μ.Χ. (Βασίλης Αλεξάκης)
«Ο χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά». [Απόσπασμα από το βιβλίο] Αποτέλεσμα κοπιαστικής και εις βάθος έρευνας αποτελεί το τελευταίο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη. Το «μ.Χ.» συνιστά μία λογοτεχνικά καταγραμμένη πραγματεία γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό, το χριστιανισμό και, ειδικότερα, το Άγιο Όρος. Το βιβλίο αυτό τού χάρισε το «Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος» της Γαλλικής Ακαδημίας, που αποτελεί ύψιστη λογοτεχνική τιμή. Ο Αλεξάκης αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής λογοτεχνίας. Στα περισσότερα μυθιστορήματά του, με εξαίρεση το «Πριν» (Εξάντας 1992, Βραβείο «Αλμπέρ Καμύ»), ο γράφων υπάρχει παντού μέσα στο κείμενο, είναι η κινητήριος δύναμή του, όχι με τη γνώριμη έννοια της προσωπικότητας του συγγραφέα, αλλά με τα ξεκάθαρα αυτοβιογραφικά στοιχεία του που αναφέρονται παντού. Σαφή αυτοβιογραφικά κείμενα αποτελούν το αφήγημα «Παρίσι-Αθήνα» (Εξάντας 1993) και η «Μητρική Γλώσσα» (Εξάντας 1995, Βραβείο Médicis), όπου, στο πρώτο μιλά για το πώς ξεκίνησε η διαίρεση της ζωής του σε δύο πόλεις, και, στο δεύτερο, για το πώς «όπου και να πάω, η γλώσσα με αναστατώνει»! Με τις «Ξένες Λέξεις» (Εξάντας 2003, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2004) χάρισε ένα βιβλίο (και) στην τοπική γλώσσα, τα σάνγκο, στο λαό της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Στο «μ.Χ.», ένας εικοσιτετράχρονος φοιτητής από την Τήνο, που στο αφηγηματικό παρόν ασχολείται με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, αναλαμβάνει να εξερευνήσει, με τη βοήθεια του καθηγητή του, φίλων και υπαλλήλων κέντρων αρχαιολογικών ερευνών, το ρόλο του Αγίου Όρους στην ελληνική Ιστορία, τη θέση που κατέχει στη γνωστή διαμάχη «χριστιανισμός ? αρχαία Ελλάδα». Με αφορμή την εργασία αυτή που του ανέθεσε η γηραία κυρία, στης οποίας το σπίτι διαμένει διαβάζοντάς της μυθιστορήματα και κάνοντάς της παρέα, ξεκινά ένα ταξίδι στα βάθη της Ιστορίας. Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, ο Αλεξάκης καταγράφει την καταστροφική, σύμφωνα μ? αυτόν, επιρροή των αγιορειτών μοναχών στα μνημεία και, συνεκδοχικά, στη μνήμη που μας έρχεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Με πολλές αναφορές στο ρόλο του Βυζαντίου, ως σκοταδιστικής και δογματικής παρένθεσης της Ιστορίας, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια αντι-παράθεση, αυτή πως η βυζαντινή Ιστορία συνιστά την αποκοπή οποιασδήποτε γέφυρας που συνδέει τη σημερινή Ελλάδα με το βαθύ της παρελθόν. Όλα αυτά πάντοτε χωρίς εξάρσεις και διακηρύξεις, χωρίς μανιφέστα και ντιρεκτίβες. Για πρώτη φορά ο Αλεξάκης καταπιάνεται τόσο ανοιχτά με το ζήτημα αυτό. Ενώ σε προηγούμενα βιβλία του μπορεί κανείς να βρει σπαράγματα και υπονοούμενα ιδεών ανάλογων με αυτές που παρατίθενται στο «μ.Χ.», στο μυθιστόρημα αυτό αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται με σαφήνεια. Οι επιδράσεις και οι καταστροφές εκ μέρους των μοναχών του Αγίου Όρους, που καταγράφονται στο μυθιστόρημα, άπτονται των μνημείων και, γενικότερα, της παράδοσης που έρχεται από την αρχαία Ελλάδα, με σκοπό εκ μέρους των οπαδών του χριστιανισμού να αφανίσουν κάθε τέτοιο στοιχείο ή, όταν δεν μπορούν να το καταφέρουν αυτό, να το εντάξουν στη χριστιανική παράδοση. Οι αντιθέσεις που προβάλλονται μεταξύ όλων όσα αναφέρθηκαν, επαναφέρουν στο προσκήνιο τις έντονες συζητήσεις σχετικά με το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, την πρωινή προσευχή, αλλά και σχετικά με το κατά πόσο αυτό που οι Έλληνες είναι τώρα (πάντα σχετικά με ιδεολογικό?ιστορικό τους υπόβαθρο) είναι άμεσα συνυφασμένο με αυτό που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι, ότι δηλαδή η σημερινή τους κατάσταση απορρέει απευθείας από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και με ό,τι αυτός φέρει, ή, τελικά, αυτά που εν τω μεταξύ συνέβησαν, με κυρίαρχο πάντοτε το Βυζάντιο, αποτελούν την πλήρη διάσπαση της συνέχειας της Ιστορίας. Το Άγιο Όρος (που παρουσιάζεται ο παντοδύναμο κράτος εν κράτει), ο μοναχικός βίος, η εκκλησία και ο χριστιανισμός τίθενται υπό διαρκή αμφισβήτηση στο «μ.Χ.», όχι όσον αφορά βέβαια την πνευματικότητά τους, αλλά ακριβώς το αντίθετο: την εμπράγματη υπόστασή τους καθώς και τον υλικό τους καθορισμό τού σήμερα μέσα από όλη τους την ιστορία. Ενώ σε κάθε του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας έχει πάντοτε έναν καθ? όλα ενδιαφέροντα θεματικό άξονα να πραγματευτεί, ο τρόπος γραφής του δείχνει και πάλι να παραμένει ο ίδιος, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ευθεία πρωτοπρόσωπη αφήγηση και στην αφήγηση του πρώτου προσώπου. Αποτελεί, κοντολογίς, έναν συγγραφέα που πάντοτε βρίσκεται ο ίδιος στο επίκεντρο των ηρώων του, με έναν τρόπο επιβλητικό και αναμφισβήτητο. Οι ήρωές του πάντοτε δεν είναι οι ίδιοι που «προκαλούν» μέσω αυτού που είναι, αλλά μέσω αυτών που τους συμβαίνουν. Έτσι, το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και στο «μ.Χ.». Συνεπώς, καθίσταται γνώριμη η γραφή του, ούτως ειπείν, «από χιλιόμετρα», κάτι που αποτελεί, αφενός, ταυτότητα, αφετέρου, ωστόσο, παύει από ένα σημείο και μετά να φροντίζει για την αισθητική απόλαυση της ίδιας της αφήγησης. Άλλωστε ο αυτοσαρκασμός της σ. 300, «Όμως δεν έχω την ικανότητα να πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο. Ξέρω να λέω τα πράγματα μονάχα με τη σειρά τους», αποτελεί ενδεχομένως ενδεικτικό στοιχείο. Επιπλέον, διακρίνεται μάλλον εύκολα η καταρχήν επιθυμία του Αλεξάκη να απευθυνθεί πρωτίστως στο γαλλικό (ή διεθνές, εν γένει) αναγνωστικό κοινό, πράγμα που μπορεί να κατανοήσει κανείς με τις αυτονόητες πληροφορίες, για παράδειγμα, ότι η Θεσσαλονίκη βρέχεται από το Θερμαϊκό κόλπο, ή ότι ο Άγιος Δημήτριος είναι ο πολιούχος άγιος της Θεσσαλονίκης. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα για τον Αλεξάκη, αν αποτελεί Έλληνα ή περισσότερο Γάλλο, πια, συγγραφέα, κάτι που διατυπώνεται συνεχώς από πολλές πλευρές. Στο σύνολο του μέχρι τώρα έργου του, ο Βασίλης Αλεξάκης επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη ικανότητά του να απευθύνεται άμεσα και χωρίς κρυφά μηνύματα στους αναγνώστες του. Αυτό από μόνο του αποτελεί κατάκτηση για έναν συγγραφέα, με το ειδικό βάρος το δικό του, αλλά και τον καθιστά έναν καλλιτέχνη που το «προσωπικό» του μεταγγίζεται στο «κοινό» δίχως να προσβάλλει με το ναρκισσισμό και τον εγωκεντρισμό του, αυτόν που έρχεται σε επαφή με τα κείμενά του. [Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα. Από το 1968 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου και ζει έκτοτε. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, αυτοβιογραφικό αφήγημα, διηγήματα, θέατρο και βιβλία με σκίτσα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει αποσπάσει πολλά γαλλικά και ελληνικά βραβεία. Έχει επίσης ασχοληθεί με τον κινηματογράφο] Δημήτρης Αθηνάκης