Ο Ανακριτής (Μάριος Μιχαηλίδης)
Ο Μάριος Μιχαηλίδης ανήκει στη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα κύπριων συγγραφέων, που κατοικούν στην Ελλάδα από τα φοιτητικά τους χρόνια διατηρώντας την ιδιοπροσωπία τους απέναντι στους Ελλαδίτες. Ποιητής της γενιάς του 70, ακολούθησε με καθυστέρηση το ρεύμα Ελλαδιτών ποιητών αυτής της ομάδας που στράφηκε στην πεζογραφία. Για να καλύψει, ωστόσο, τη διαφορά χρόνου, υιοθέτησε γρήγορους ρυθμούς. Σε λιγότερο από πενταετία παρουσίασε τρία πεζά, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν λόγω έκτασης νουβέλες. Διαθέτουν, ωστόσο, τον πολύπτυχο χαρακτήρα ενός μυθιστορήματος, έστω, με βάση τα επικρατούντα μεγέθη, ενός μίνι μυθιστορήματος. Στην τριλογία διακρίνουμε ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία πιθανώς να οφείλονται στη μικρή αναμεταξύ τους χρονική απόσταση, αν, βεβαίως, δεχτούμε, ότι συγγραφή και έκδοση συμβαδίζουν. Κατ αρχάς, η αφήγηση παραμένει σταθερά στο τρίτο πρόσωπο, δηλώνοντας άλλοτε έναν παντεπόπτη αφηγητή και άλλοτε, τις σκέψεις και τις εναλλαγές διάθεσης του κεντρικού χαρακτήρα, δηλαδή κάτι σαν εσωτερικός μονόλογος. Αυτό το κεντρικό πρόσωπο δεν ονοματίζεται, προβάλλει, όμως, ως κυρίαρχο σε ένα μυθοπλαστικό θίασο από ελλειπτικώς σκιαγραφημένα πρόσωπα. Χαρακτηριστικό στοιχείο των τριών πεζών είναι η ιδιότυπη δομή τους σε σχέση με την παράμετρο του χρόνου, που διαμορφώνεται αποσπασματική και πολυεπίπεδη έναντι της ευθύγραμμης ανέλιξης των συμβάντων. Ως προς αυτό το σημείο, ο συγγραφέας αποδεικνύεται ένας homo ludens, καθώς επινοεί στρατηγήματα, αφηγηματικά και γλωσσικά, τα οποία προδιαθέτουν για την έκπληξη του τέλους ή, ως είθισται να αποκαλείται, την ανατροπή των αναγνωστικών προσδοκιών. Αν και το πρόσφατο βιβλίο, ίσως αποδειχθεί για τον σημερινό αναγνώστη, που διαβάζει εν τάχει, περισσότερο του δέοντως ναρκοθετημένο. Μέρος της κύπριας ιδιοπροσωπίας του Μιχαηλίδη συνιστά η εμμονή του με την Ιστορία των Ελλήνων. Μακράν του ιστορικού μυθιστορήματος, αναμοχλεύει ένα διαχρονικό υπόστρωμα. Στο πρώτο, «Ο Οστεοφύλαξ», δίνει μια ιστορική φαντασμαγορία, με βάθος χρόνου την γένεση του νεοελληνικού κράτους. Δεν πρόκειται για μια στατική εικόνα ιστορικού εγχειριδίου, καθώς, με το τέχνασμα του οστεοφυλακίου, αναδεικνύονται οι μεταβαλλόμενες, σύμφωνα με τις ορέξεις κάθε εποχής, προοπτικές. Στο δεύτερο, «Τα κρόταλα του χρόνου», δημιουργώντας εισαγωγικά μυθική χροιά, εστιάζει στο Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όπου εκεί αδελφώνει τον Μακρυγιάννη με κύπριους πατριώτες. Έτσι, βρίσκει την ευκαιρία να δείξει τις συμβαδίζουσες τύχες του Ελλαδικού κράτους και του κυπριακού ελληνισμού. Στο τρίτο, εστιάζει στο τετράπτυχο, Χούντα-Πολυτεχνείο-Κυπριακό-Μεταπολίτευση, που αποτελεί τις πιο πρόσφατες μείζονες περιπέτειες του τόπου αλλά και εκείνες που έδεσαν περισσότερο παρά ποτέ τις τύχες Ελλάδας και Κύπρου. Οι αφετηρίες της Μεταπολίτευσης απέχουν λιγότερο από μισό αιώνα, τη χρονική απόσταση που έχει θεωρηθεί ως η αναγκαία για τον χαρακτηρισμό μιας περιόδου ως ιστορικής. Αυτή η σχετική χρονική εγγύτητα αποτρέπει τον συγγραφέα από μια παρωδιακή παρουσίαση, την οποία είχε με δεξιότητα εκμεταλλευθεί στο πρώτο του βιβλίο. Δεδομένου ότι μόλις τώρα έχει ξεκινήσει η αποκαθήλωση του τετράπτυχου από την παρακαταθήκη των οσίων και ιερών του έθνους, η ανάκλησή του στα πρόσφατα μυθιστορήματα πνίγεται στις στερεότυπες σκηνές και τις κλισέ εκφράσεις. Ο Μιχαηλίδης, αν δεν διαφεύγει ολοσχερώς αυτήν την επικίνδυνη παγίδευση, τουλάχιστον την δικαιολογεί, αφού δεν ανιστορεί τα γεγονότα αλλά τα παρουσιάζει όπως βιώνονται. Ο συγκεκριμένος αφηγηματικός τρόπος φέρνει φρικιαστικές και απωθητικές σκηνές, που έχουν πολλαπλώς ανιστορηθεί υπό μορφή μαρτυρίας. Παρά τις αλλαγές στους κανόνες της αισθητικής, πιστεύουμε ότι η διάκριση, που έκαναν οι παλαιότεροι, ανάμεσα στο τραγικό και το αηδές παραμένει καθοριστική. Καθώς, μάλιστα, η αφήγησή του Μιχαηλίδη δεν ανήκει στις ελλειπτικού τύπου διηγήσεις, η εντύπωση επιτείνεται. Όπως και να έχει, με αυτόν τον τρόπο επιζητά να αποδώσει τα αισθήματα ενός κρατούμενου, που αγνοεί το λόγο σύλληψής του και εν αναμονή της ανάκρισης, βρίσκεται έρμαιο ποικίλων αντιφατικών εκδοχών, καθώς φαντασιώνεται πλεκτάνες και προδοσίες της αγαπημένης γυναίκας και των συντρόφων. Όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα διήμερο, που τοποθετείται λίγο μετά την 23η Δεκεμβρίου 1975, κατά την οποία δολοφονήθηκε ο ειδικός βοηθός του αμερικανού πρέσβη Τζακ Κιούμπιτς, ο Ρίτσαρντ Γουέλς, με τρεις σφαίρες· δυο στην καρδιά και μια στο κεφάλι. Ο Γουέλς ήταν σταθμάρχης της CIA στην Ελλάδα και την ευθύνη της δολοφονίας του είχε αναλάβει η «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», που έκανε με αυτήν την παρθενική της εμφάνιση. Κρυπτική η αφήγηση τον αναφέρει ως Αμερικάνο και κάνει λόγο για μια σκοτεινή οργάνωση, που αντρώθηκε στα χρόνια της Χούντας και που τώρα έπαιρνε εκδίκηση. Πλαγίως θυμίζει πως, τότε, η εν λόγω Οργάνωση αντιπροσώπευε για ορισμένους ένα τολμηρό κοινωνικό όραμα. Κατά τα άλλα, το διήμερο απλώνεται χρονικά με αναδρομές στα χρόνια πριν τη Χούντα, αλλά και προβολές μετά το 1990. Αυτές οι προβολές του κρατούμενου σε ένα μεταγενέστερο χρόνο αποτελούν νύξη για το αδιασαφήνιστο παρόν της αφήγησης, του οποίου ο προσδιορισμός φυλάσσεται ως κατακλείδα. Οι πρωτότυποι τίτλοι φαίνεται πως είναι προνόμιο των ποιητών. Του Μιχαηλίδη είναι πρωτότυποι αλλά και καίριοι, καθώς παραπέμπουν στον μυθοπλαστικό πυρήνα. Στο πρόσφατο, ο αφηγητής, στα χρόνια της Χούντας, είναι φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Μένει με το παράπονο πως στάθηκε κομπάρσος στα γεγονότα, ζηλεύοντας τις ηρωικές στάσεις και τις αντοχές των γύρω του. Καθώς αναφέρει ένα πραγματικό πρόσωπο για συμφοιτητή του, τον πατρινό συγγραφέα Κώστα Λογαρά, δηλώνει εμμέσως την ηλικία του, εντασσόμενους στους γεννηθέντες του 1950. Όντας κρατούμενος, διαλογίζεται με τον εαυτό του. Εκτός από τους βασανιστές του, που αποκαλεί νάνο και επιστήμονα, συνεχώς παρών είναι ο ανακριτής. Ή καλύτερα η σκιά του, όπως προσδιορίζει όταν τον αναφέρει για πρώτη φορά, ενώ, στη συνέχεια, τον θέλει πάντοτε να βρίσκεται στο σκιόφως ή, εναλλακτικά, στη σκιά της σκιάς του, σαν θολή φιγούρα. Αυτός το θήραμα και εκείνος ο θηρευτής, με κύριο χαρακτηριστικό του δεύτερου ότι δεν απαντά ποτέ. Ο κρατούμενος κροταλίζει τα δάχτυλά του, όμως τα κρόταλα του χρόνου, σύμφωνα και με τον τίτλο του προηγούμενου βιβλίου του, σε αυτήν την ιστορία τα παίζει ο ανακριτής. Προβάλλει ως ευθεία παραπομπή στον σύντροφο ανακριτή, την πιο εφιαλτική μυθιστορηματική φιγούρα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Ο Μιχαηλίδης, με σημειώσεις, στο τέλος του βιβλίου, καταγράφει τα δάνεια. Μόνο, ωστόσο, τα κατά λέξη από κάποιο πρωτότυπο. Η συνομιλία του «Ανακριτή» με «Το κιβώτιο» του ʼρη Αλεξάνδρου δεν χρειάζεται υπόμνηση. Υπάρχουν, ως καθοριστικά στοιχεία, η απομόνωση του ήρωα, οι απροσδιόριστες κατηγορίες, το αίσθημα του επείγοντος όσο αφορά τη διευκρίνιση της αθωότητάς του, το πλήθος των αληθοφανών εκδοχών που αλληλοσυγκρούονται, η συνεχής αλλαγή της γραμμής υπεράσπισής του και κυρίως, η σιωπή της εξουσίας, που εκπροσωπεί ο ανακριτής. Και εδώ, κυριαρχεί κλίμα ανασφάλειας και φόβου. Διαφέρει, βεβαίως, η ανατροπή του τέλους. Δεν λείπει, ωστόσο, και από την κατάληξη του «Ανακριτή», η αίσθηση της ματαιότητας. Αίσθηση, που λανθάνει και στο μότο του βιβλίου, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, δείχνει ολωσδιόλου απρόσφορο για ένα πεζό εστιασμένο στα πάθη κάποιου που υβρίζεται από την Ασφάλεια ως παλιοκουμμούνι. Η ευστοχία του παραθέματος αποκαλύπτεται μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Το μότο είναι τα λόγια του Πρόσπερου στο θεατρικό έργο «Η Τρικυμία»: «...είμαστε απ την ύλη που ναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη μικρή ζωή μας την κυκλώνει ο ύπνος...» Το έργο θεωρείται το κύκνειο άσμα του Σαίξπηρ, τον οποίο ταυτίζουν με τον Πρόσπερο, αποδίδοντάς του αυτοβιογραφική πρόθεση. Με τη συγκεκριμένη φράση, ο Πρόσπερος συνειδητοποιεί τη θνητότητά του και ακόμη ότι η ζωή φθίνει όπως ένα όνειρο. Σε ένα κακό όνειρο έχει την αίσθηση ότι μπαινοβγαίνει ο αφηγητής του Μιχαηλίδη, όπου, στις καταβυθίσεις του, ερωτικές μνήμες ανακατώνονται με εφιάλτες βασανιστηρίων. Ο συγγραφέας, πλέκοντας στην αφήγηση δικούς του κυρίως στίχους, κατορθώνει να προσδώσει τη ρευστή αίσθηση πως μ ένα όνειρο πλανιέται μέσα σ ένα άλλο, όπως στους παραμυθικούς κόσμους του Σαίξπηρ. Όταν ο φόβος για τη βία, που θα ασκηθεί στο σώμα, τρελαίνει το θύμα, σωτήρια αποβαίνει η παραίσθηση ενός ασώματου μετεωρισμού, που επιτρέπει την αποστασιοποίηση από το σαρκίο. Για να υποψιάσουμε τον αναγνώστη, χωρίς να αποκαλύψουμε το περίτεχνο της όλης μυθοπλαστικής σύλληψης, θυμίζουμε ότι ο Δυτικός κόσμος, ακόμη και για θεραπευτικούς σκοπούς, σε βίαια μέσα καταφεύγει. Μ. Θεοδοσοπούλου Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 13/1/2013.