Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Ο Ανα­κρι­τής (Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης)

Ο Ανα­κρι­τής (Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης
Βιβλίο: Εκδότης
Εκδό­σεις Γα­βριη­λί­δη
Έτος: 2012
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Ο Μά­ριος Μι­χα­η­λί­δης α­νή­κει στη σχε­τι­κά ο­λι­γά­ριθ­μη ο­μά­δα κύ­πριων συγ­γρα­φέων, που κα­τοι­κούν στην Ελλά­δα α­πό τα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια δια­τη­ρώ­ντας την ι­διο­προ­σω­πία τους α­πέ­να­ντι στους Ελλα­δί­τες. Ποιη­τής της γε­νιάς του ’70, α­κο­λού­θη­σε με κα­θυ­στέ­ρη­ση το ρεύ­μα Ελλα­δι­τών ποιη­τών αυ­τής της ο­μά­δας που στρά­φη­κε στην πε­ζο­γρα­φία. Για να κα­λύ­ψει, ω­στό­σο, τη δια­φο­ρά χρό­νου, υιο­θέ­τη­σε γρή­γο­ρους ρυθ­μούς. Σε λι­γό­τε­ρο α­πό πε­ντα­ε­τία πα­ρου­σία­σε τρία πε­ζά, που θα μπο­ρού­σαν να χα­ρα­κτη­ρι­στούν λό­γω έ­κτα­σης νου­βέ­λες. Δια­θέ­τουν, ω­στό­σο, τον πο­λύ­πτυ­χο χα­ρα­κτή­ρα ε­νός μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, έ­στω, με βά­ση τα ε­πι­κρα­τού­ντα με­γέ­θη, ε­νός μί­νι μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Στην τρι­λο­γία δια­κρί­νου­με ο­ρι­σμέ­να κοι­νά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα ο­ποία πι­θα­νώς να ο­φεί­λο­νται στη μι­κρή α­να­με­τα­ξύ τους χρο­νι­κή α­πό­στα­ση, αν, βε­βαίως, δε­χτού­με, ό­τι συγ­γρα­φή και έκ­δο­ση συμ­βα­δί­ζουν. Κα­τ’ αρ­χάς, η α­φή­γη­ση πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο τρί­το πρό­σω­πο, δη­λώ­νο­ντας άλ­λο­τε έ­ναν πα­ντε­πό­πτη α­φη­γη­τή και άλ­λο­τε, τις σκέ­ψεις και τις ε­ναλ­λα­γές διά­θε­σης του κε­ντρι­κού χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δή κά­τι σαν ε­σω­τε­ρι­κός μο­νό­λο­γος. Αυ­τό το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο δεν ο­νο­μα­τί­ζε­ται, προ­βάλ­λει, ό­μως, ως κυ­ρίαρ­χο σε έ­να μυ­θο­πλα­στι­κό θία­σο α­πό ελ­λει­πτι­κώς σκια­γρα­φη­μέ­να πρό­σω­πα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο των τριών πε­ζών εί­ναι η ι­διό­τυ­πη δο­μή τους σε σχέ­ση με την πα­ρά­με­τρο του χρό­νου, που δια­μορ­φώ­νε­ται α­πο­σπα­σμα­τι­κή και πο­λυε­πί­πε­δη έ­να­ντι της ευ­θύ­γραμ­μης α­νέ­λι­ξης των συμ­βά­ντων. Ως προς αυ­τό το ση­μείο, ο συγ­γρα­φέ­ας α­πο­δει­κνύε­ται έ­νας homo ludens, κα­θώς ε­πι­νο­εί στρα­τη­γή­μα­τα, α­φη­γη­μα­τι­κά και γλωσ­σι­κά, τα ο­ποία προ­δια­θέ­τουν για την έκ­πλη­ξη του τέ­λους ή, ως εί­θι­σται να α­πο­κα­λεί­ται, την α­να­τρο­πή των α­να­γνω­στι­κών προσ­δο­κιών. Αν και το πρό­σφα­το βι­βλίο, ί­σως α­πο­δειχ­θεί για τον ση­με­ρι­νό α­να­γνώ­στη, που δια­βά­ζει εν τά­χει, πε­ρισ­σό­τε­ρο του δέ­ο­ντως ναρ­κο­θε­τη­μέ­νο. Μέ­ρος της κύ­πριας ι­διο­προ­σω­πίας του Μι­χα­η­λί­δη συ­νι­στά η εμ­μο­νή του με την Ιστο­ρία των Ελλή­νων. Μα­κράν του ι­στο­ρι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, α­να­μο­χλεύει έ­να δια­χρο­νι­κό υ­πό­στρω­μα. Στο πρώ­το, «Ο Οστε­ο­φύ­λαξ», δί­νει μια ι­στο­ρι­κή φα­ντα­σμα­γο­ρία, με βά­θος χρό­νου την γέ­νε­ση του νε­ο­ελ­λη­νι­κού κρά­τους. Δεν πρό­κει­ται για μια στα­τι­κή ει­κό­να ι­στο­ρι­κού εγ­χει­ρι­δίου, κα­θώς, με το τέ­χνα­σμα του ο­στε­ο­φυ­λα­κίου, α­να­δει­κνύο­νται οι με­τα­βαλ­λό­με­νες, σύμ­φω­να με τις ο­ρέ­ξεις κά­θε ε­πο­χής, προο­πτι­κές. Στο δεύ­τε­ρο, «Τα κρό­τα­λα του χρό­νου», δη­μιουρ­γώ­ντας ει­σα­γω­γι­κά μυ­θι­κή χροιά, ε­στιά­ζει στο Κί­νη­μα της 3ης Σε­πτεμ­βρίου 1843, ό­που ε­κεί α­δελ­φώ­νει τον Μα­κρυ­γιάν­νη με κύ­πριους πα­τριώ­τες. Έτσι, βρί­σκει την ευ­και­ρία να δεί­ξει τις συμ­βα­δί­ζου­σες τύ­χες του Ελλα­δι­κού κρά­τους και του κυ­πρια­κού ελ­λη­νι­σμού. Στο τρί­το, ε­στιά­ζει στο τε­τρά­πτυ­χο, Χού­ντα-Πο­λυ­τε­χνείο-Κυ­πρια­κό-Με­τα­πο­λί­τευ­ση, που α­πο­τε­λεί τις πιο πρό­σφα­τες μεί­ζο­νες πε­ρι­πέ­τειες του τό­που αλ­λά και ε­κεί­νες που έ­δε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά πο­τέ τις τύ­χες Ελλά­δας και Κύ­πρου. Οι α­φε­τη­ρίες της Με­τα­πο­λί­τευ­σης α­πέ­χουν λι­γό­τε­ρο α­πό μι­σό αιώ­να, τη χρο­νι­κή α­πό­στα­ση που έ­χει θεω­ρη­θεί ως η α­να­γκαία για τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό μιας πε­ριό­δου ως ι­στο­ρι­κής. Αυ­τή η σχε­τι­κή χρο­νι­κή εγ­γύ­τη­τα α­πο­τρέ­πει τον συγ­γρα­φέα α­πό μια πα­ρω­δια­κή πα­ρου­σία­ση, την ο­ποία εί­χε με δε­ξιό­τη­τα εκ­με­ταλ­λευ­θεί στο πρώ­το του βι­βλίο. Δε­δο­μέ­νου ό­τι μό­λις τώ­ρα έ­χει ξε­κι­νή­σει η α­πο­κα­θή­λω­ση του τε­τρά­πτυ­χου α­πό την πα­ρα­κα­τα­θή­κη των ο­σίων και ιε­ρών του έ­θνους, η α­νά­κλη­σή του στα πρό­σφα­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα πνί­γε­ται στις στε­ρεό­τυ­πες σκη­νές και τις κλι­σέ εκ­φρά­σεις. Ο Μι­χα­η­λί­δης, αν δεν δια­φεύ­γει ο­λο­σχε­ρώς αυ­τήν την ε­πι­κίν­δυ­νη πα­γί­δευ­ση, του­λά­χι­στον την δι­καιο­λο­γεί, α­φού δεν α­νι­στο­ρεί τα γε­γο­νό­τα αλ­λά τα πα­ρου­σιά­ζει ό­πως βιώ­νο­νται. Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος α­φη­γη­μα­τι­κός τρό­πος φέρ­νει φρι­κια­στι­κές και α­πω­θη­τι­κές σκη­νές, που έ­χουν πολ­λα­πλώς α­νι­στο­ρη­θεί υ­πό μορ­φή μαρ­τυ­ρίας. Πα­ρά τις αλ­λα­γές στους κα­νό­νες της αι­σθη­τι­κής, πι­στεύου­με ό­τι η διά­κρι­ση, που έ­κα­ναν οι πα­λαιό­τε­ροι, α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το α­η­δές πα­ρα­μέ­νει κα­θο­ρι­στι­κή. Κα­θώς, μά­λι­στα, η α­φή­γη­σή του Μι­χα­η­λί­δη δεν α­νή­κει στις ελ­λει­πτι­κού τύ­που διη­γή­σεις, η ε­ντύ­πω­ση ε­πι­τεί­νε­ται. Όπως και να έ­χει, με αυ­τόν τον τρό­πο ε­πι­ζη­τά να α­πο­δώ­σει τα αι­σθή­μα­τα ε­νός κρα­τού­με­νου, που α­γνο­εί το λό­γο σύλ­λη­ψής του και εν α­να­μο­νή της α­νά­κρι­σης, βρί­σκε­ται έρ­μαιο ποι­κί­λων α­ντι­φα­τι­κών εκ­δο­χών, κα­θώς φα­ντα­σιώ­νε­ται πλε­κτά­νες και προ­δο­σίες της α­γα­πη­μέ­νης γυ­ναί­κας και των συ­ντρό­φων. Όλα συμ­βαί­νουν μέ­σα σε έ­να διή­με­ρο, που το­πο­θε­τεί­ται λί­γο με­τά την 23η Δε­κεμ­βρίου 1975, κα­τά την ο­ποία δο­λο­φο­νή­θη­κε ο ει­δι­κός βο­η­θός του α­με­ρι­κα­νού πρέ­σβη Τζακ Κιού­μπι­τς, ο Ρί­τσαρ­ντ Γουέ­λς, με τρεις σφαί­ρες· δυο στην καρ­διά και μια στο κε­φά­λι. Ο Γουέ­λς ή­ταν σταθ­μάρ­χης της CIA στην Ελλά­δα και την ευ­θύ­νη της δο­λο­φο­νίας του εί­χε α­να­λά­βει η «Επα­να­στα­τι­κή Οργά­νω­ση 17 Νοέμ­βρη», που έ­κα­νε με αυ­τήν την παρ­θε­νι­κή της εμ­φά­νι­ση. Κρυ­πτι­κή η α­φή­γη­ση τον α­να­φέ­ρει ως Αμε­ρι­κά­νο και κά­νει λό­γο “για μια σκο­τει­νή ορ­γά­νω­ση, που α­ντρώ­θη­κε στα χρό­νια της Χού­ντας και που τώ­ρα έ­παιρ­νε εκ­δί­κη­ση”. Πλα­γίως θυ­μί­ζει πως, τό­τε, η εν λό­γω Οργά­νω­ση α­ντι­προ­σώ­πευε για ο­ρι­σμέ­νους “έ­να τολ­μη­ρό κοι­νω­νι­κό ό­ρα­μα”. Κα­τά τα άλ­λα, το διή­με­ρο α­πλώ­νε­ται χρο­νι­κά με α­να­δρο­μές στα χρό­νια πριν τη Χού­ντα, αλ­λά και προ­βο­λές με­τά το 1990. Αυ­τές οι προ­βο­λές του κρα­τού­με­νου σε έ­να με­τα­γε­νέ­στε­ρο χρό­νο α­πο­τε­λούν νύ­ξη για το α­δια­σα­φή­νι­στο πα­ρόν της α­φή­γη­σης, του ο­ποίου ο προσ­διο­ρι­σμός φυ­λάσ­σε­ται ως κα­τα­κλεί­δα. Οι πρω­τό­τυ­ποι τίτ­λοι φαί­νε­ται πως εί­ναι προ­νό­μιο των ποιη­τών. Του Μι­χα­η­λί­δη εί­ναι πρω­τό­τυ­ποι αλ­λά και καί­ριοι, κα­θώς πα­ρα­πέ­μπουν στον μυ­θο­πλα­στι­κό πυ­ρή­να. Στο πρό­σφα­το, ο α­φη­γη­τής, στα χρό­νια της Χού­ντας, εί­ναι φοι­τη­τής της Φι­λο­σο­φι­κής Σχο­λής Αθη­νών. Μέ­νει με το πα­ρά­πο­νο πως στά­θη­κε κο­μπάρ­σος στα γε­γο­νό­τα, ζη­λεύο­ντας τις η­ρωι­κές στά­σεις και τις α­ντο­χές των γύ­ρω του. Κα­θώς α­να­φέ­ρει έ­να πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο για συμ­φοι­τη­τή του, τον πα­τρι­νό συγ­γρα­φέα Κώ­στα Λο­γα­ρά, δη­λώ­νει εμ­μέ­σως την η­λι­κία του, ε­ντασ­σό­με­νους στους γεν­νη­θέ­ντες του 1950. Όντας κρα­τού­με­νος, δια­λο­γί­ζε­ται με τον ε­αυ­τό του. Εκτός α­πό τους βα­σα­νι­στές του, που α­πο­κα­λεί “νά­νο” και “ε­πι­στή­μο­να”, συ­νε­χώς πα­ρών εί­ναι “ο α­να­κρι­τής”. Ή κα­λύ­τε­ρα η σκιά του, ό­πως προσ­διο­ρί­ζει ό­ταν τον α­να­φέ­ρει για πρώ­τη φο­ρά, ε­νώ, στη συ­νέ­χεια, τον θέ­λει πά­ντο­τε να βρί­σκε­ται “στο σκιό­φως” ή, ε­ναλ­λα­κτι­κά, “στη σκιά της σκιάς του”, σαν “θο­λή φι­γού­ρα”. Αυ­τός το θή­ρα­μα και ε­κεί­νος ο θη­ρευ­τής, με κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του δεύ­τε­ρου ό­τι “δεν α­πα­ντά πο­τέ”. Ο κρα­τού­με­νος κρο­τα­λί­ζει τα δά­χτυ­λά του, ό­μως “τα κρό­τα­λα του χρό­νου”, σύμ­φω­να και με τον τίτ­λο του προ­η­γού­με­νου βι­βλίου του, σε αυ­τήν την ι­στο­ρία τα παί­ζει “ο α­να­κρι­τής”. Προ­βάλ­λει ως ευ­θεία πα­ρα­πο­μπή “στον σύ­ντρο­φο α­να­κρι­τή”, την πιο ε­φιαλ­τι­κή μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή φι­γού­ρα της με­τα­πο­λε­μι­κής λο­γο­τε­χνίας. Ο Μι­χα­η­λί­δης, με ση­μειώ­σεις, στο τέ­λος του βι­βλίου, κα­τα­γρά­φει τα δά­νεια. Μό­νο, ω­στό­σο, τα κα­τά λέ­ξη α­πό κά­ποιο πρω­τό­τυ­πο. Η “συ­νο­μι­λία” του «Ανα­κρι­τή» με «Το κι­βώ­τιο» του ʼρη Αλε­ξάν­δρου δεν χρειά­ζε­ται υ­πό­μνη­ση. Υπάρ­χουν, ως κα­θο­ρι­στι­κά στοι­χεία, η α­πο­μό­νω­ση του ή­ρωα, οι α­προσ­διό­ρι­στες κα­τη­γο­ρίες, το αί­σθη­μα του ε­πεί­γο­ντος ό­σο α­φο­ρά τη διευ­κρί­νι­ση της α­θωό­τη­τάς του, το πλή­θος των α­λη­θο­φα­νών εκ­δο­χών που αλ­λη­λο­συ­γκρούο­νται, η συ­νε­χής αλ­λα­γή της γραμ­μής υ­πε­ρά­σπι­σής του και κυ­ρίως, η σιω­πή της ε­ξου­σίας, που εκ­προ­σω­πεί ο α­να­κρι­τής. Και ε­δώ, κυ­ριαρ­χεί κλί­μα α­να­σφά­λειας και φό­βου. Δια­φέ­ρει, βε­βαίως, η α­να­τρο­πή του τέ­λους. Δεν λεί­πει, ω­στό­σο, και α­πό την κα­τά­λη­ξη του «Ανα­κρι­τή», η αί­σθη­ση της μα­ταιό­τη­τας. Αί­σθη­ση, που λαν­θά­νει και στο μό­το του βι­βλίου, το ο­ποίο, εκ πρώ­της ό­ψεως, δεί­χνει ο­λωσ­διό­λου α­πρό­σφο­ρο για έ­να πε­ζό ε­στια­σμέ­νο στα πά­θη κά­ποιου που υ­βρί­ζε­ται α­πό την Ασφά­λεια ως “πα­λιο­κουμ­μού­νι”. Η ευ­στο­χία του πα­ρα­θέ­μα­τος α­πο­κα­λύ­πτε­ται με­τά την ο­λο­κλή­ρω­ση της α­νά­γνω­σης. Το μό­το εί­ναι τα λό­για του Πρό­σπε­ρου στο θε­α­τρι­κό έρ­γο «Η Τρι­κυ­μία»: «...εί­μα­στε α­π’ την ύ­λη που ’ναι φτιαγ­μέ­να τα ό­νει­ρα και τη μι­κρή ζωή μας την κυ­κλώ­νει ο ύ­πνος...» Το έρ­γο θεω­ρεί­ται το κύ­κνειο ά­σμα του Σαίξ­πη­ρ, τον ο­ποίο ταυ­τί­ζουν με τον Πρό­σπε­ρο, α­πο­δί­δο­ντάς του αυ­το­βιο­γρα­φι­κή πρό­θε­ση. Με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη φρά­ση, ο Πρό­σπε­ρος συ­νει­δη­το­ποιεί τη θνη­τό­τη­τά του και α­κό­μη ό­τι η ζωή φθί­νει ό­πως έ­να ό­νει­ρο. Σε έ­να “κα­κό ό­νει­ρο” έ­χει την αί­σθη­ση ό­τι μπαι­νο­βγαί­νει ο α­φη­γη­τής του Μι­χα­η­λί­δη, ό­που, στις κα­τα­βυ­θί­σεις του, ε­ρω­τι­κές μνή­μες α­να­κα­τώ­νο­νται με ε­φιάλ­τες βα­σα­νι­στη­ρίων. Ο συγ­γρα­φέ­ας, πλέ­κο­ντας στην α­φή­γη­ση δι­κούς του κυ­ρίως στί­χους, κα­τορ­θώ­νει να προσ­δώ­σει τη ρευ­στή αί­σθη­ση πως “μ’ έ­να ό­νει­ρο πλα­νιέ­ται μέ­σα σ’ έ­να άλ­λο”, ό­πως στους πα­ρα­μυ­θι­κούς κό­σμους του Σαίξ­πηρ. Όταν ο φό­βος για τη βία, που θα α­σκη­θεί στο σώ­μα, τρε­λαί­νει το θύ­μα, σω­τή­ρια α­πο­βαί­νει η πα­ραί­σθη­ση ε­νός “α­σώ­μα­του με­τεω­ρι­σμού”, που ε­πι­τρέ­πει την α­πο­στα­σιο­ποίη­ση α­πό το σαρ­κίο. Για να υ­πο­ψιά­σου­με τον α­να­γνώ­στη, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­ψου­με το πε­ρί­τε­χνο της ό­λης μυ­θο­πλα­στι­κής σύλ­λη­ψης, θυ­μί­ζου­με ό­τι ο Δυ­τι­κός κό­σμος, α­κό­μη και για θε­ρα­πευ­τι­κούς σκο­πούς, σε βίαια μέ­σα κα­τα­φεύ­γει. Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/1/2013.