Ο Οστεοφύλαξ (Μ. Μιχαηλίδης)
Γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Οστεοφύλαξ∙ και το οστεοφυλάκιό του. Ο Μάριος Μιχαηλίδης, γνωστός μέχρι σήμερα για την ποίησή του, στο πρώτο του μυθιστόρημα δημιουργεί μιαν αλληγορία για την εξουσία και το πάθος γι? αυτήν∙ χτίζει ένα μυθιστόρημα για τη σχέση μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, που παρ? όλη τη «φυσική» τους κατάσταση και οι μεν και οι δε, δε σταματούν ν? αλληλοεπηρεάζονται. Ο «Οστεοφύλαξ» είναι, κοντολογίς, ένα κείμενο-μανιφέστο εναντίον όλων όσοι ζουν, αλλά και πεθαίνουν, μέσα στον αγώνα για επιβολή έναντι των υπολοίπων. Ο οστεοφύλαξ, έχει τη δουλειά του ως το άλφα και το ωμέγα τής ζωής του. Ζει κι αναπνέει μόνο και μόνο για να φυλάσσει και να περιποιείται τους κιβωτιόσχημους (όσους δηλαδή έχουν εκταφιαστεί και μπήκαν σε κιβώτια στο οστεοφυλάκιο) και να τους κρατά μακριά απ? τ? αδιάκριτα βλέμματα κι αγγίγματα των ακόμα ζωντανών. Έχοντας τοποθετήσει μια κάμερα στο εσωτερικό του οστεοφυλακίου, παρακολουθεί νυχθημερόν μ? άγρυπνο μάτι τα τεκταινόμενα στο χώρο της φύλαξης των οστών. Ο χώρος αυτός έχει τη σημασία του και την εσωτερική του δομή: αλλού βρίσκονται τοποθετημένοι οι «κομμουνιστοσυμμορίτες» κι αλλού οι «κομμουνιστοφάγοι», αλλού έχουν τοποθετηθεί οι λήσταρχοι κι αλλού οι δωσίλογοι, αλλού κι αλλιώς, πιο επίσημα, οι μητροπολίτες κι αλλού ο «λαουτζίκος». Ακόμη, λοιπόν, και μέσα σ? έναν άψυχο χώρο (με ή χωρίς εισαγωγικά) οι διακρίσεις και οι συμπάθειες ή αντιπάθειες είναι εμφανείς. Γύρω απ? όλ? αυτά δημιουργούνται καταστάσεις απείρου κάλλους, όπως αναλήψεις και απώλειες εξουσίας, γαϊτανάκια πρωτοκαθεδριών και θέματα διεθνικά που αναφύονται εξαιτίας ενός καταστροφικού σεισμού που ανασύρει στην επιφάνεια θέματα καλής γειτονίας με την Αλβανία και τη Βουλγαρία, μέσω της αναστύλωσης και επιδιόρθωσης των τοιχογραφιών, εξαιτίας της διαμάχης σε ποιον ανήκουν και για ποιον προορίζονται όλ? αυτά. Οι κιβωτιόσχημοι, απ? την άλλη, ανήμποροι ν? αντιδράσουν υλικώς, ασκούν επιρροή άλλως πώς: μ? αυτό που υπήρξαν εν ζωή αλλά και μέσω όσων προσφιλών τους προσώπων ζουν και διεκδικούν μια καλύτερη «μοίρα» γι? αυτούς στο οστεοφυλάκιο ή εξαιτίας αυτού που υπήρξαν εν ζωή κάνουν τους άλλους νομίζουν ότι μπορούν να συμπεριφέρονται ωσάν να είναι ακόμα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χήρα του δημάρχου που ασκεί, μέσω της όποιας γοητείας της, επιρροή στους πάντες και τα πάντα. Το κείμενο είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο στο τρίτο αφηγηματικό πρόσωπο. Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι η γλώσσα που ο Μιχαηλίδης χρησιμοποιεί και που εναλλάσσεται μεταξύ δημώδους καθαρεύουσας και δημοτικής. Όταν, με λίγα λόγια, η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από σοβαρά εκκλησιαστικά ή ιστορικά στοιχεία διατηρεί ένα λόγιο χαρακτήρα, όταν, όμως, ξεπερνά τα όρια αυτά, μοιάζει να «κουράζεται» κι επιστρέφει για λίγο στη δημοτική. Μοιάζει ο συγγραφέας να παίζει μεταξύ ενός καμβά πάνω στον οποίο σχεδιάζει και χρωματίζει, ανάλογα με την περίσταση, τη εν χρήσει γλώσσα την οποία διαμορφώνει πάλι ανάλογα με τη ροή του λόγου του. Θέλει, κατά τα φαινόμενα, ν? αποδώσει το σχήμα της δυναμικής εκκίνησης που στο διάβα της εξαντλείται, παίρνει μιαν ανάσα και ξαναορμά. Συμβολικά, επίσης, είναι και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται: ο νεοφώτιστος της εξουσίας του νεκροταφείου, ονομάζεται «Μανωλάκης» (Εμμανουήλ ήταν τ? όνομα του Ιησού), εμφανίζονται γυναίκες με ονόματα όπως «Μαγδαληνή», «Θεοξένη» κ.λπ. παρμένη απ? την Αγία Γραφή, αλλά και η χήρα του δημάρχου ως Ναταλία που στα λατινικά σημαίνει «ζωή», «γέννημα»κ.τ.τ. Ο «Οστεοφύλαξ» είναι ένα σαφές σχόλιο για τη μανία της εξουσίας αλλά -παράλληλα- και για τη μικροπρέπεια και το μικροαστισμό που διέπει αυτούς που τη συναναστρέφονται, έστω και με όρους συμβιβασμού ή προσωρινότητας. Το σχήμα «οστεοφύλακας-οστεοφυλάκιο-κιβωτιόσχημοι-ζώντες» θα μπορούσε ν? αντικατασταθεί εύκολα και κατ? αντιστοιχία με το σχήμα «μανία για την εξουσία-εξουσία-αντικείμενο εξουσίας-εμπόδια και πειρασμοί για την εξουσία». Αυτός ο συμβολισμός μπορεί, αφενός, να λειτουργεί καταλυτικά και ν? αποτελεί εύρημα για το μυθιστόρημα, αφετέρου όμως, μας πάει πίσω σε μια λογοτεχνική άποψη που έχει από καιρό παρέλθει. Πιο συγκεκριμένα, τα απλά συμβολικά σχήματα που διαχέονται στον «Οστεοφύλακα» του Μιχαηλίδη είναι παραδομένα στην ευκολία, απ? τη μια, του χτισίματος μιας ιστορίας, αλλά, απ? την άλλη, η γλώσσα της αφήγησης τα ομορφαίνει μ? εκείνα τα στολίδια που φέρουν μια νοσταλγία του περασμένου. Η επαναλαμβανόμενη αναφορά της φράσης «τωόντι, θλιβερά τα Βαλκάνια», οδηγεί αυτόχρημα στη σκέψη ότι ο συγγραφέας θέλει, όχι απολύτως επιτυχώς εκ του αποτελέσματος, να μιλήσει και για την κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια στην εποχή μας. Μέσα απ? όλα όσα προαναφέρθηκαν, αλλά και απ? την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Τιράνων και Πάσης Αλβανίας ή διαφόρων άλλων που προέρχονται απ? την ευρύτερη περιοχή, ο Μιχαηλίδης θέλει ν? αναφερθεί δηκτικά και ίσως με μια κάποια απογοήτευση, για τη σχέση μεταξύ των χωρών αυτής της περιοχής, που αντί να πορεύονται εν ειρήνη και με όρους καλής γειτονίας, για θέματα και πάλι πρωτοκαθεδρίας αυτές διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τα μεγαλύτερη οφέλη της μιας έναντι της άλλης, δημιουργώντας έτσι μιαν ιστορική ασυνέχεια για τη χερσόνησο του Αίμου. Αυτό που θα συναντήσει κανείς κατά την ανάγνωση, είναι ότι ο Μάριος Μιχαηλίδης δεν μπλοφάρει, θέλοντας γι? άλλα να μιλήσει και γι? άλλα τελικά μιλάει. Η σαφήνεια και η ευκρίνεια των απόψεών του, καθώς και η επικρατούσα του ποιητικότητα, είναι ευθύβολες∙ τίποτα στον «Οστεοφύλακα» δεν υπάρχει που να κρύβεται∙ τα πάντα είναι ξεκάθαρο αντικαθρέφτισμα του παρόντος κόσμου, έστω και μέσω της αναφοράς σε κόκαλα άλλοτε ζωντανών και σε οστεοφυλάκια άλλοτε σφύζοντα από «ζωή». Η εξουσία, εν προκειμένω, σ? αντίθεση με τη γλώσσα, και κόκαλα έχει και κόκαλα τσακίζει? [Ο Μάριος Μιχαηλίδης γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα κι εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές κι έχει βραβευτεί απ? το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Σαν άλλοθι οι λέξεις» (Μεταίχμιο 2003). Ο «Οστεοφύλαξ» ήταν υποψήφιος για τα βραβεία των περιοδικών «Διαβάζω» και «(δε)κατα»]. Δημήτρης Αθηνάκης