατιάς δεν θα αποτυπωθούν ούτε σε δαγεροτυπία ούτε σε ιμπρεσσιονιστικές απεικονίσεις? Θα σφαγιασθούν ένας προς ένα, καθώς θα υποχωρούν προς το Τζαλαλαμπάντ, ανάμεσα στα χιονισμένα περάσματα που οι Αφγανοί απέκοψαν στα δύο. Ένας μόνος ιππέας θα επιζήσει, ο στρατιώτης Μπράιντον, για να μεταφέρει, ως μαύρος αγγελιοφόρος, το μήνυμα της συντριβής και να έχει να διηγείται στα σαλόνια του Λονδίνου ότι χάρη σε ένα γαλλικό μυθιστόρημα, που είχε βάλει κάτω από το καπέλο του, έσωσε το κεφάλι του από το αφγανικό ξίφος. Σήμερα, στην εποχή των «νέων αποκεφαλισμών», τα λογοτεχνικά λύτρα δεν σώζουν ομήρους. Οι βιβλιοφιλικές νύξεις του Χένσερ προσδίδουν μια ειρωνική διάσταση στην ιστορία και μια διακειμενικότητα στο δικό του μυθιστόρημα. Οι περισσότεροι ήρωες στο «Θρόνο της Καμπούλ» διαβάζουν, δανείζονται και αγοράζουν βιβλία. Το «Πανηγύρι της ματαιοδοξίας» του Θάκερει ζωντανεύει στις κοσμικές συναθροίσεις του Λονδίνου, ενώ ο Μπαλζάκ στοιχειώνει από σελίδα σε σελίδα. Και όταν δεν διαβάζουν εκείνοι, διαβάζουμε εμείς για αυτούς, αφού σε κάθε κεφάλαιο του «Θρόνου της Καμπούλ» ο Χένσερ αποδίδει τιμές στους μυθιστοριογράφους εκείνης της περιόδου με μια λαχταριστή πολυφωνία, κόντρα στην μονοφωνία και την υπερχειλίζουσα ποιητικότητα που συναντάμε σε πολλά σημερινά ιστορικά μυθιστορήματα. Στην δραματική εποποιία του Χένσερ πρωταγωνιστούν εικοσιέξη βασικοί ήρωες και δεκάδες δευτερεύοντες χαρακτήρες. Υπάρχουν και ορισμένοι τύποι που κάνουν ένα μόνον «πέρασμα», αρκετό όμως, για να αφήσουν το ανεξίτηλο ίχνος τους. Ο συγγραφέα επιστρατεύει ένα ολόκληρο σύμπαν προκειμένου να ανασυνθέσει την εποχή του. Χώρες, πόλεις και άνθρωποι κάθε εθνικότητας, η φύση, τα λουλούδια, τα ζώα, τα καιρικά φαινόμενα, η γαστρονομία, όλα μαζί συμβάλλουν ισότιμα στη δημιουργία του. Ο κόσμος είναι ένα ατελεύτητο και ποικιλόσχημο σύνολο και δε μπορείς να καταχράζεσαι τους άλλους επικαλούμενος πολιτισμικά και θρησκευτικά ιδεολογήματα. Η διαπολιτισμικότητα εφευρέθηκε απ? όσους ήθελαν να δικαιολογούν τις πράξεις επικυριαρχίας, χωρίς να συνομιλούν με την άλλη πλευρά. Πόσο λιτά η ρωσίδα Μάσα, απευθυνόμενη στον διψασμένο για νέα εδάφη Βίτκιεβιτς, λέει: ?Δε θα ήξερα τι να κάνω με περισσότερη γη. Κι επιπλέον δε θα ήταν δική μας?. Να γιατί ο Φίλιπ Χένσερ, τοποθετεί στη μέση του μυθιστορήματος, στο «Ανθρωπολογικό Ιντερλούδιο», έναν σύγχρονο ανθρωπολόγο ο οποίος, καθώς διεξάγει έρευνες στο Αφγανιστάν, κατρακυλάει στον λόφο με τα άταφα οστά των κατασφαγμένων Βρετανών. Θα φύγει έντρομος, θέλει να ξεχάσει για πάντα ό,τι είδε ενώ οι αναγνώστες, στη συνέχεια, θα παρακολουθήσουν την σκηνή της προαγγελθείσας συμφοράς. Το σαρκαστικό βλέμμα του Χένσερ δεν χαρίζεται ούτε στους υπερόπτες εισβολείς ούτε στους «τυχερούς» Αφγανούς που καμαρώνουν πάνω στους κομματιασμένους εχθρούς τους. Ο Χένσερ δεν προέρχεται από την αποικιακή γενιά των άγγλων συγγραφέων, όπως ο Χάρι Κούνζρου, όμως έχει διαβάσει τον Β.Σ. Νάιπουλ, γνωρίζει πώς ανέγνωσε ο Έντουαρντ Σαίντ τα μυθιστορήματα του Ε.Μ. Φόστερ και των άλλων συμπατριωτών του. Αναπλάθοντας ρεαλιστικά μια εποχή δεν μπορεί να ξαναγίνει Τολστόι ούτε Ντίκενς, όμως μπορεί να τους υποδυθεί, ως σύγχρονη Σεχραζάτ, υπακούοντας και στο κάλεσμα της μέντοράς του, συγγραφέως Αντόνια Μπάγιατ, την οποία ευχαριστεί (σ. 751) που τον προέτρεψε να γράψει ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Η Μπάγιατ επιμένει στην ανάγκη της αφήγησης, στη διαρκή ανανέωση του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Ο Φίλιπ Χένσερ γεννήθηκε το 1965 στο νότιο Λονδίνο. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ και στην Οξφόρδη. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Το 1996, το μυθιστόρημα ?Kitchen Venom? πήρε το Βραβείο Σόμερσετ Μομ. Το 2001 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του Booker Prize, ενώ το 2002 με το «θρόνο της Καμπούλ» (The Mulberry Empire) βρέθηκε στην long list του βραβείου. Το 2003 συμπεριλήφθηκε στην περιζήτητη λίστα του περιοδικού GRANTA, η οποία προαναγγέλλει, κάθε δέκα χρόνια, τους είκοσι καλύτερους νέους Βρετανούς συγγραφείς. Ο Φίλιπ Χένσερ, επίσης, αρθρογραφεί στον Independent και στον Spectator, με αιχμηρές κριτικές που αναστατώνουν συγγραφείς και αναγνώστες. Γράφοντας για τον τελευταίο τόμο της σειράς του Χάρι Πότερ επισήμανε ότι στο βιβλίο «υπήρχε πολύ λίγη λογοτεχνία». Ακριβώς για το αντίθετο θα τον «κατηγορήσουμε» εμείς: στο μυθιστόρημά του υπάρχει πάρα πολύ λογοτεχνία. Είναι ένα συναρπαστικό, διασκεδαστικό μυθιστόρημα, αιχμηρό και φιλόδοξο. Χωρίς πολιτικολογίες είναι πολιτικό, χωρίς ηθικοπλασίες είναι διδαχτικό. Θα έπεφτε λίγο βαρύ στον Μπλερ και στους συμμάχους του, αν παραδειγματιζόντουσαν από τα παθήματα της Βρετανίας στην «ονειρεμένη» Καμπούλ, μια μισογκρεμισμένη, σήμερα, πόλη, που σπαράσσεται και πάλι από φύλαρχους, ενώ την «εκπολιτίζουν» οι ανώτερες δυνάμεις των οποίων τα τανκ (βλ. σοβιετικά) σαπίζουν στις άκρες των δρόμων και τα ελικόπτερα (βλ. αμερικανικά) καρφώνονται στη φαιόγκριζα γη. Κανένα δυτικό όνειρο δεν καρποφόρησε στην ανατολή, κανένας οριενταλισμός δεν ανθοφόρησε πάνω σε λόφους με κομμένα κεφάλια. Δημοσιεύτηκε και στο ΒΗΜΑ Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2004