Ο χάρτης των χαμένων εραστών (Ναντίμ Ασλάμ)
Το πέρασμα στην Αγγλία» Σε μια μειονοτική κοινότητα, στην καρδιά της Αγγλίας, διαδραματίζεται το μυθιστόρημα του Πακιστανού Ναντίμ Ασλάμ, γεμάτο ιστορίες έρωτα και βίας αλλά και προβληματισμού πάνω σε θέματα ταυτότητας, κοινωνικής ένταξης και θρησκευτικής υποταγής. «Ο Σαμάς στέκεται στην ανοιχτή πόρτα και παρατηρεί τη γη, αυτό τον θεόρατο μαγνήτη που ξεκολλά τις χιονονιφάδες από τον ουρανό και τις έλκει κοντά του». Το πολυσέλιδο μυθιστόρημα, ξεκινάει με τον Σαμάς, έναν Πακιστανό οικογενειάρχη, που βρίσκεται στην έκτη δεκαετία της ζωής του και αναλογίζεται για όσα τραγικά γεγονότα ξέσπασαν πρόσφατα στη μικρή τους πόλη. Λίγο παρακάτω «ένας παγοκρύσταλλος ξεκολλάει από ψηλά, πέφτει σαν αστραφτερό στιλέτο προς τον Σαμάς και διαλύεται στο πέτρινο σκαλοπάτι». Η μαγική εικόνα γίνεται απειλητική και οι επόμενες σελίδες, παρά τις εκπληκτικές περιγραφές της αγγλικής φύσης που θυμίζουν ινδικές εξοχές και των εποχών του έτους, θα κρύβουν κινδύνους και συμφορές. Γιατί ήδη έχει ξεσπάσει η πρώτη συμφορά: ο αδελφός του Σαμάς, ο Τζούνγκου αγνοείται εδώ και πέντε μήνες μαζί με την ερωμένη του την Τσάντα. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι έχουν δολοφονηθεί από τα δύο αδέλφια της κοπέλας για λόγους τιμής, καθώς εκείνη τόλμησε να συζήσει ανύπαντρη με έναν μεγαλύτερό της άντρα, έναν περιπλανώμενο, ιδιόμορφο συλλέκτη πεταλούδων. Η εξαφάνιση των εραστών-εδώ και πέντε μήνες- επέφερε αναστάτωση στην οικογένεια του Σαμάς. Η θεοφοβούμενη σύζυγός του, η Κουακάμπ προσπαθεί να αποποιηθεί τυχόν ευθύνες της που οδήγησαν στην στοχοποίηση του κουνιάδου της. Όμως η δυσαρέσκειά της απέναντι στο άνομο ζευγάρι εκδηλώθηκε φανερά εξ αρχής. Εκείνη, κόρη ιερέα, μεγάλωσε κάτω από την σκιά του μιναρέ. Της έτυχε όμως, κομμουνιστής σύζυγος, ινδουιστής και λάτρης της ποίησης. Αυτός εμπότισε τα παιδιά με τις αθεϊστικές του απόψεις. Η Κουακάμπ, κυρίαρχο-και παραδόξως συμπαθές- πρόσωπο του μυθιστορήματος, δεν έμαθε ποτέ αγγλικά, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Πακιστάν, δεν συνομίλησε ποτέ με λευκό, δεν διέσχισε ποτέ τα όρια της μικρής πόλης Ντάστ-ε-Τανχάιι που στη γλώσσα της σημαίνει «Η Ερημιά της Απομόνωσης», ή «Η Έρημος της Μοναξιάς». Ο συγγραφέας δεν κατονομάζει την αγγλική κωμόπολη, αλλά δεν έχει καμιά σημασία αφού οι κάτοικοι έδωσαν στους δρόμους ονόματα της πατρίδας τους, ενώ ο σταθμός λεωφορείων μετονομάστηκε σε «Σταθμό Σαντάμ Χουσεϊν». Η ιστορία διαδραματίζεται το 1997 και χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, όσα και οι τέσσερις εποχές, όμως, εκεί, στο Πακιστάν οι εποχές είναι πέντε. Λείπει η εποχή των Μουσώνων, λείπει η πατρίδα, εκλείπουν οι θεσμοί και οι ρίζες. Τα τρία παιδιά του Σαμάς και της Κουακάμπ, γεννημένα στην Αγγλία δεν βιώνουν τόσο την εξορία των γονιών τους όσο τη δική τους διαφορετικότητα. Έχουν εγκαταλείψει το πατρικό τους, ο ένας γιος τα φτιάχνει με λευκή, η κόρη παντρεύεται και χωρίζει ενώ κατηγορεί τη μάνα της γιατί οι απόψεις της σκότωσαν το ζευγάρι. Μια συμμορία, «κυνηγοί κεφαλών», υπόσχεται στον Σαμάς να βρούνε τα σκορπισμένα παιδιά και να επαναφέρουν στην κοινότητα. Όμως ο Σαμάς αρνείται, είναι ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος και δεν διστάζει να ερωτευτεί μια νεότερή του, την Σουράγια, που την χώρισε ο άντρας της στο Πακιστάν επαναλαμβάνοντας τρεις φορές το ρήμα «Σε χωρίζω». Η Σουράγια περιπλανιέται απελπισμένη στη λίμνη: «Η ευωδιά των πεύκων διαποτίζει τον μαλακό σαν ιστό αέρα. Ο συμπαγής κόσμος μοιάζει να έχει διαλυθεί και να έχει αφήσει πίσω του μοναχά φως και ατμόσφαιρα-ένας κόσμος φτιαγμένος από το τίποτα σχεδόν». Ο έρωτας του Σαμάς με την Σουράγια είναι η τελευταία του πράξη προσωπικής ελευθερίας. Εκείνη ευελπιστεί να την παντρευτεί και να την χωρίσει αμέσως μετά, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να ξαναπαντρευτεί τον άντρα της και να ξαναδεί το παιδί της, όπως προβλέπεται από τους ισλαμικούς νόμους. Όμως ο σύζυγός της την ελέγχει από μακριά, βάζει μια συμμορία να σακατέψουν στο ξύλο τον Σαμάς. «Σε κάθε πακιστανική επαρχία, μια γυναίκα δολοφονείται κάθε τριανταοκτώ ώρες απλώς και μόνο επειδή αμφισβητείται η ηθική της.». Στο βιβλίο χάνουν τη ζωή τους τουλάχιστον τρεις γυναίκες, μια νέα κοπέλα πεθαίνει από τα βασανιστήρια ενός εξορκιστή που τον κάλεσε η οικογένειά της για να την συμμορφώσει που δεν προτίμησε την λίστα γαμπρών της πακιστανικής κοινότητας. Το μυθιστόρημα είναι βουτηγμένο σε μια απεγνωσμένη λυρική διάθεση και μελαγχολία, αφού πρωτίστως εκείνοι που κινδυνεύουν είναι όσοι αγαπάνε πέρα από τους κώδικες της κοινωνικής και θρησκευτικής τους καταβολής. Ωστόσο η αντίσταση διογκώνεται καθώς τα παιδιά που γέννησαν οι γκετοποιημένοι μετανάστες, της μικρής μετα-βομηχανικής κοινότητας, θα αναζητήσουν την αγάπη με τα δικά τους κριτήρια. Κάποια άλλα όμως θα στραφούν στον φανατισμό προετοιμάζοντας το έδαφος για την επερχόμενη γενιά των τρομοκρατών. Μολονότι το μυθιστόρημα γραφόταν επί έντεκα χρόνια και κυκλοφόρησε το 2004 είναι σαφές ότι ανήκει στις αφηγήσεις που προεγγράφουν ή προϋποθέτουν την 11/9. Ο σκληροπυρηνικός συντηρητισμός μιας μουσουλμανικής μειονότητας μόνον ειρηνικές μέρες δεν ευαγγελίζεται. Σε μια τέτοια περίπτωση βέβαια, και υπό το φως μιας μετα-αποικιοκρατικής ανάγνωσης, ο δυτικότροπος και αθεϊστής Ναντίμ, ανοίγει ένα άλλο θέμα συζήτησης: μετά την 11/9, κάθε εισβολή, σε απειλητικά για τη Δύση καθεστώτα, ενσωματώνει προσχηματικά και το ζήτημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των καταπιεζόμενων λαών. Το μυθιστόρημα βρέθηκε στις λίστες για τα βραβεία Booker 2004 και IMPAC 2006. Εκτός από ένα πολιτικό βιβλίο παραμένει ένα ανθρώπινο και τρυφερό αφήγημα, διατηρώντας μια βαθιά ποιητικότητα, με μια ασύλληπτη ομορφιά εικόνων. Ο Ναντίμ Ασλάμ, γεννημένος στο Πακιστάν το 1966 και νυν κάτοικος της Αγγλίας, διερευνά κατά πόσο οι μετακινούμενες, μεταναστευτικές και μειονοτικές πληθυσμιακές ομάδες μπορούν να επιβιώσουν διαμορφώνοντας νέες υβριδικές ταυτότητες. Με επιρροές από ποιητές της ανατολής και συγγραφείς της δύσης, ειδικά του Τζέιμς Τζόις, τον οποίο διαβάζει στα ουρντού ο Σαμάς, ο «Χάρτης των χαμένων εραστών», αναδεικνύεται σε ένα άρτιο λογοτεχνικό μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 17 Ιουλίου 2010