Ο χρυσός σκαραβαίος
«Λοιπόν», είπα, αφού το παρατήρησα μετά προσοχής, για λίγο, «τούτος εδώ είναι ένας παράξενος σκαραβαίος, πρέπει να ομολογήσω: κάτι νέο για μένα: δεν έχω δει ποτέ ξανά κάτι σαν κι αυτό-εκτός και αν ήταν κρανίο ή νεκροκεφαλή-η τελευταία μοιάζει περισσότερο από κάθε τι άλλο που έχει τύχει της δικής μου προσοχής». (σ.15) Ο «Χρυσός Σκαραβαίος» ανήκει στα αφηγήματα «λογικής αναλύσεως» ή «ανιχνευτικά διηγήματα» και τα οποία οδήγησαν στις «αστυνομικές ιστορίες» που έγραψε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Άλλωστε από αυτόν ξεκινάνε όλα τα λογοτεχνικά είδη που αργότερα καθιερώθηκαν ως αστυνομική ιστορία, επιστημονική φαντασία και λογοτεχνία του τρόμου. H πλοκή του «Χρυσού σκαραβαίου» είναι στοιχειώδης αφού διαδραματίζεται σε ένα και μόνον τόπο και με λίγους πρωταγωνιστές. Στη νήσο Σάλλιβαν, ανοιχτά της Νότιας Καρολίνας, ο Λεγκράν, ένας αποτραβηγμένος τύπος, ξεπεσμένος αριστοκράτης αλλά και με ανήσυχο πνεύμα, βρίσκει ένα σκαθάρι κι ένα άγραφο χαρτί. Μαζί με δύο δικούς του ανθρώπους, έναν γιατρό που αφηγείται την ιστορία και έναν νέγρο υπηρέτη ανακαλύπτουν στην παραλία έναν θησαυρό, κρυμμένο από τον πειρατή Κάπτεν Κιντ ενάμιση αιώνα νωρίτερα. Οι διασυνδέσεις λογικής και συμπτώσεων που οδηγούν στην ανακάλυψη αποτελούν και το θαύμα της τεχνικής του Πόε. Ο αναγνώστης παρασύρεται σε έναν λαβυρινθώδη τόπο, σκοτεινό και απολαυστικό, έναν τόπο που θα καλλιεργηθεί μελλοντικά από συγγραφείς και ποιητές όπως ο Μπωντλαίρ και ο Μαλλαρμέ έως τον Βαλερύ και τον Έλιοτ. Και ενώ εξ αρχής η ιστορία του δείχνει σαν παιδική ή έστω εφηβική περιπέτεια, διαβάζοντάς την ανακαλύπτεις το διαφορετικό παιγνίδι της ζωής και της τέχνης. Γιατί ο Πόε ανήκει στους συγγραφείς που πάλεψαν μανιακά με την ψυχή και την γραφή, δηλαδή αυτό που χρειαζόταν η αληθινή λογοτεχνία. Ο ίδιος έζησε λίγα χρόνια (1809-1849), η ζωή του μόνον εύκολη και απλή δεν θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις. Γεννήθηκε στην Βοστώνη από ηθοποιούς γονείς, έχασε τους γονείς του από δύο ετών και έζησε με μια άλλη οικογένεια. Μαζί τους σπούδασε στην Αγγλία αλλά σύντομα τους εγκατέλειψε και ξαναγύρισε στην Αμερική. Άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει κάτω από δύσκολες συνθήκες-κατεστραμμένη υγεία και αλκοολισμός. Ακόμη και ο θάνατός του θεωρήθηκε αμφιλεγόμενος. Ο Πόε μεταφράστηκε σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και στην Ελλάδα ο Εμμανουήλ Ροΐδης ανέλαβε την πρώτη μετάφραση του «Σκαραβαίου» το 1877. Ο «Χρυσός Σκαραβαίος» συναντήθηκε έκτοτε και με πολλούς ακόμη μεταφραστές όμως η μετάφραση του Μπεκατώρου αποτελεί μια θαυμάσια αναδίπλωση του πρωτοτύπου ενώ τα σχόλια και το επίμετο, που συνοδεύουν την έκδοση, είναι από μόνα τους θαυμάσια αναγνώσματα, απόρροια της λατρείας του Μπεκατώρου προς τον παραληρηματικό δημιουργό.