Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο (Ζέιντι Σμιθ)
Η μυθιστοριογράφος Ζέιντι Σμιθ γεννήθηκε το 1975 στο Βόρειο Λονδίνο από Βρετανό πατέρα και Τζαμαϊκανή μητέρα. Σπούδασε αγγλικά στο Κέιμπριτζ απ όπου αποφοίτησε το 1997. Το πρώτο της διακεκριμένο μυθιστόρημα «White Teeth» («Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο», 2000) είναι ένα ζωντανό πορτρέτο του σύγχρονου πολυπολιτισμικού Λονδίνου, μέσα από τις ιστορίες τριών οικογενειών διαφορετικής εθνικότητας. Το μυθιστόρημα κέρδισε πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το Guardian First Book Award, το Whitbread First Novel Award και το Commonwealth Writers Prize I Το «Λευκό χαμόγελο» μεταφράστηκε σε περισσότερες από είκοσι ξένες γλώσσες και γυρίστηκε σε σειρά για το Channel 4 το 2002. Το δεύτερο μυθιστόρημα της Zadie Smith ήταν το «The Autograph Man» («Συλλέκτης αυτογράφων», 2002), μια ιστορία εμμονών για τη φύση της δημοσιότητας. Το 2002 συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στους 20 «Καλύτερους νέους Βρετανούς συγγραφείς». Το τρίτο της μυθιστόρημα, «On Beauty» («Στην ομορφιά που χάνεται») εκδόθηκε το 2005 είναι ένας λογοτεχνικός φόρος τιμής στον Βρετανό συγγραφέα Ε.Μ. Φόρστερ. Η ίδια γράφει άρθρα και διδάσκει σε πανεπιστήμια. Η Ζέιντι Σμιθ πολύ πριν εκδώσει το πρώτο της λογοτεχνικό μυθιστόρημα «Λευκό χαμόγελο» είχε κάνει μια εντυπωσιακή αρχή αφού το 1997 έλαβε μια μεγάλη προκαταβολή για το μυθιστόρημα που δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει και για ένα δεύτερο. Η προκαταβολή των 250.000 λιρών δόθηκε σε μια μόλις 21 ετών σπουδάστρια Αγγλικής φιλολογίας στο Κέιμπριτζ. Φυσικά το γεγονός αυτό καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες στο αναγνωστικό κοινό αλλά και απορίες στους κριτικούς. Όμως οι θετικές κριτικές ήταν πολλές καθώς και οι πωλήσεις, κι έτσι αποδείχθηκε ότι όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από την προκαταβολή για το βιβλίο και την αξία του δεν πήγε χαμένος. Το βιβλίο ήταν ένα ζουμερό κείμενο και είχε μεγάλη ευρύτητα σκέψης και απόψεων. Εκείνη πάντως, έκτοτε, έχει απαρνηθεί την αξία του πρώτου της βιβλίου, θεωρώντας το ως ένα απλοϊκό έργο της νεαρής ηλικίας της. Παρόλα αυτά, η επιτυχία του σήμαινε ότι και τα επόμενα έργα της θα ενδιέφεραν τους διεθνείς λογοτεχνικούς κύκλους. Το «Λευκό χαμόγελο» είναι πλούσιο σε θεματολογία όσον αφορά την ιστορία, την αναζήτηση ταυτότητας, την ηθική της επιστήμης και την πολυπολιτισμικότητα. Επιπλέον η προσέγγιση και η αλληλοεπίδραση ανάμεσα στα μέλη τριών Λονδρέζικων αναδεικνύει το μυθιστόρημα ως ένα έργο μεγάλης ευρύτητας. Με τόσους πολλούς πρωταγωνιστές, η Σμιθ καταφέρνει να τους χειρίζεται με χιούμορ και διορατικότητα. Η κυρίως ιστορία του μυθιστορήματος απλώνεται από το 1975 μέχρι το 2000 αλλά φτάνει με αναδρομές μέχρι το 1907. Με ένα στυλ «υστερικού ρεαλισμού», όπως αποκαλέστηκε από τον κριτικό Τζέιμς Γουντ, η Σμιθ τέμνει περιστατικά, διαφορετικές αφηγηματικές γωνίες, και περιόδους με κινηματογραφική επιδεξιότητα και θέτοντας υπο-πλοκές σε μια αφήγηση. Το «Λευκό χαμόγελο» διαδραματίζεται κυρίως στο Γουίλεσντεν, στο Βόρειο Λονδίνο. Την παραμονή του Καινούργιου Χρόνου, 1975, ο ʼλφρεντ ʼρτσιμπαλντ Τζόουνς αποπειράται να αυτοκτονήσει με γκάζι μέσα στο αυτοκίνητό του. Ο χασάπης, Μόου Χουσείν-Ίσμαελ, σώζει τον ʼρτσι, και αισθάνεται χρήσιμος για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο ʼρτσι, έχοντας συνέλθει και με διαφορετική διάθεση, εισβάλλει απρόσκλητος σε ένα πάρτι με θέμα «Το τέλος του κόσμου 1975» στην πραγματικότητα πρόκειται για πάρτι σε ένα κοινόβιο. Εκεί συναντάει την Κλάρα Μπόουντεν, μια γοητευτική μαύρη νταρντάνα, Τζαμαϊκανής καταγωγής, που της λείπουν τα πάνω δόντια. Μολονότι ο ʼρτσι είναι σε διπλάσια ηλικία από την Κλάρα, οι δυο του παντρεύονται έξη εβδομάδες μετά την πρώτη τους γνωριμία. Η Κλάρα ήταν δεκαεννιά ετών, ο ʼρτσι σαράντα επτά. Το 1975 ο ʼρτσι και η Κλάρα παντρεύονται με μάρτυρες τον Σάμαντ και την Αλσάνα Ικμπάλ. Ο Σαμάντ και ο ʼρτσι γνωρίστηκαν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια περίεργη φιλία αναπτύσσεται ανάμεσά τους, αφού ο Σαμάντ είναι μουσουλμάνος από την Βεγγάλη που επιθυμούσε να ανέλθει μέσα από τον στρατό, ενώ ο ʼρτσι ένας προσγειωμένος χαμηλότονος τύπος. Η φιλία τους είχε διακοπεί για τριάντα χρόνια μέχρι το 1973, οπότε ο μεσήλικας Σαμάντ ήρθε στην Αγγλία, αναζητώντας μια καινούργια ζωή μαζί με την εικοσάχρονη γυναίκα του που μόλις είχε παντρευτεί, την Αλσάνα. Και ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε σε αυτό το μικρό νησί ήταν ο ʼρτσι. Έψαξε και τον βρήκε και μετακόμισε στη δική του λονδρέζικη γειτονιά. Οι Ικπμάλς και οι Τζόουνς γίνονται φίλοι αταίριαστοι, όμως τόσο πολύ παρέα κάνουν οι σύζυγοι που οι γυναίκες τους είναι διαρκώς παραπονούνται. Η Κλάρα είναι περίεργη, γλυκιά και κάπως ενδοτική, ενώ η Αλσάνα είναι απότομη και επιθετική και εκπροσωπεί την σχέση έλξης και απώθησης ανάμεσα στους Βρετανούς και τους μετανάστες. Η Κλάρα σύντομα μένει έγκυος, ταυτόχρονα με την Αλσάνα. Ο ʼρτσι ευελπιστεί το παιδί του να έχει γαλάζια μάτια. Η Κλάρα αποκτάει ένα κορίτσι, την ʼιρι και η Αλσάνα φέρνει στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τον Ματζίντ και τον Μιλάτ. Ο Σαμάντ προσπαθεί να αναθρέψει τους γιους του σύμφωνα με την παράδοση που άφησε πίσω του και θέλει πολύ να τους στείλει στην πατρίδα να σπουδάσουν. Όμως ελλείψει χρημάτων αναγκάζεται να επιλέξει να στείλει τον έναν. Απάγει κυριολεκτικά τον Ματζίντ με τη βοήθεια του ʼρτσι και τον στέλνει να ανατραφεί κοντά στην οικογένειά του στο Μπαγκλαντές. Όταν η Αλσάνα το ανακαλύπτει , ορκίζεται να μην απαντήσει ευθέως στον Σαμάντ στο εξής. Για τα επόμενα οκτώ χρόνια είχε αποφασίσει ποτέ να μην του λέει ναι ή όχι, να τον φέρνει στα άκρα μέχρι να δει τον γιο της πάλι πίσω. Ο χρόνος κυλάει και τα παιδιά φτάνουν στην εφηβεία τους. Τα γράμματα που έρχονται από τον απομακρυσμένο Ματζίντ φανερώνουν ένα πρόωρα αναπτυγμένο και σκεφτόμενο αγόρι. Ωστόσο ο οργισμένος Μιλάτ, γίνεται μέλος μια οργάνωσης φανατικών μουσουλμάνων και καίει βιβλία κατά την διάρκεια μιας διαδήλωσης εναντίον του μυθιστορήματος του Σάλμαν Ρουσντί (κι ας μην το είχε διαβάσει). Στην πραγματικότητα είναι ένα θυμωμένο παιδί, ένας Πακιστανός που δεν είχε καμιά ελπίδα στην Αγγλία. Όταν η Αλσάνα βλέπει στην τηλεόραση τον γιο της να καίει βιβλία μαζί με τους οργισμένους της ομάδας του πάει και καίει όλα του τα υπάρχοντα για να του δώσει ένα μάθημα. Γυρίζει και του λέει : «Όλοι πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα. Ή όλα είναι ιερά ή τίποτε δεν είναι. Κι αν αρχίσει να καίει πράγματα άλλων ανθρώπων, τότε χάνει κι εκείνος κάτι το ιερό. Όλοι θα πάθουν αυτό που τους αξίζει, αργά ή γρήγορα». Όμως και στο σχολείο τα άλλα παιδιά δημιουργούν προβλήματα. Συλλαμβάνονται όλοι από την αστυνομία επειδή καπνίζουν χασίς και για πειθαρχική ποινή τους επιβάλλεται να μελετούν όλοι μαζί στο σπίτι του Τζόσουα Τσάλφεν του καινούργιου φίλου τους. Στους Τσαλφεν, ο Μιλάτ, γίνεται το χαϊδεμένο παιδί της μητέρα του Τζόουσα, της Τζόις Τσάλφεν, ειδικής σε θέματα κήπου. Η ʼιρι, η κόρη των Τζόουνς γίνεται κολλητή με τον πατέρα του Τζόσουα, τον Μάρκους Τσάλφεν, ένα επιστήμονα της γενετικής που ετοιμάζει μια μελέτη το Ποντίκι του Μέλλοντος, όπου έχει διαφοροποιήσει τα γονίδια του ποντικιού, ώστε να αναπτύξουν καρκίνο σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Λευκοί, από την μεσαία τάξη, ψευδό Μαρξιστές, οι ιδιόμορφοι Τσάλφεν, σαν πρωταγωνιστές σε ταινία του Γούντι ʼλεν, είναι έτοιμοι για οποιαδήποτε ανανέωση στη ζωή τους. Γι αυτούς η ʼιρι, είναι η εισβολή μιας αναπάντεχης υβριδικής ταυτότητας που ευχαρίστως θα ήθελαν να αποκωδικοποιήσουν αλλά και να εντάξουν στην ζωή τους. Η ʼιρι αρχίζει να συχνάζει όλο και περισσότερο εκεί, χωρίς να αναφέρει τους Τσάλφεν στους γονείς της. «Αισθανόταν για αυτούς το νεφελώδες πάθος ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού, ασφυκτικό αλλά δίχως πραγματική κατεύθυνση ή αντικείμενο. Απλώς ήθελε, ας πούμε, κατά κάποιον τρόπο, να γίνει ένα μαζί τους. Ήθελε την αγγλικότητά τους. Την τσαλφενικότητά τους. Τη γνησιότητα που εξέπεμπαν. Δε της πέρασε από το μυαλό ότι και οι Τσάλφεν ήταν κατά κάποιον τρόπο μετανάστες (τρίτη γενιά μέσω Γερμανίας και Πολωνίας, το γένος Τσαλφενόφσκι) ή ότι μπορεί να την έχουν ανάγκη όσο τους είχε ανάγκη κι εκείνη». Έτσι πολύ σύντομα η ʼιρι γίνεται και ένα είδος γραμματέα του Μάρκους, πληρώνοντάς την μάλιστα κάθε εβδομάδα. Και η Τζόις χαρτζιλίκωνε τον Μιλάτ για μικροδουλειές, μόνον που εκείνος έχει αρχίσει να κάνει ένα σωρό ατασθαλίες. Η ʼιρι μόνον είναι αποφασισμένη, να «συνενωθεί διαγονιδιακά με μιαν άλλη οικογένεια. Να γίνει μια σάρκα μαζί τους. Ένα μοναδικό ζώο. Ένα άλλο γένος». Ακόμη και η σκέψη της στο τρίτο πρόσωπο της αφήγησης εμπλουτίζεται από την επιστήμη του Μάρκους. Στο μεταξύ ο Ματζίντ επιστρέφει στο Λονδίνο για πρώτη φορά αφότου έφυγε παιδί. Η εμφάνισή του ταράζει τα σπιτικά των Ικμπάλ, των Τζόουνς και των Τσάλφεν. Ο Μιλάτ αρνείται να τον δει γιατί υποστηρίζει τον Ποντίκι του Μέλλοντας, αυτό που ο Μιλάτ και η οργάνωσή του εναντιώνονται με διαδηλώσεις. Μάλιστα όταν επιστρέφει σπίτι με γενειάδα αρνείται να δει τον αδελφό του για πολιτικούς, θρησκευτικούς και προσωπικούς λόγους, οπότε Ματζίντ μένει στους Τσάλφεν και συνδέεται αμέσως με τον Μάρκους που θα τον βοηθήσουν περαιτέρω στους σπουδές του. Η ʼιρι, πάντως, αναλαμβάνει να επανασυνδέσει τους δίδυμους. Όταν πάει να βρει τον Μιλάτ κάνουν σεξ πάνω στο χαλί της προσευχής του και μετά αυτός αισθάνεται όνειδος, όμως είναι σίγουρη ότι ο Μιλάτ δεν μπορεί να αγαπήσει και αυτό την θυμώνει «ήθελε να βρει αυτόν που του είχε προξενήσει τέτοια τρομερή βλάβη΄ήθελε να βρει αυτόν που τον είχε κάνει να μην μπορεί να την αγαπήσει». Έξαλλη η ʼιρι, πηγαίνει κατευθείαν στον Ματζίντ και κάνει μαζί του επίσης σεξ. Ύστερα απ όλα αυτά τα δύο αδέλφια επιτέλους συναντώνται αλλά ανακαλύπτουν ότι οι διαφορές τους είναι αγεφύρωτες. «Τα αδέλφια θα κάνουν έναν αγώνα δρόμου προς το μέλλον μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν ότι όλο και πιο εύγλωττα εκφράζουν το παρελθόν τους, το μέρος εκείνο στο οποίο βρίσκονταν μόλις τώρα. Γιατί αυτό είναι το άλλο πράγμα που συμβαίνει με τους μετανάστες (πρόσφυγες, εμιγκρέδες, ταξιδιώτες): δεν μπορούν να ξεφύγουν από την Ιστορία τους ακριβώς όπως κι εσείς οι ίδιοι δεν μπορείτε να γλιτώσετε από τη σκιά σας». Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται την παραμονή του Καινούργιου Χρόνου, το 1992, την μέρα της διάλεξης για το Ποντίκι του Μέλλοντος. Όλοι σχεδόν οι ήρωες κατευθύνονται στην εκδήλωση ο καθένας με τα σχέδιά του και ανάλογα με το τι εκπροσωπεί. Ο Τζόσουα σχεδιάζει να ταπεινώσει τον πατέρα του, ο Μιλάτ έχει σκοπό να πράξει κάτι βίαιο αν και η ομάδα του σκοπεύει να διακόψει την εκδήλωση και να απαγγείλει απόσπασμα από το Κοράνι, ο Ματζίντ θέλει να υποστηρίξει τον πνευματικό του πατέρα, και η ʼιρι, οι Ικπμπάλς και οι Τζόουνς, θα το παρακολουθήσουν από περιέργεια. Η ʼιρι είναι ήδη έγκυος αλλά ακόμη και ένα τεστ πατρότητας δεν μπορεί να καθορίσει αν ο μπαμπάς του παιδιού είναι ο Ματζίντ ή ο Μιλάτ, αφού τα γονίδιά τους είναι ταυτόσημα. Η διάλεξη για το Ποντίκι του Μέλλοντος γίνεται στο Ινστιτούτο Περέ. Καθώς ο Μάρκους Τσάλφεν κάνει την ομιλία του θα προκύψουν ενστάσεις και πυροβολισμοί μέχρι να οδηγηθούν σταδιακά όλοι οι ήρωες σε μια προσωπική έξοδο ο καθένας και ένα ποντίκι που βιάζεται να τρέξει και να χωθεί σε έναν αεραγωγό, κερδίζοντας κι αυτό την ελευθερία του. Το «Λευκό χαμόγελο σε μαύρο φόντο» είναι ένα κωμικό και σοβαρό μαζί μυθιστόρημα. . Επιρροές πολλές: Σάλμαν Ρούσντι, Μάρτιν Έιμις, Ντον ΝτεΛίλλο, Φίλιπ Ροθ. Είναι πολύπλοκο με την έννοια της πλοκής αλλά στο βάθος γερά σχεδιασμένο. Ίσως το μόνο του μειονέκτημα είναι ότι προσπαθεί να μιλήσει για πολλά πράγματα μαζί και παρασύρεται από τον αυθορμητισμό της συγγραφέως. Δεν μπορείς εύκολα να το κατατάξεις σε μια συγκεκριμένη κατηγορία μυθιστορήματος. Η ματιά της Σμιθ είναι θετική σε κάθε αλλαγή και γι αυτό επιλέγει μια περιοχή της Αγγλίας που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή αφήνοντας τις προεκτάσεις και τις συνέπειες να αφορούν ολόκληρη τη χώρα. Είναι αξιοπρόσεκτο που οι περισσότεροι χαρακτήρες ανθίστανται σε καθορισμούς. Είναι «ανάμεσα» σε ταυτότητες ρέουσες, ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις, σε γλώσσες. Και αυτή την Αγγλία προσπαθεί να προσεγγίσει με τη νέα της φωνή η Ζέϊντι Σμιθ, ένα έθνος που αλλάζει ραγδαία, ενσωματώνοντας αντιλήψεις που άλλοτε προκαλούσαν δυσφορία Στο μυθιστόρημα αυτό προβάλουν επιτακτικά οι δύο ερωτήσεις της σύγχρονης εποχής μας: Ποιοι είμαστε; Γιατί βρισκόμαστε εδώ που είμαστε; Και οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν επιδέχονται άμεσες απαντήσεις. Όταν γραφόταν το μυθιστόρημα της Ζέϊντι Σμιθ, απέμειναν λίγοι μήνες για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Εκείνη σκιαγράφησε τον κίνδυνο που ελλόχευε μέσα στην στενομυαλιά του φανατισμού, ακόμη και τον διακωμωδούσε. ʼραγε πώς θα το έγραφε αν το άρχισε μετά; Θ.Γ