Ο απρόθυμος φονταμενταλιστής (Mohsin Hamid)
«Ένας απρόθυμος γενίτσαρος» Θυμίζει «λογοτεχνία εκτάκτων καταστάσεων» το είδος της γραφής που θεματολογικά προέκυψε μετά την πτώση του των Δίδυμων Πύργων το 2001. Το «μυθιστόρημα της 9ης Σεπτεμβρίου» έχει ήδη τον δικό του κανόνα που μακραίνει κάθε τόσο και μέσα στο οποίο εντάσσεται και «ο Απρόθυμος φονταμενταλιστής». Ο αφηγητής αυτού του μυθιστορηματικού μονολόγου κατάγεται από την Λαχώρη του Πακιστάν και στα δεκαοκτώ του βρέθηκε στην Αμερική, να σπουδάζει στο Πρίνστον μαζί με άλλους ευφυείς συνομήλικους. Βασικό του εφόδιο η εξυπνάδα και όχι η κοινωνική ή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του που, αν και ανήκουν στα παλιά μεγάλα τζάκια της χώρας (γονείς σπουδαγμένοι στην Αγγλία), δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν το γιο τους που κέρδισε τελικά μια υποτροφία. Ύστερα από τις σπουδές του ο Τσανγκέζ προσλαμβάνεται στην Άντεργουντ Σάμσον, εταιρεία εκτιμήσεων και εφαλτήριο για μεγάλα επαγγελματικά ανοίγματα, όπου και δίνει τον καλύτερο εαυτό του. Αποστέλλεται σε ξένες χώρες για εκτιμήσεις και παροχή βοήθειας στην οργάνωση επιχειρήσεων. Μετακομίζει στην Νέα Υόρκη, την ανήσυχη πολυφυλετική πόλη και αισθάνεται όχι τόσο σαν Αμερικανός, αλλά σαν Νεουρκέζος. Κατά τη διάρκεια ενός τουριστικού ταξιδιού στην Ελλάδα θα γνωρίσει και μια Αμερικανίδα και κάπου μεταξύ Σαντορίνης και Ρόδου («το τελευταίο δυτικό τείχος απέναντι στην ανατολή») θα αγαπηθούν με μια σχέση έντονης συναισθηματικής και νοητικής εξάρτησης και λιγότερο σωματικής. Η Έρικα αντιμετωπίζει πολλά ψυχολογικά προβλήματα γιατί το προηγούμενο αγόρι της, που αγαπούσε περισσότερο απ? ότι φαίνεται, πέθανε μοιραία από καρκίνο. Αυτά τα στοιχεία όμως ελάχιστη αξία έχουν την στιγμή της αφήγησης γιατί τώρα όλα έχουν αλλάξει. Ο Τσανγκέζ, ξεκινώντας τον μονόλογό του, δεν βρίσκεται πια στην Αμερική. Έχει επιστρέψει στην Λαχώρη και ελάχιστα θυμίζει τον παλιό, ευγενικό και συγκρατημένο νέο, που ετοιμαζόταν να κατακτήσει μια άλλη χώρα, να ενταχθεί στην ζωή της και να σμίξει με τους ανθρώπους της. Στην πραγματικότητα, μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, κανείς ξένος και ειδικά ένας μουσουλμάνος δεν μπορεί πια να νιώθει ήρεμα και οικεία όπως πριν. Ο Τσανγκέζ το βίωσε άμεσα. Την στιγμή της κατάρρευσης του εμπορικού κέντρου βρισκόταν σε μια αποστολή στην Μανίλα. Πάγωσε το αίμα του. Επιστρέφοντας, στο αεροπλάνο και στον έλεγχο διαβατηρίων κανείς δεν αναγνώριζε τις σπουδές και τις υποτροφίες του. Στο εξής θα ήταν ένας ύποπτος διαρκείας. Ο ίδιος βιώνει την προκατάληψη στο επαγγελματικό του περιβάλλον, αφήνεται, αφήνει γενειάδα και αναθεωρεί τις θετικές απόψεις του για την χώρα που τον φιλοξένησε και ανέδειξε την ευφυία του. Τώρα πια η οικογένεια που άφησε πίσω του μετράει περισσότερο, η Λαχώρη δεν είναι μια άτακτη και σκονισμένη πολιτεία αλλά ένας τόπος ανθισμένος με ιστορία 4.000 χρόνων, που διέθετε ρυμοτομία και αποχέτευση και που οι συνάδελφοί του, νεόκοποι του νέου κόσμου, δεν θα μπορούσαν να την ονειρευτούν ούτε στα πιο εξωτικά τους όνειρα. Η δεύτερη καθοριστική στιγμή της ζωής του είναι η επίσκεψη στην Χιλή, στο Βολπαρέιζο, για να συνδράμει στην οργάνωση ενός εκδοτικού οίκου που αλλάζει χέρια. Ο παλιός εκδότης Χουάν Μπατίστα τον προτρέπει να επισκεφτεί το σπίτι του Νερούδα και τον ταυτίζει με τους γενίτσαρους, για τους οποίους ο Πακιστανός δεν είχε ξανακούσει. «Πέρασα τη νύχτα αναλογιζόμενος σε τι είχα μεταμορφωθεί. Δεν χωρούσε αμφιβολία: Ήμουν ένας σύγχρονος γενίτσαρος, ένας υπηρέτης της αμερικανικής αυτοκρατορίας την περίοδο της εισβολής της σε συγγενές προς το δικό μου κράτος?». Αναφέρεται στο Αφγανιστάν και θυμώνει για την ουδετερότητα της Αμερικής στη διενέξη Ινδίας και Πακιστάν. Η μεταμόρφωσή του είναι συνταρακτική και έχει πολλαπλές επιπτώσεις στη δουλειά και στις σχέσεις του. Άλλωστε και η Έρικα καταρρέει ψυχολογικά και εξαφανίζεται. Ο Τσανγκέζ φεύγει στην πατρίδα του, με μακριά γενειάδα, άνεργος, σκεπτικός αλλά σε μια καινούργια προσωπική διάσταση και ετοιμότητα. Εδώ που αρχίζει η αφήγηση. Στην Λαχώρη, σε ένα καφενείο. Απέναντί του ένας Αμερικανός, καχύποπτος και φοβισμένος, που δέχεται συνεχώς επιβεβαιωτικά δορυφορικά τηλεφωνήματα, που ακούει προσεκτικά τον Τσανγκέζ (παραλλαγή του Τζένγκις Χαν στα Ουρντού ), που προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τις προθέσεις και τις ιστορίες του, χωρίς να ακούγεται ποτέ η δική του φωνή. Σαν τις ιστορίες στις «χίλιες και μια νύχτες», η αφήγηση διακόπτεται από τον σερβιτόρο, ένα ζητιάνο, έναν ανθοπώλη, από τις νυχτερίδες που πετάνε πάνω απ? την πόλη, ενώ κατά καιρούς κόβεται και το ηλεκτρικό. Η ατμόσφαιρα βαραίνει και γίνεται πιο σκοτεινή και απειλητική αλλά για ποιον από τους δυο; Γιατί αυτό το σφυροκόπημα, αυτή η απολογία του Τσανγκέζ που από φίλος μιας δυτικής χώρας έγινε ένας φανατικός της πολέμιος και ένας πιθανός «τρομοκράτης»; Άραγε ποιος κινδυνεύει από ποιόν, την στιγμή που κάποιοι παραπέρα τους παρακολουθούν; Ρευστότητα, αμφισβήτηση, επιφυλακή, ενώ καλείται ο αναγνώστης να συμπληρώσει τα κενά. Ο Μοχσίν Χαμίντ, ο συγγραφέας, γεννήθηκε το 1971 στην Λαχώρη, σπούδασε στο Πρίνστον και στο Χάρβαρντ, δούλεψε στον επιχειρηματικό τομέα και το 2000 έβγαλε το πρώτο του μυθιστόρημα «Ψυχή και Φλόγα» (Λιβάνης). Με τον «Απρόθυμο Φονταμενταλιστή» βρέθηκε στην εξάδα των υποψηφίων για Μπούκερ το 2007 και στις λίστες ευπώληπτων της αγγλόφωνης αγοράς, ενώ η Μίρα Νάιρ έκλεισε το βιβλίο για να γυριστεί ταινία. Ζει πια στο Λονδίνο και απ? ότι είδαμε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο CNN είναι καλοξυρισμένος. Συγγραφέας, διαμεσολαβητής στα διλήμματα της δύσης και της ανατολής, απόρροια της δυτικής φοβίας απέναντι στην ανερμήνευτη ανατολή, ο Μοχσίν Χαμίντ φαίνεται να ξέρει καλά τον ρόλο του. Ας μην λοξοκοιτάζει, πάντως, τις βασιλικές τιμές στο πρόσωπο του «άπιστου» Σάλμαν Ρούσντι. Ας προσέξει να παραμείνει ένας πρόθυμος φιλοδυτικός, γιατί μέχρι κι ο Μάρτιν Έϊμις προτείνει να ξαποστείλουν τους ανήσυχους μουσουλμάνους στις πατρίδες τους προς συμμόρφωση. Το σύντομο αυτό δραματικό αφήγημα έχει πολλές δυνατές στιγμές, ο μονόλογος είναι ζωντανός παρά την ομογενοποίηση που υφίσταται από την καλοσυνάτη ελληνική απόδοση. Ως αφήγημα δεν εκτοξεύεται λογοτεχνικά, αφήνει όμως μεγάλες προσδοκίες για το επόμενο μυθιστόρημα, μακριά ίσως από τις συγκυρίες της τρομοεποχής μας. Θ.Γ.