Μικρός Δακτύλιος (Κ. Κατσουλάρης)
«Μ' αρέσει να παίζω με την εντύπωση των άλλων πως η πραγματικότητα είναι κάτι δεδομένο...» [Από συνέντευξη του συγγραφέα στον Βαγγέλη Βαγγελάτο, Ελευθεροτυπία, φ. 24/12/2007] Ο Κώστας Κατσουλάρης, με τη συλλογή ιστοριών «Μικρός Δακτύλιος», αναψηλαφεί τη σύγχρονη Αθήνα, και ιδιαίτερα το ιστορικό της κέντρο, προσπαθώντας να καταγράψει την ανθρωπογεωγραφία της πρωτεύουσας. Στα διηγήματα αυτά μπορεί ο αναγνώστης να εντοπίσει στιγμιότυπα που και ο ίδιος συναντά καθημερινά περιφερόμενος στην πόλη. Ωστόσο, το θέμα του Κατσουλάρη δεν είναι αποκλειστικά αυτό. Μέσα από τις διηγήσεις τοποθετεί ο ίδιος στο συγγραφικό του μικροσκόπιο σκέψεις και εντυπώσεις μιας Αθήνας που, τελικά, καταλήγει να μην περιορίζεται στα στενά όρια αυτής της πόλης (αλλιώς δε θα είχε νόημα να το διαβάσει «πας μη Αθηναίος»). Ο Σημίτης και ο Θέμελης, ο σωσίας του Τζούμα (που πιθανότατα είναι ο ίδιος που κυκλοφορεί παντού, εξ ου και η «θέση» ότι είναι ο σωσίας του? δε γίνεται να υπάρχει ο ίδιος παντού!), οι θαμώνες του «Φίλιον» και των αναχωμάτων (!) της Σκουφά και της πλατείας, οι παρέες του λοιπού αθηναϊκού ιστορικού κέντρου, άνθρωποι με αγωνίες και έλλειψη οξυγόνου, στερεότυποι χαρακτήρες της μικροαστικής κοινωνίας, συγγραφείς γνωστοί και άγνωστοι, παράγοντες και δημοσιογράφοι, φαντάσματα του σύγχρονου status θαρρείς, έφηβοι του σήμερα στην ομορφότερη ιστορία, την «Άσκηση ετοιμότητας», και πάνω απ? όλα το πανταχόθεν υποβαλλόμενο ερώτημα εάν ο Λυκαβηττός αποτελεί τον ομφαλό της πόλης, της χώρας, του κόσμου. Αν θυμηθούμε ότι οι Αρχαίοι θεωρούσαν ομφαλό της Γης το μαντείο των Δελφών με τις σχεδόν εκνευριστικά διφορούμενες απαντήσεις του, θα καταλάβουμε -κατ? αναλογίαν- τα ερωτήματα που θέτει ο Κατσουλάρης, τα οποία όμως καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα επίπεδα των εκνευριστικών ερωτημάτων, αλλά που παρ? όλ? αυτά παραμένουν διφορούμενα. Η νεοηθογραφία που αποτυπώνεται στο «Μικρό Δακτύλιο» βρίσκει τις ρίζες της, mutatis mutandis, στα αθηναϊκά χρονογραφήματα των εφημερίδων των αρχών και της μέσης του προηγούμενου αιώνα, αλλά και σαφέστατα στα αθηναϊκά μυθιστορήματα και διηγήματα, απολύτως ενδεικτικά, του Παπαδιαμάντη, του Ξενόπουλου, του Ταχτσή, του Κουμανταρέα, καθώς και, κατά φαινόμενα, μπορεί να ενταχθεί στην ομάδα κειμένων όπως είναι η «Αλούζα» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (ανατολίτικη πλευρά της Αθήνας), το «Ζιγκ-Ζαγκ στις νερατζιές» της Έρσης Σωτηροπούλου (η τρέλα των αθηναϊκών ρυθμών), η «Κοιλάδα των Αθηνών» του Γιώργη Γιατρομανωλάκη (η ά-λογη Αθήνα), η «Φλέβα του Λαιμού» του Σωτήρη Δημητρίου (περιθωριακή Αθήνα), η «Πόλη στα Γόνατα» του Μισέλ Φάις (σαφές αθηναϊκό περιθώριο), τα «Σπασμένα Ελληνικά» του Θανάση Χειμωνά (internet café και μαζί η διαφορετικών μορφών αναστάτωση του κέντρου), ή η «Ιδιαιτέρα» της Ελιάνας Χουρμουζιάδου (Πειραιάς και θάλασσα? Αθήνα δεν είναι μόνο η?Αθήνα!). Ενώ, αφενός, η επιδιωκόμενη ομφαλοσκόπηση της σύγχρονης μητρόπολης τείνει να αγγίξει τα όρια της βαθιάς ακτινογραφίας, αμέσως νιώθεις να γίνεται διακοπή για διαφημίσεις! Εξηγούμαι: τη στιγμή που ο αυτοσαρκασμός και ο σαρκασμός όλων όσα ανέφερα μέχρι τούδε οδηγείται στην κορύφωση, ξάφνου διακόπτεται η αναγνωστική πορεία και μένεις να κοιτάς απλώς τον τίτλο της ιστορίας που έπεται? αυτό σε κάποια σημεία της συλλογής μειώνει την απόλαυση και σ? αφήνει να αιωρείσαι μεταξύ του «ξέρω τι μου λες» και «ή στραβός είν? ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε» στην πόλη της Αθήνας? Ο Κατσουλάρης ανήκει στη γενιά των συγγραφέων που υπήρξαν συγκυριακά άτυχοι. Η απόλυτη τηλεοπτική δικτατορία, η πνιγηρή επιβολή των εικόνων, η εποχή που όλα πρέπει να εξελίσσονται ταχύτατα, χρειάζεται δυναμικές συγγραφικές απαντήσεις έναντι των fast-food καταναλωτών. Στην εποχή που και οι αναγνώστες, μέλη αυτής της κοινωνίας κι αυτοί φυσικά, δεν μπορούν να ξεφύγουν απ? την υπερκατανάλωση της ίδιας της κατανάλωσης, κάτι που φαίνεται περισσότερο ξεκάθαρα στην Αθήνα, η ηθογραφία του «Μικρού Δακτυλίου» νιώθεις να υποτάσσεται σ? αυτούς τους ρυθμούς, διατηρώντας, όμως, κάτι πολύ σημαντικό: την κινηματογραφική αφήγηση με όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν στη σαφέστατη εικονοποιία της ζωής, πράγμα που ο Κατσουλάρης γνωρίζει εκ των ένδον εξαιτίας των διεξοδικών κινηματογραφικών του σπουδών στη Γαλλία, τον ομφαλό, το πάλαι ποτέ έστω, του κινηματογράφου. Αυτά φαίνεται να επηρέασαν καίρια και τη λογοτεχνική του γλώσσα, μια γλώσσα που φαίνεται να ισορροπεί ανάμεσα στις επιταγές της λογοτεχνικότητας και της τηλεοπτικής προφορικότητας, ή της προφορικότητας των παρεών που συναντά κανείς ένα γύρω. Ενώ οι μονόλογοι και οι ψυχογραφίες του «Μικρού Δακτυλίου» αποτελούν αφηγηματικές καταθέσεις αληθινής απόλαυσης, η προσπάθεια απόδοσης του καθημερινού χάνει την ισορροπία προσπαθώντας να κρατηθεί από μια μάλλον επιτηδευμένη απόδοση χαρακτήρων και γεγονότων. Εκεί θεωρώ ότι παρουσιάζει αδυναμία το σύνολο των ιστοριών: αυτό το πάτημα σε δύο βάρκες μπορεί από τη μια να συνιστά μια προσπάθεια απόδοσης του πραγματικού και του «έτσι έχουν τα πράγματα», από την άλλη, χάνεται στα δίχτυα τής εν πολλοίς αποσπασματικής, αναφορικά με την ολοκλήρωση των ιστοριών, καταγραφής. Ο Κώστας Κατσουλάρης έγραψε αυτές τις ιστορίες απευθυνόμενος στους ανθρώπους της γενιάς του, κάνοντάς τους να θέλουν να ενταχθούν σε τούτη την αφήγηση ως τμήματά της. Αυτό συνοδεύεται απ? την ένταξη στο «Μικρό Δακτύλιο» ενός διηγήματος του Σπύρου Κρίμπαλη (έκπληξη ομολογουμένως της συλλογής) αλλά και των φωτογραφιών του Καμίλο Νόλλα που τραβήχτηκαν από το κινητό του (ενδεικτικό τού σήμερα). Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς ενημερώνει ότι το κάνει για το λόγο που μόλις ανέφερα. Αυτό είναι μια ακόμη τρανή απόδειξη της ανάγκης των σύγχρονων ανθρώπων για εικόνες? για τη συνομιλία μεταξύ «διαβάζω» και «βλέπω», μεταξύ «μου λες» και «καταλαβαίνω». Έχω την αίσθηση ότι μετά από τα έξι μέχρι στιγμής βιβλία του, ο Κατσουλάρης έχει ενταχθεί σε ένα σύμπαν όπου η πραγματικότητα λαμβάνει και άλλες διαστάσεις, όπου υπάρχει και κάτι άλλο πέρα απ? αυτό που ζούμε και βλέπουμε. Οι ήρωές του είναι έτσι δοσμένοι που φαίνεται να αποτελούν χαρακτήρες που βαδίζουν και λίγο «πέραν του κόσμου τούτου», όχι όμως με τη μεταφυσική έννοια, αλλά με αυτή των επιθυμιών, των στόχων και του εκάστοτε ιδανικού τους. Νομίζω ότι αυτό καλύτερα αποτυπώνεται στον «Αντίπαλο» (Πόλις 2005) με το θεατρικό του «Όταν ο λύκος είναι εδώ» (Πόλις 2004) να ακολουθεί. Επιστροφή, λοιπόν, στο «Μικρό Δακτύλιο», στην Αθήνα των ανθρώπων της, την πόλη των μυστικών και των ανατροπών, την πρωτεύουσα του ρυθμού και της αρρυθμίας, τη μητρόπολη που διώχνει τα παιδιά της τη στιγμή που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να φύγουν, που είναι παντού ξεγυμνωμένη στη συλλογή αυτή. Στην Αθήνα, αδελφές μου, στην Αθήνα. Ποια Μόσχα; [Περισσότερες πληροφορίες για την εργοβιογραφία του Κώστα Κατσουλάρη μπορεί κανείς να βρει στις σελίδες της Βιβλιοθήκης μας, στην κατηγορία «Πρόσωπα»] Δημήτρης Αθηνάκης