Ο μωβ μαέστρος
«Είχαμε καιρό να μιλήσουμε. Η τελευταία μας συνάντηση εξελίχτηκε σε καβγά. Όμως μάθαινα τα νέα του και μάθαινε τα δικά μου. Πάντα υπάρχουν καλοθελητές που χώνονται στα προσωπικά των άλλων. Τους άκουγε αμίλητος. Δε σχολίαζε τίποτα. Κατέφταναν μετά και μου έλεγαν πως με αγαπούσε. Χμμμ. Αγάπη εξ αποστάσεως. Να τη βράσω.» [Απόσπασμα απ? το βιβλίο] Το τελευταίο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, ο «Μωβ μαέστρος», είναι το μυθιστόρημα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Άνθρωποι καθημερινοί, οικείοι, με όλα τους τα ελαττώματα και τα πολλά προτερήματα, με τα ξεσπάσματα και τις στιγμές που ησυχάζουν ή που?πεθαίνουν. Η συγγραφέας επέλεξε ως τόπο του ιστορίας της τη Θεσσαλονίκη. Πόλη που κρύβει, ή που τουλάχιστον έκρυβε, πολλά μυστικά, δεχόταν μέσα της ζωές ανθρώπων που πάντοτε ήταν έτοιμοι για το μεγάλο βήμα, αλλά τις περισσότερες φορές δεν το τολμούσαν. Έτσι, η Αθήνα γέμισε εκατομμύρια κατοίκων. Καλώς ή κακώς. Η Θεσσαλονίκη, γενέθλια πόλη της Σοφίας Νικολαΐδου, δεν είναι καθόλου τυχαία στην επιλογή της, μιας και όλη η ιστορία έχει να κάνει με ανθρώπους της νύχτας, λαϊκούς, τόσο όμορφα λαϊκούς, που μόνο αυτή η πόλη ξέρει να γεννά και να ανατρέφει. Ένας ζωηρός πατέρας, ο Νικήτας Ιασίδης, που κυκλοφορεί με γούνα και ακούει Μικ Τζάγκερ (!), κάποτε πετυχημένος και βαθύπλουτος, τώρα να ακολουθεί τη μοίρα της πόλης? μια ατίθαση κόρη, η Λίζα Ιασίδη, μαθηματικός που η χάρη της έφτασε μέχρι τη μυθοποιημένη Σορβόννη [που απομυθοποιείται στο βιβλίο], η οποία θέλει να διασκεδάζει, να ξοδεύει λεφτά και να μην την ενοχλεί κανείς? το στοίχημα μεταξύ των δύο για το αν η κόρη θα καταφέρει να φανεί αντάξια της περιουσίας και του ονόματος στη νύχτα και της ζωής στη μέρα που άφησε ο πατέρας της πεθαίνοντας. Η μαμά που δεν υπάρχει εν σώματι αλλά σίγουρα εν πνεύματι. Δικηγόροι, σερβιτόροι, ρώσικη μαφία και οικιακή υπηρεσία, ο Ψυ και πολλά άλλα πρόσωπα παρελαύνουν από το μυθιστόρημα. Όπως σε πολλά βιβλία της γενιάς της Νικολαΐδου, έτσι στον «Μωβ Μαέστρο» υπάρχει παντού η μουσική και η διασκέδαση, πόσω μάλλον όταν αναφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη (εδώ το βιβλία έχει παρουσιάζει ομοιότητες με το «Χάπι Λου» της Εύης Λαμπροπούλου)? η φιλία σε πρώτο πλάνο, όπως επίσης και ο τρόπος που τη «χρησιμοποιούν» οι αληθινοί, οι καθ? έξιν και οι «ειρήσθω εν παρόδω» φίλοι. Όλα αυτά συνθέτουν την αφήγηση του βιβλίου που προσπαθεί να μιλήσει για μια εποχή που παρέρχεται (ίσως ανεπιστρεπτί), για έναν τρόπο ζωής που άλλοι αποστρέφονται και άλλοι ονειρεύονται? κάποιοι και τα δύο μαζί. Φόβοι, μοναξιά, αλήθειες, αγάπη, κρυφές σκέψεις και λόγια που δεν μπορούν να ειπωθούν, διατρέχουν ολόκληρο το μυθιστόρημα. Ο λόγος της συγγραφέως είναι άμεσος. Ευθύς. Βορειοελλαδίτικος. Μπορεί η ηρωίδα άλλα να θέλει να πει και άλλα να λέει, η Νικολαΐδου ωστόσο έχει καταφέρει να το αποδώσει με ευθύτητα. Σίγουρα με πολύ χιούμορ και πολλή ροκ διάθεση. Αυτό όμως είναι που κάνει σε κάποια σημεία το κείμενο να χάνει τη λογοτεχνικότητά του. Η προφορικότητα της γραφής και η αμεσότητα του λόγου φαίνεται κάπου επιτηδευμένη και ίσως αμήχανη. Κατά την ανάγνωση του βιβλίου αυτού, ειδικά στις περιγραφές τις σχέσεις πατέρα-κόρης ή του θανάτου του πρώτου, είχα την αίσθηση ότι η συγγραφέας δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε, τελικά) να διαχειριστεί στο έπακρο την ένταση που υπέβοσκε ή κάποιες φορές ξεσπούσε. Αν το ζητούμενο ενός κειμένου είναι κατ? ανάγκην η προφορικότητα του λόγου, τότε, κατά τον δικό μου τρόπο ανάγνωσης, πρέπει ώς κάποιο σημείο να διατηρούνται οι λογοτεχνικές «συμβάσεις» που θέλουν τα κείμενα σφιχτοδεμένα. Η Σοφία Νικολαΐδου έγραψε ένα μυθιστόρημα ορμής. Μια ιστορία που ξεφεύγει απ? τα γνωστά στερεότυπα των καλοκάγαθων, περιχαρακωμένων στις αξίες και τις συνήθειές τους ανθρώπων. Ένα μυθιστόρημα που σου μιλά ευθέως για όλα όσα μέχρι τώρα έχεις σκεφτεί, αλλά (μάλλον) φοβήθηκες να πεις? Δημήτρης Αθηνάκης