Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
«Ο Γερμανός μουτζαχεντίν» (Boualem Sansal)

«Ο Γερμανός μουτζαχεντίν» (Boualem Sansal)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Boualem Sansal
Βιβλίο: Εκδότης
ΠΟΛΙΣ (Μετάφραση: Ευγενία Γραμματικοπούλου)
Έτος: 2010
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Μερικά βιβλία ξέρεις ότι θα σε κερδίσουν εξ αρχής. Η αίσθηση αυτή βαραίνει μέσα από τις πρώτες αράδες, μέσα από μια υποβλητική παράγραφο. «Πάνε έξι μήνες που πέθανε ο Ρασέλ». Σχεδόν σαν μια φράση του Καμύ. Κι αυτός που το λέει άλλωστε είναι ένας «ξένος» του εικοστού αιώνα, όπως εκατομμύρια άλλοι μετατοπισθέντες και μεταγραμμένοι διηπειρωτικά πολίτες του κόσμου. Ο αφηγητής Μάλριχ μιλάει, μέσα από το ημερολόγιό του, το 1996, μετά την αυτοκτονία του αδελφού του τού Ρασέλ. Παραλαμβάνει τα ημερολόγιά του από την αστυνομία κι έρχεται αντιμέτωπος με αλήθειες που μέχρι τότε το στενόμυαλο κεφάλι του δεν μπορούσε να τις αποκρυσταλλώσει. Τα δυο αδέλφια, αλγερινής καταγωγής, μεγάλωσαν κοντά στο θείο τους ʼλι, στην Σιτέ, σε ένα προάστιο του Παρισιού που βράζει από παρανομία, εγκατάλειψη και ισλαμικό φανατισμό. Οι γονείς τους έμειναν στην Αλγερία, σε ένα μακρινό χωριό του Νότου και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, το 1994, σφαγιάστηκαν, μαζί με τους περισσότερους κάτοικους του χωριού. Το γερμανικό όνομά τους το όφειλαν στον Γερμανό πατέρα τους, που ασπάστηκε το Ισλάμ, αγωνίστηκε μαζί με τους Αλγερινούς κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Ο Ρασέλ περισσότερο πολιτικά και κοινωνικά αφυπνισμένος δονείται από τον θάνατο των γονέων του και επιστρέφει στην γενέτειρά του αναζητώντας τις αιτίες του χαμού και τους ενόχους. «Μέσα σε αυτή την άγρια ομορφιά, σε αυτό το πετρώδες σφυροκόπημα, το σκληρό φως, η ζωή και ο θάνατος γίνονταν ένα. Το να ζεις ή να πεθαίνεις συγχέονταν σε τούτο εδώ το μέρος». Το παστρικό χωριό που άφησε μικρός πίσω του-πριν έρθει στην Γαλλία, δεν υπήρχε πια παρά ένας θανατερός τόπος, σημάδια της σφαγής και της απώλειας που αφήνει πίσω του το μίσος και ο φανατισμός. Τα στοιχεία που συγκεντρώνει για τον πατέρα του είναι αποκαλυπτικά. Η αποτραβηγμένη ζωή του έκρυβε μια θανατερή προϋπηρεσία στις τάξεις του ναζισμού. Πράγματι υπήρξε μέλος του μηχανισμού εξόντωσης των Εβραίων, έριξε κι αυτός σπίρτα στα Ολοκαύτωμα. Ο Ρασέλ, επιστρέφοντας στην Γαλλία, αναρωτιέται «Γιος του πατέρα μου… είμαι γιος του πατέρα μου…». Θα αρχίσει τα ταξίδια αναζητώντας ίχνη και αποδείξεις από την δράση του πατέρα του, στην καρδιά της Ευρώπης, στην καρδιά του δικού του σκότους: «Ο μπαμπάς έφτασε πολύ γρήγορα στα άδυτα των αδύτων της φρίκης, χρειαζόταν μια κάποια προδιάθεση γι’ αυτό. Θεέ μου ποιος θα μου πει ποιος είναι ο πατέρας μου;» Έρχεται τώρα η σειρά του Μάλριχ να ταρακουνηθεί. Ένα αγρίμι της συνοικίας, ενταγμένος σε συμμορίες, έρμαια των ιμάμηδων που δεν θρηνούσαν για τους φόνους των δολοφονημένων για λόγους τιμής κοριτσιών αλλά διοργανώνουν αντιδιαδηλώσεις για τους συλληφθέντες δράστες. Ο Ρασέλ αισθάνεται προδομένος διπλά από την καταγωγή του, ως Αλγερινός αντιμετωπίζει την καχυποψία των Αλγερινών αρχών, την δυσκαμψία τους, την ανασφάλεια ότι από εκεί δεν θα βρει κανένα δίκιο. Από την πλευρά πάλι της γαλλικής του υπηκοότητας αγανακτεί για την εγκατάλειψη της Σιτέ, σαν μια νησίδα μη δημοκρατική που τελεί υπό ισλαμική δικαιοδοσία. Οι αυξανόμενες πιάσεις των φανατικών καθοδηγητών, μέσα στη δημοκρατική ήπειρο, τον ανησυχούν και παραπέμπουν στις ναζιστικές μέρες. Όσο προχωράει την αναζήτησή του, φτάνοντας στο ʼουσβιτς ταυτίζει τις μέρες και τα έργα του ναζισμού με εκείνα του ισλαμικού φονταμενταλισμού. «Χανς Σίλλερ» ξεστομίζει για τον πατέρα του, ερευνητή και επιστήμονα της ανθρώπινης εξολόθρευσης, «είσαι ένα μίασμα. Είσαι ο χειρότερος δολοφόνος…Δεν είχε το δικαίωμα να ξεφύγεις μπαμπά. Οφείλω να πληρώσω εγώ στη θέση του, θα πληρώσω εγώ για σένα, μπαμπά». Όταν ο Ρασέλ γυρίζει στο Παρίσι κλείνεται στο διαμέρισμά του, με μια ριγέ μπιτζάμα και σύντομα αυτοκτονεί. Ο Μάλριχ έχει πολλά να ακόμη να διδαχτεί και να επεξεργαστεί μέσα από το ημερολόγιο. Ολοκαύτωμα, σφαγές φονταμενταλιστών στην Αλγερία, φανατικό Ισλάμ στην γειτονιά του. Ο διανοούμενος αδελφός του δεν άντεξε την ενοχή και αποτέλειωσε μια τραγωδία. Βρισκόμαστε, σύμφωνα με το μυθιστόρημα στα τέλη της δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Από την σκοπιά του σημερινού αναγνώστη έχουμε κι εμείς να συμπεράνουμε πολλά σε σχέση με την βία και τον άκριτο φανατισμό απ’ όπου και αν προέρχεται. Οι γκρίζες σκοταδιστικές ζώνες απλώνονται με διαφορετικά δίχτυα, οι σκοταδιστές ιμάμηδες χειραφετούν ακόμη και στις πόλεις μας, μέσα από παραμελημένα υπόγεια του κέντρου της Αθήνας. Ο συγγραφέας Μπουαλέμ Σανσάλ γράφει αυτό που σήμερα είναι το πιο ενεργά πολιτικό και κοινωνικό μυθιστόρημα. Όντας ο ίδιος Αλγερινός, γεννημένος το 1949, μηχανικός, διδάκτωρ των οικονομικών, γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Βιομηχανίας, απομακρύνθηκε από τη θέση του λόγω πολιτικών φρονημάτων. Απαγορευμένος στη χώρα του, γράφει στα γαλλικά και κερδίζει βραβεία. Ρισκάροντας να γίνει κάπως διδακτικός φωνάζει αυτό που έλεγε χρόνια πριν και ο Πήτερ Βάις: «ο καθένας ήξερε τι έκανε στη θέση του». Δεν υπάρχει συγχωροχάρτι δηλαδή στο έγκλημα και στον ρατσισμό. Κι αν δεν «ξέρει» ο καθένας, ξέρουμε οι υπόλοιποι. Δεν προτείνεται φυσικά μια ομαδική αυτοκτονία -λόγω πολιτιστικών ενοχών- αλλά τουλάχιστον μια αφύπνιση που πρέπει να είναι ασίγαστη, σχεδόν ψυχωτική.