Το νησί της αθανασίας (Salman Rushdie)
ΤΟ 1975, ΤΡΕΙΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ, Ο ΚΙΝΓΚΣΛΕΙ ΕΪΜΙΣ, Ο ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ ΚΑΙ Ο ΜΠΡΑΪΑΝ ΑΛΝΤΙΣ, ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ», ΑΠΟΦΑΣΙΣΑΝ ΝΑ ΒΡΑΒΕΥΣΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΟΦΕΡΜΕΝΟ ΣΑΛΜΑΝ ΡΟΥΣΝΤΙ, ΟΜΩΣ ΟΙ ΕΚΔΟΤΕΣ ΤΟΥ ΑΠΕΣΥΡΑΝ ΤΗΝ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΕΙ Ο ΡΟΥΣΝΤΙ ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ «Ε.Φ.» Λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία του καινούργιου μυθιστορήματος του Σάλμαν Ρούσντι μάς δίνεται η ευκαιρία να διαβάσουμε το πρώτο του μυθιστόρημα, το Grimus («Το νησί της αθανασίας») που δεν γνώρισε την κριτική και εμπορική αποδοχή των επόμενων βιβλίων του αλλά κουβαλάει τα γνωρίσματα ενός μυθιστορηματικού είδους που ακόμη τροφοδοτεί με οράματα και θαύματα τη σύγχρονη τεχνολογία και αναζωογονεί τη δημιουργική γραφή. Το «Νησί» δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας αλλά συνδυάζει το φανταστικό με την παραδοσιακή ιστορία, την παρελθοντολογία με τη μελλοντολογία, τη μυθολογία με τη θρησκειολογία, τον μυστικισμό με την επιστημονική αναζήτηση. Ο πρωτάρης Ρούσντι έδειχνε έναν επιθετικό και άτακτο εαυτό, όπου ήθελε να συμπεριλάβει πολλαπλά σύμπαντα και κοσμοθεωρίες σε ένα και μόνον βιβλίο. Έτσι δημιούργησε τον Φτερωτό Αετό, έναν Αμερικανό Ινδιάνο της φυλής Αξόνα, που κουβαλάει έναν κακό οιωνό πάνω του, επειδή η μητέρα του πέθανε πάνω στη γέννα. Όμως κάποιος μάγος τού χάρισε το προνόμιο της αθανασίας δίνοντάς του να πιει ένα μαγικό υγρό. Αρχίζει μια απίστευτη περιπλάνηση επτακοσίων ετών ώσπου ο Αετός, κουρασμένος από την αιώνια ζωή, ξεκινάει να βρει το Νησί της Αγελάδας, για να επανενωθεί με το ανθρώπινο είδος και να γνωρίσει τον δημιουργό του, τον ανεξήγητο Γκρίμους. Στο νησί-βουνό βρίσκεται η πόλη Κ., όπου ζούνε καταδικασμένοι και κολασμένοι άνθρωποι, χωρίς να πεθαίνουν αλλά και χωρίς να διαιωνίζουν το είδος τους. Στην κορυφή του όρους κρύβεται ο Γκρίμους και μόνον ο Φτερωτός Αετός μπορεί να τον πλησιάσει επειδή κατέκτησε τις εσωτερικές διαστάσεις του. Αρχίζει η αναρρίχηση στις πλαγιές όπου εδρεύουν τα Γκορφ, τα πέτρινα βατραχοειδή τέρατα, που αλλάζουν το περιβάλλον ανάλογα με τους συνδυασμούς των στοιχείων τους. Οι δυο τους ταυτίζονται όσο πλησιάζει ο ένας τον άλλον. Ο Γκρίμους έψαχνε έναν σωσία, έναν άγγελο του δικού του θανάτου. «Ό,τι είναι πλήρες, είναι νεκρό» αναγράφεται στην είσοδο του κυβιστικού πύργου του. Για τον Γκρίμους, που γνώρισε την πληρότητα, έληξε η δική του εκδοχή ή μία από αυτές. Κι ο Φτερωτός Αετός άγγιξε την αλήθεια του, την ουσία του. Με αναφορές σε ποιήματα των σούφι, στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», στον «Ροβινσώνα Κρούσο», στη σκανδιναβική μυθολογία και την παράδοση των σαμάνων, ο εικοσιεννιάχρονος τότε Ρούσντι, σπουδαγμένος σε αγγλικά πανεπιστήμια της Ινδίας και της Βρετανίας, εισέρχεται στη σκηνή της λογοτεχνίας με γερά λογοτεχνικά εφόδια. Ωραία γλώσσα, λιτή αφήγηση, εικόνες που αναδεύουν τοτεμικούς και αρχετυπικούς συμβολισμούς, ονειρικούς κόσμους. Κανείς δεν φανταζόταν την εξέλιξή του με τα «Παιδιά του Μεσονυχτίου» (1981), το βραβευμένο με Βooker μυθιστόρημα και ανακηρυγμένο, το 1993, ως το καλύτερο Βooker. Και ποιος θα υποψιαζόταν το 1988, ότι οι «Σατανικοί στίχοι» θα τον στοχοποιούσαν με μια θανατερή απειλή που θα προμηνούσε την επερχόμενη ισλαμοφοβία; Στο μεταξύ ο Ρούσντι ψήλωσε, φούσκωσε, ως συγγραφέας και ως άνθρωπος, αγαπήθηκε και μισήθηκε από αναγνώστες και συγγραφείς όσο κανείς, παντρεύτηκε και χώρισε τέσσερις φορές, απασχολώντας τα μίντια ακόμη και με την ανόρθωση μιας βλεφαρόπτωσης. Κανένας συγγραφέας στον εικοστό αιώνα δεν άγγιξε τέτοια φήμη, δεν ξεπέρασε τόσα όρια, όσο ο Ρούσντι, δεν αισθάνθηκε τόσο μεγαλομανής και προμηθεϊκός. Το «Νησί», μπορεί να μην εμπεριέχει ακόμη την Ινδία, το Ισλάμ, τις θρησκευτικές και διαπολιτισμικές συγκρούσεις- που θα επέλθουν και θα αξιοποιηθούν υπέρ του μάρκετινγκ-, όμως εμπεριέχει έναν συγγραφέα που ξεχειλίζει από έμπνευση, που συνενώνει τους χάρτες της γραφής, που θέλει να κατακτήσει την κορυφή. Το πρώτο του βιβλίο είναι μία αλληγορία του ιδίου του Ρούσντι και προετοιμάζει το λογοτεχνικό έδαφος για τις μεγάλες επιδόσεις. Οι λάτρεις του «φανταστικού» θα το ευχαριστηθούν, οι φανατικοί αναγνώστες του συγγραφέα θα το αποδομήσουν, οι περαστικοί αναγνώστες θα πρέπει να δείξουν απέραντη υπομονή και κατανόηση. Όσο για τους εκδότες, που φοβήθηκαν τον Ρούσντι μην ξεπέσει στο «φανταστικό είδος», ίσως επανέλαβαν το λάθος εκείνων των εκδοτών που, είκοσι χρόνια αργότερα, γύριζαν την πλάτη στα χειρόγραφα μιας νέας κοπέλας ονόματι Τζοάν Ρόουλιγκ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Νέα, βιβλιοδρόμιο, 16/02/08