Νυχτερίδες (Λ. Κιτσοπούλου)
«Αυτοκτόνησε με πολύ ήρεμο τρόπο. Φόρεσε μια ρόμπα, ένα ζευγάρι παντόφλες, έφτιαξε ελληνικό καφέ μέτριο, τον ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα από το μαξιλάρι του, ακριβώς κάτω απ? το πορτατίφ, και κατέβασε όλα τα χάπια, ένα ένα, με μικρές γουλιές ελληνικού καφέ». [Απόσπασμα από το βιβλίο] Η Λένα Κιτσοπούλου, με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερίδες», κατάφερε να αποσπάσει το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του 2006 του περιοδικού «Διαβάζω». Κατάφερε με το λογοτεχνικό της ντεμπούτο να τύχει της αποδοχής και των αναγνωστών και, εν πολλοίς, της κριτικής. Τα διηγήματα που αποτελούν τη συλλογή αυτή, γραμμένα όλα με το ίδιο αφηγηματικό τέμπο αλλά και την ίδια φιλοσοφία, συνιστούν ιστορίες με χαρακτήρες απόλυτα καθημερινούς στην?καθημερινότητά τους, που όμως οι σκοτεινές και ενδόμυχες σκέψεις τους τούς οδηγούν σε αντιδράσεις πέρα απ? τα συνηθισμένα, μακριά από οποιαδήποτε προσδοκία εκ μέρους του αναγνώστη. Στο επίπεδο αυτό, η επιλογή αυτή της Κιτσοπούλου είναι απόλυτα θεμιτή, μιας και φαίνεται αυτό να αποτελεί και το λογοτεχνικό της διακύβευμα: το σκοτεινό και το ενδόμυχο, το κακό που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το καλό, όσο δύσκολο κι αν είναι να το διακρίνει κανείς. Κατά κανόνα, η ολοκλήρωση των ιστοριών λαμβάνει ένα τέλος ανατρεπτικό, εκτός από μερικές ιστορίες που είναι προφανείς όσον αφορά την εξέλιξή τους (για παράδειγμα η πρώτη ιστορία, «Ο γιος μου ο γύφτος»), που εντούτοις κάνει τον αναγνώστη να μένει άφωνος και έκπληκτος απ? την εξέλιξη των πραγμάτων. Ένα κοριτσάκι οδηγείται σε ένα μισοαναγκαστικό μισοηθελημένο βιασμό από έναν φίλο της που θαυμάζει απεριόριστα? ένας πατέρας ταΐζει έως θανάτου τον γιο του εξαιτίας της αποκάλυψης της γυναίκας του? ένας θείος που βιάζει κατά συρροήν την ανιψιά του και φτάνει να σκοτώσει την κόρη του που πέρδεται ασυστόλως? ένας τύπος που πνίγεται από ένα κουμπί, στην προσπάθειά του να σωθεί από βέβαιο εγκεφαλικό ή καρδιακή προσβολή, που υπάρχει ωστόσο μόνο στη φαντασία του. Αυτή είναι κατά βάση η θεματολογία της Λένας Κιτσοπούλου και αυτές είναι μερικές από τις ιστορίες που απαρτίζουν τις «Νυχτερίδες». Σύμφωνα με την ανάγνωσή μου, η βαθύτερη προσδοκία της συγγραφέως ήταν η ανίχνευση του βάθους των ανθρώπων, η εξήγηση και δικαιολόγηση τρόπον τινά των κινήτρων που οδηγούν τους ήρωες στις ακραίες πράξεις τους, και, συνεκδοχικά, η αναζήτηση του καλά κρυμμένου κόσμου των ανθρώπων εν γένει, πέραν των ηρώων της Κιτσοπούλου που ζουν στο χαρτί της. Το μοτίβο που είναι καταγεγραμμένες οι ιστορίες, παρουσιάζεται να βρίσκεται στη διαδικασία της αναζήτησης και, στην παρούσα φάση, να είναι εγκλωβισμένη στην πρόκληση της εντύπωσης και του απρόσμενου για τον αναγνώστη, αλλά κατ? αρχήν για την ίδια τη συγγραφέα. Απ? την άλλη, η ακατέργαστη και καθόλα προφορική γλώσσα της Κιτσοπούλου φαίνεται να αποτελεί ένα μανιφέστο μινιμαλισμού και απλότητας, χωρίς περιττές αναφορές και βερμπαλιστικές εξάρσεις. Ωστόσο, η γλώσσα αυτή εξαντλείται στο επίπεδο παράθεσης ιδεών που ακόμα ψάχνει μια λύση, χωρίς επαρκή δυναμικότητα προς ώρας, στην εξισορρόπηση μεταξύ δύο βαρκών: της προκλητικής εντύπωσης και της αποκάλυψης του καλά κρυμμένου υποσυνείδητου. Οι «Νυχτερίδες» είναι περισσότερο μια συλλογή διηγημάτων που κρύβει το «εν δυνάμει» της Κιτσοπούλου, χωρίς να αποκαλύπτει, τουλάχιστον ακόμα, το «εν ενεργεία». Αυτό είναι, μάλλον, δικαιολογημένο μιας και αποτελεί το πρώτο της βιβλίο, ωστόσο, αν δεν θέλει η ίδια να εξαντλήσει τα συγγραφικά της όρια στα επίπεδα που προανέφερα, θα πρέπει να (ξε)περάσει το κατώφλι του πρώτου επιπέδου του αφηγηματικού της κόσμου και να προχωρήσει στα επόμενα στάδια μιας εξιστόρησης που να συνδυάζει τον ωραίο μινιμαλισμό της γλωσσικής της έκφρασης και την εξερεύνηση των μύχιων σκέψεων, σκοτεινών ή μη, που στις «Νυχτερίδες» αποπειράθηκε μόνο να δοκιμάσει και να διαχειριστεί. Άλλωστε, το βραβείο που απέσπασε, μπορεί δυνητικά να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση? [Η Λένα Κιτσοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Είναι ηθοποιός. Οι «Νυχτερίδες» είναι το πρώτο της βιβλίο. Έχουν δραματοποιηθεί για το θέατρο όπου ανεβαίνουν για δεύτερη συνεχόμενη σαιζόν, από την ομάδα ΑΣΙΠΚΑ και σε σκηνοθεσία και θεατρική προσαρμογή του Δημήτρη Μπίτου.] Δημήτρης Αθηνάκης