Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου / Η πόλη του αναστέλλοντος ήλιου
Σαρκαζόμενο παρόν, μελαγχολικό μέλλον Ο Νίκος Κουνενής, επιστρατεύοντας το σατιρικό του οπλοστάσιο, επανέρχεται μ? ένα μυθιστόρημα που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ ρεαλιστικών αναφορών και υπερρεαλιστικών συσχετίσεων. Ο κόσμος της δημοσιογραφίας, ο υπόκοσμός της, το ασταμάτητο πηγαινέλα απ? το φανταστικό της μυθοπλασίας και των ηρώων στο αφηγηματικό όντως παρόν? ο συγγραφέας σ? αυτό το βιβλίο δεν φείδεται σαρκασμού, προκειμένου ν? αντιπαρατεθεί με όλα όσα θεωρεί πως πλήττουν τουλάχιστον την αισθητική του περιβάλλοντος κόσμου (του). Ο Ηρακλής Γαρυφαλλίδης ή Σπίλος ?καταξιωμένος, τουλάχιστον στα μάτια του κοινού, αμφίβολο σ? αυτά των συναδέλφων του? αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας δώδεκα τηλεοπτικούς άθλους με την ανάθεση απ? τον ιδιοκτήτη του καναλιού Ευρυσθέα Γιαρμά. Παρ? όλα τα προφανή συμβολικά ονόματα, ο Κουνενής χειρίζεται το υλικό του με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο: σε διάφορα σημεία του βιβλίου ο μύθος ταυτίζεται με την πραγματικότητα, καθιστώντας έτσι, όλως παραδόξως, το προφανές πρωτοφανές στα μάτια του αναγνώστη. Μ? αυτό ακριβώς ως αφηγηματικό όχημα, ο συγγραφέας προσπάθησε να διατηρήσει αφενός το μυθοπλαστικό στοιχείο, αφετέρου να προβεί σε μιαν υπόγεια κριτική των τηλεοπτικών δεδομένων στη χώρα μας, και όχι μόνον. Εξάλλου, πολλά πρόσωπα μπορεί να παραπέμπουν σε υπάρχοντα πρόσωπα στη χώρα μας, ωστόσο, ούτε και σ? αυτό τον τομέα, αποτελούν παγκόσμια πρωτοτυπία. Η δολοφονία που συντελείται κατά την ολοκλήρωση των άθλων του Ηρακλή Σπίλου, όπως φαίνεται απ? το ένθετο μυθιστόρημα ?μάλλον το πιο παράδοξο και σε σημεία αμήχανο τμήμα του βιβλίου? αποτελεί, κατά τα φαινόμενα, το υπερβολικό στοιχείο που η σάτιρα απαιτεί για να ολοκληρωθεί ως είδος. Αυτό το στοιχείο της υπερβολής ωστόσο συνάδει πλήρως με την υπερβολή που χαρακτηρίζει την κοινωνία (μας), στα όρια του κιτς τις περισσότερες φορές, κάτι που ο Κουνενής μοιάζει να γνωρίζει καλά. Ο αστυνομικός που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το έγκλημα, ο Ν.Α. Κόνικλος, με τη βοήθεια του ιδιωτικού αστυνομικού Ιεροκλή Χλομού, αποτελούν τη βάση όπου ο συγγραφέας ξεκινά τη σάτιρα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Η γλώσσα τού Κουνενή, είτε στο εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα είτε στους διάσπαρτους διαλόγους, με τη χρήση, συν τοις άλλοις, έμμετρου λόγου στην αφήγηση ενός μύθου, είναι ένα από τα αναντίρρητα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος. Χωρίς να ξεχνά ο συγγραφέας ποιος μιλά και τι αναφέρει κάθε φορά, εξελίσσει έτσι την ιστορία και το χτίσιμο των χαρακτήρων του, που συνοψίζει, εκτός απ? την περιρρέουσα ενδοκοινωνική παράνοια, και μία λογοτεχνική παρουσία που εξοβελίζει τον υποφώσκοντα θυμό για χάρη της σαρκαστικής αποτύπωσης, η οποία καταλήγει αναμφισβήτητα σε δημιουργική εκφορά του λόγου. * Για τον πρωτοεμφανιζόμενο Δημήτρη Οικονόμου, η σατιρική γλώσσα είναι μάλλον καλά κρυμμένη, αφού έχει αποφασίσει ν? ακολουθήσει τη φουτουριστική οδό, όχι τόσο όσον αφορά το υλικό κομμάτι μιας μελλοντικής κοινωνίας, όσο τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν την οργάνωσή της. Μ? αυτό το στοιχείο ως πυρήνα, ο συγγραφέας συνθέτει ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει την αφήγηση ενός κόσμου που επέρχεται, στις σελίδες τουλάχιστον του μυθιστορήματος, και την κριτική, συνεπώς, του κόσμου όπως αυτός είναι δομημένος στους σύγχρονους καιρούς. Κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Αρίστος Συνετός ο Νεότερος, τρίτης γενιάς πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Δημόσιας Αισθητικής, όνομα που παραπέμπει ευθέως στη βασική στοχοθεσία του Οικονόμου: μ? αυτό το κείμενο, αυτό που θεωρεί θεμελιώδες είναι η περιβάλλουσα ασχήμια και οι αποπνικτικές καρικατούρες της δημόσιας ζωής. Συνυφασμένος πλήρως με τα τρέχοντα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης κοινωνίας, ο Αρίστος Συνετός, χωρίς ν? αφήνει στιγμή ανεκμετάλλευτη στην καθημερινότητα των πολιτών του, αποφασίζει να δημιουργήσει ένα καινούργιο πρωθυπουργικό μέγαρο με τη βοήθεια του περίφημου αρχιτέκτονα και πιστού του οπαδού, του Ζώη Δαμιανού. Αυτό όμως είναι το πρώτο επίπεδο, αφού πίσω απ? την ανέγερση αυτού το κτιρίου κρύβονται άλλα σχέδια, που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μία ομάδα καλλιτεχνών, απ? τη στιγμή που ο υπόλοιπος λαός μπαίνει σε κατάσταση ένθεης μανίας απ? τη συγκλονιστική είδηση του καινούργιου μεγάρου. Θα ?λεγε κανείς πως ο Οικονόμου προτάσσει ως ιδεολογικό του όχημα την αναμφισβήτητη συνεισφορά που θα μπορούσαν να χαρίσουν στην όποια κοινωνία οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι σ? αυτό το βιβλίο υποχωρεί το αισθητικό πρόταγμα, η γλωσσική επεξεργασία και η εμμονή με την πλοκή και έρχεται στο προσκήνιο το ιδεολογικό κομμάτι του συγγραφέα. Με στοιχεία, παρ? όλ? αυτά, της αγωνιώδους προσπάθειας των ηρώων του, ο Οικονόμου προτυπώνει τα ψήγματα αντίστασης που μπορεί να εντοπίζονται στον σημερινό κόσμο τής κακογουστιάς που μπορεί να φτάσει στα όρια του απάνθρωπου. Απ? την άλλη, εντοπίζονται και τα συστατικά του πνιγηρά συναισθηματικού κόσμου των ηρώων. Μπορεί να φαντάζουν οι ήρωες πρακτικά «γεμάτοι», εντούτοις δεν είναι σε θέση να βρουν σε εαυτούς και αλλήλους εκείνο το στοιχείο που θα τους καλύψει όποιο συναισθηματικό κενό δημιουργείται απ? το επαναληπτικό σεξ, την επιβαλλόμενη κοινωνικότητα και την αντιαισθητική επίδειξη. Μήπως ο συγγραφέας έχει αποφασίσει να κλείσει το μάτι σ? όλα αυτά που φοβάται ότι καταφτάνουν, έχοντας ως πρώτη προϋπόθεσή τους αυτά που έχουν ήδη κατακλύσει το σύμπαν; Αν η απάντηση είναι θετική, τότε ο συγγραφέας έχει πετύχει τον στόχο του σ? αυτό το έργο. Μένει να φανεί η ιδεολογική και ειδολογική του πορεία στο μέλλον. [Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», Τρίτη 10/11/2009.] Δημήτρης Αθηνάκης