Μακρινή ακτή (Κάρυλ φίλιος)
Με ήρωες μια πρώην δασκάλα σε πρόωρη σύνταξη και έναν τριανταπεντάχρονο Αφρικανό πρόσφυγα η «Μακρινή ακτή» θέτει ζητήματα, διαπροσωπικής επαφής και αναζήτησης εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας σε μια ζοφερή Αγγλία του σήμερα. Η πρώην δασκάλα Ντόροθι μετακόμισε πρόσφατα από την γενέτειρά της, το χωριό Γουέστον, σε έναν γειτονικό νεόδμητο οικισμό με μπάνγκαλοους. Το χωριό απόμακρο στο βάθος, η ζωή της Ντόροθι απόμερη, ερμητική. Το χωριό δεν την παίζει, εκείνοι είναι ο θίασος, αυτή μια κομπάρσα. Σε ένα σπίτι του οικισμού ζει ο Σόλομον, επιστάτης και άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Εύρωστος, όμορφος αλλά και ο μοναδικός έγχρωμος του χωριού, επίσης απομονωμένος, βοηθάει στις μετακινήσεις τους ηλικιωμένους χωρίς να ενοχλεί. Μεταφέροντας τακτικά την Ντόροθι στους γιατρούς, αναπτύσσει μαζί της μια ιδιόμορφη σχέση και φιλία που βασίζεται στις κοινές εμπειρίες της μοναξιάς και ενός βεβαρημένου παρελθόντος. Η Ντόροθι έχει χάσει τους γονείς της, χάνει και την Σίλα, την μικρότερη αδελφή της, χάνει τώρα και την τελευταία μαθήτριά της στα ιδιαίτερα πιάνου, την Κλάρα, καθώς οι γονείς της αρνούνται να την ξαναστείλουν στην ιδιότροπη συνταξιούχα. Όταν ο Σόλομον βρίσκεται πνιγμένος στο κανάλι, θύμα ρατσιστικής επίθεσης, η Ντόροθι καταρρέει και όλες εκείνες οι κατηγορίες που της εκτόξευαν από καιρό για απροσάρμοστη συμπεριφορά εξελίσσονται σε συμπτώματα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας. Με αποσπασματικές αναδρομικές αφηγήσεις ερχόμαστε στην Αφρική, στον αρχηγό μιας ομάδας ανταρτών σε μια ανώνυμη αφρικανική χώρα. Όταν το Γεράκι, βλέπει εξοντωμένη την οικογένειά του, αποφασίζει να αποδράσει στην Αγγλία. Ως Γκέιμπριελ διασχίζει την Αφρικανική ήπειρο και με κάθε παράνομο μέσο ξεβράζεται στις ακτές της Αγγλίας. Εκεί κατηγορείται για τον βιασμό μιας κοπέλας αλλά, όταν εκείνη αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον του, αυτός με τη βοήθεια του Μάικ, ενός Ιρλανδού φορτηγατζή, κάνει μια καινούργια αρχή με το όνομα Σόλομον. Οι γονείς του Μάικ, μετά τον τραγικό χαμό του γιου τους σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα θα γράψουν στο όνομα του Σόλομον ένα σπίτι, στον οικισμό Στόουνλι, όπου εκεί θα επιβλέπει τα μπάνγκαλοους και θα παρατηρεί ως σιωπηλός μάρτυς τον απέναντι γείτονα, την μοναχική κυρία Ντόροθι. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε πέντε μέρη. Η αφήγηση πηγαινοέρχεται από το πρώτο πρόσωπο της γυναίκας στο τρίτο και από το πρωτοπρόσωπο του άντρα πάλι στο τρίτο, ενώ οι συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν φωτίζουν με λεπτομέρειες τις ζωές του καθενός μέχρι την στιγμή που θα γνωριστούν. Η Ντόροθι είναι αποκομμένη, εκτοπισμένη στην ίδια της τη χώρα, αφού η εκκεντρική συμπεριφορά της, που στηρίζεται στην αμεσότητα και ανεξαρτησία της, την φέρνει σε σύγκρουση με το σχολείο και τη κοινωνία. Μόνον με την αδελφή της Σίλα θα τα ξαναβρεί, αλλά θα είναι πολύ αργά καθώς εκείνη αργοπεθαίνει από καρκίνο. Η ελεγειακή μορφή της Αγγλίδας Ντόροθι αντιπαραβάλλεται στην σοβαρότητα και τη φυσική ευγένεια του Αφρικανού, που αναζητώντας μια καινούργια ταυτότητα, βρίσκει φρικτό θάνατο, απόληξη μιας διαρκούς ρατσιστικής διαπόμπευσης. Καθώς συμπληρώνεται η ιστορία του Γεράκι-Γκέμπριελ-Σόλομον, απομένει μια βαθιά μελαγχολία για έναν άνθρωπο που διεκδίκησε τη φιλία και την ταυτότητα μιας άλλης χώρας αλλά το χρώμα και ο τόπος καταγωγής του τον κηλίδωσαν ανεξίτηλα καθιστώντας τον ανοίκειο. Βαθιά επίκαιρο μυθιστόρημα, γραμμένο το 2003, με θέματα που άπτονται του ρατσισμού, της παράνομης μετανάστευσης, της κοινωνικής βίας, της αποδιάρθρωσης των δυτικών δημοκρατικών θεσμών, του χάσματος γενεών, φυλών και φύλων. «Η Αγγλία έχει αλλάξει, είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος είναι δικός μας και ποιος είναι ξένος» σχολιάζει στην πρώτη φράση του μυθιστορήματος η Ντόροθι αλλά και ο Γκέιμπρελ φτάνοντας στο Λονδίνο συνειδητοποιεί ότι «Αυτή δεν είναι η Αγγλία στην οποία νόμιζε ότι ερχόταν κι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι δεν είναι άνθρωποι που φανταζόταν ότι θα ανακάλυπτε». Πράγματι η εικόνα της Αγγλίας είναι τόσο γκρίζα που δεν θα έπρεπε να επιχαίρεται κανείς υπήκοός της διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα. Άλλωστε οι προθέσεις του συγγραφέα φάνηκαν εξ αρχής. Έγραψε ένα μυθιστόρημα για να μιλήσει ανοιχτά πάνω σε ζητήματα που τον απασχολούν και βίωσε από κοντά. Πολλές φορές οι ιδέες του επιβάλλονται του θέματος, η γλώσσα ομογενοποιείται χωρίς μια ξεχωριστή γλωσσική εκφορά σε σχέση με τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα. Όμως αυτό δεν στερεί από το βιβλίο την απόλαυση μιας ιστορίας με δράση και ανατροπές. Γεννημένος στις Δυτικές Ινδίες, το 1953, ο Κάρυλ Φίλιπς, μεγάλωσε στο Λιντς της Αγγλίας και σπούδασε στην Οξφόρδη. Ξεκίνησε γράφοντας έργα για το θέατρο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και δοκίμια πάνω στην σύγχρονη Ευρώπη, την Αφρικανική Διασπορά, την σκλαβιά και την μετανάστευση. Αυτή είναι και η θεματολογία των έξι βιβλίων του, τα περισσότερα εποχής ενώ η ?Μακρινή ακτή?, το έβδομο μυθιστόρημά του, είναι το πρώτο που διαδραματίζεται στην σύγχρονη Αγγλία. Ο ίδιος ζει δεκατέσσερα τώρα χρόνια στην Αμερική, διδάσκοντας σε Πανεπιστήμια. Ανήκει στη γενιά των Βρετανών συγγραφέων της δεκαετίας του ενενήντα, μαζί με τους Λουι Ντε Μπερνιέρ, Χανίφ Κιουρεισί, Άλαν Χόλινγκχερστ, Τίμπορ Φίσερ. Η λογοτεχνική του παρουσία αναγνωρίστηκε με αρκετά βραβεία αλλά αντί την εφήμερη δημοσιότητα προτίμησε τις μετακινήσεις από χώρα σε χώρα, τις μετακλήσεις σε πανεπιστήμια, τη μελέτη της Λογοτεχνίας της Καραϊβικής στην οποία επίσης εντάσσεται ως συγγραφέας. Έχοντας γνωρίσει προσωπικά τον Τζέιμς Μπάλντουιν επηρεάστηκε από τις ιδέες του πάνω στον πολιτισμό και τον πολιτικό ακτιβισμό, ενώ τροφοδοτεί τις σπουδές της Μετα-αποικιακής γραφής με θεωρητικά εργαλεία και μυθοπλασίες. Παραμερισμένος στη χώρα μας ελπίζουμε, η «Μακρινή ακτή», να μην καταλήξει στα αζήτητα, όπως το μοναδικό στα ελληνικά μυθιστόρημά του, το «Κέμπριτζ» (Οδυσσέας, 1994), ποσώς μάλιστα που αυτό το μυθιστόρημα έχει βραβευτεί με το βραβείο Commonwealth το 2004 και ήταν στην τελική λίστα υποψηφίων για το PEN/Faulkner την ίδια χρονιά. Θεόδωρος Γρηγοριάδης Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο 4 Ιουλίου 2009