Ο ήχος του ακάλυπτου ? Έξι κοινόχρηστες ιστορίες
Με μοναδικό φακό το ίδιο το μάτι Με αδιαμφισβήτητα καλοχωνεμένη κινηματογραφική λογοτεχνικότητα, η πρωτοεμφανιζόμενη Κάλλια Παπαδάκη (γενν. 1978) προσεταιρίζεται προς ευτυχή μας έκπληξη τον αδιάψευστο ρόλο του υποψιασμένου συγγραφέα που η κοινωνική κριτική του περνάει ξεκάθαρα πρώτα από το στομάχι του ανυποχώρητου σαρκασμού. Στις έξι ενότητες του βιβλίου, η συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα συνονθύλευμα ιστοριών, που είτε διαβάζονται αυτόνομα είτε ως διασταυρούμενα τμήματα ενός αδιάσπαστου μυθιστορήματος. Ένας τυφλός απάγεται και μπλέκει σε μια σουρεαλιστικής σύνθεσης μαφιόζικη συμμορία. Μια «ανακατωσούρα» κυρία που χάνει τ? αυγά και τα πασχάλια, αφού μεταβαίνει από τον ήσυχο καναπέ και την ήσυχη ζωή της τηλεοπτικής αφασίας στα κακόβουλα σχέδια ενός παραχαράκτη. Ένας συγγραφέας -που μπορεί μεν να ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται, αλλά κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα έχοντας μείνει μόνος κι έρημος- προσπαθεί να εξιχνιάσει ένα δίκτυο δολοφονιών, αλλά στο τέλος αποτελεί κομμάτι αυτού του δικτύου. Μια λογίστρια η οποία, για να καταλήξει σ? αυτό το επάγγελμα, πέρασε από συμπληγάδες της καθημερινότητας με ένα παρελθόν γεμάτο ματαιωμένες κομπίνες. Ένας πρώην αστυνομικός που τώρα, αφού πια δεν μπορεί να πείσει κανέναν για το ποιόν της ζωή του, το παίζει μεσάζων σ? ένα οργανωμένο έγκλημα εναντίον νοσοκομείων με πάτημα τα πτώματα και τα δήθεν ιατρικά λάθη. Τέλος, η πανικοβλημένη τέως βασανισμένη τρόφιμος ψυχιατρείου επί δεκαετία, η οποία ξαναπέφτει στα χέρια όλων όσοι της είχαν κάνει τη ζωή ποδήλατο. Όλοι τριγυρνούν γύρω από τον ίδιο ακάλυπτο, μπλέκονται μεταξύ τους και περιμένουν την άνωθεν, τελικά, παρέμβαση που θα λύσει και όλα τα αναφαινόμενα ερωτήματα. Τίποτα, επιτυχώς, δεν είναι προβλέψιμο? ενώ στην πρώτη ιστορία υπάρχει μια λανθάνουσα απορία, στη δεύτερη διαγράφεται, και από ?κεί και πέρα ερχόμαστε αντιμέτωποι -και απόλυτα ικανοποιημένοι- με το παράλογο των καθημερινών ιστοριών, οι οποίες δεν παγιδεύονται στην παρουσία του συγγραφέα που αποτολμά να θέσει εαυτόν πάνω από το έργο του. Η διακριτική παρουσία της Παπαδάκη εντοπίζεται όλο κι όλο στην απολύτως υποψιασμένη της αφηγηματικότητα η οποία φαίνεται να διατρέχει όλες τις σελίδες, και που φιλτράρεται από τη διαλεκτική σχέση μεταξύ έντρομου ρεαλισμού και σουρεαλισμού, χωρίς, εντούτοις, να εμμένει σε μια μονότονη ή αφηρημένη αφήγηση. Οι ιστορίες που αποτελούν τον «Ήχο του ακάλυπτου» δεν παλεύουν απλώς να ξετυλίξουν ένα νήμα. Είναι μεγεθυμένες όχι από κάποιον φακό, αλλά από το ίδιο το μάτι. Κι εκεί έγκειται το κερδισμένο στοίχημα: το γεγονός ότι δεν χρειάζονται επιπρόσθετοι μηχανισμοί για να ανακαλύψει ο αναγνώστης, ή και η ίδια, την εύρος των πραγμάτων. Ποια είναι αυτό το εύρος; Είναι αυτό που κρύβεται στο γεγονός ότι δεν νιώθεις ότι η συγγραφέας μπλοφάρει για να εντυπωσιάσει? η έκπληξη που γεύεσαι διαβάζοντας έρχεται ανεπιτήδευτα. Και κάτι ακόμη: οι α-προσωποποιημένες αναφορές στο βιβλίο με την προσφώνηση κάποιων προσώπων ως «Τάδε» ή «Δείνα». Μήπως, τελικά, το κλειδί βρίσκεται εδώ και ο ήχος που βγαίνει από τον ακάλυπτο είναι αντήχηση που πηγάζει από το κεκαλυμμένο εσωτερικό σύμπαν των ηρώων; Θα ήταν ενδεχομένως δύσκολο να παραβλέψουμε την ωριμότητα της Κάλλιας Παπαδάκη, η οποία, μολαταύτα, μοιάζει να της περιορίζει τον, έστω ελάχιστο, αυθορμητισμό που θα περίμενε κανείς σε ένα φρέσκο λογοτεχνικό κείμενο. Η αφήγηση, επειδή ακριβώς είναι σφιχτοδεμένη, δυσχεραίνει σε σημεία. Παρ? όλα αυτά, αυτό το αυστηρό χτίσιμο είναι πιθανόν απόρροια της επιλογής των ηρώων ως ενδεικτικών παραδειγμάτων μιας κοινωνίας που θέλει η συγγραφέας να χωρέσει στις ιστορίες της, όχι μόνο αποβλεπτικά ενός σώνει και καλά κοινωνικού σχολίου (έτσι κι αλλιώς, ελλείπει οποιοδήποτε μανιφεστάρισμα), αλλά, περαιτέρω, ως μια επιχείρηση διάσπασης της αντίληψης πως καθετί που συμβαίνει γύρω και έξω μας είναι αναγκαία και κάτι που δεν ανήκει σ? εμάς ή απλώς τυχαία συμβαίνει. Κοντολογίς, η κατάλυση του τυχαίου στον «Ήχο του ακάλυπτου» είναι και ό,τι ουσιώδες αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον από τις επόμενες λογοτεχνικές καταθέσεις της συγγραφέως. [Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», 17/03/09, Τρίτη.] Δημήτρης Αθηνάκης