Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Λευκή ρεβάνς (ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ)

Λευκή ρεβάνς (ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ)

Βιβλίο: Συγγραφέας
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
Βιβλίο: Εκδότης
Ψυχογιός
Έτος:
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ Λευκή ρεβάνς εκδ. Ψυχογιός Πολυεπίπεδο παιχνίδι θανάτου Tης Τιτικας Δημητρουλια Την ώρα που πληθαίνουν τα μέτρια έως κακά ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν την κρίση ως αφορμή για εύκολες πωλήσεις και ουδεμία σχέση έχουν με τη λιγοστή, ελληνική, ποιοτική αστυνομική λογοτεχνία, πολλά πεζογραφήματα προσφεύγουν υποστηρικτικά στο σχήμα του αινίγματος και του μυστηρίου με πολύ καλά αποτελέσματα. Αυτή είναι η περίπτωση του τελευταίου μυθιστορήματος της Αργυρώς Μαντόγλου, του καλύτερού της νομίζω έως σήμερα. Εχοντας θητεύσει θεωρητικά και πρακτικά, με τη μετάφραση, στον αγγλόφωνο κατά βάση μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό, η Μαντόγλου στήνει στο νέο της βιβλίο ένα πολυεπίπεδο παιχνίδι θανάτου: ένας πολύ ωραίος άντρας να προσεγγίζει, ως επί το πλείστον ερωτικά, μια σειρά από γυναίκες με σκοπό να τις σκοτώσει. Το σασπένς ξεκινά από τις πρώτες κιόλας σελίδες, όταν μια σακούλα από κουλουράκια ξεχασμένη στο σαλόνι μιας κλινικής πλαστικής χειρουργικής περιέχει απλώς ένα πιστόλι. Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο –η Μαντόγλου παίζει διαρκώς με τα κλισέ του σινεμά και ο δολοφόνος ξεσηκώνει επί ματαίω τις κινήσεις και τις ατάκες των σκληρών του Χόλιγουντ– έχει ήδη σκοτώσει μία γυναίκα και η αδελφή της, γραμματέας στην εν λόγω κλινική, τον αναζητά. Αντ’ αυτού εντοπίζει το επόμενο θύμα του και αποφασίζει να την προειδοποιήσει. Οι συναντήσεις πληθαίνουν, έως ότου δημιουργείται μια ολόκληρη ομάδα γυναικών, μεγάλων και μικρών, όμορφων και άσχημων –στην οποία μετέχει πάντως και ένας άσχημος άντρας–, για να αντιμετωπίσει τον ωραίο Εωσφόρο, που σκοτώνει, εν τέλει, κατά λάθος. Η αστυνομική πλοκή του μυθιστορήματος, με μία αστυνομική συγγραφέα να παίζει τον ρόλο του αστυνόμου-εκδικητή, λειτουργεί ευεργετικά στο επίπεδο της αφηγηματικής οικονομίας. Αναβαθμοί της αφήγησης γίνονται τα ερωτηματικά που διαδέχονται το ένα το άλλο – και η Μαντόγλου αφήνει τον αναγνώστη να απορεί μαζί με τους ήρωες, ή μάλλον τις ηρωίδες της. Ξεχωρίζω το πρόσωπο της άσχημης Πολυτίμης, της πρώτης που βρίσκεται αντιμέτωπη με το κακό.

Μια γυναίκα περίεργη για τον κόσμο, με τον δικό της τρόπο ευαίσθητη και ανοιχτή στην πραγματικότητα μιας Αθήνας που καίγεται τον Δεκέμβριο του 2008 –και περιγράφεται με αδρές πινελιές ή στιγματογραφικά με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο–, που η ασχήμια της συναρτάται προς την παραίτηση και αναιρείται από τη δράση. Μια δράση που σίγουρα δεν ταιριάζει μόνο στους άντρες, όπως αρέσκεται να λέει ο πρωταγωνιστής. Το κείμενο της Μαντόγλου είναι απλωμένο στον χώρο, σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις και στρατόπεδα, στην καθημερινή Αθήνα που κρύβει τη βία κάτω από το χαλί έως ότου μια σφαίρα την πυρπολεί απ’ άκρη σ’ άκρη• αλλά και στον χρόνο, στον ατομικό και συλλογικό χωροχρόνο, στη μνήμη, όπου και η ρίζα του κακού. Οι γυναικείες μορφές της έχουν βάθος, από τη χειρουργό ώς την υπάλληλο στο ταξιδιωτικό γραφείο και τις τρομερές μητρικές φιγούρες, μορφές κινηματογραφικές, χαρακτήρες μαζί και σύμβολα. Η ιστορία πάλι διαβάζεται κατά βούληση: ιστορία ενός κατά συρροή δολοφόνου• παρωδία των ιστοριών αυτών με δεδομένη την πολλαπλή αποτυχία του, που ουδεμία σχέση με την εξουδετέρωσή του• ιστορία της εξ ορισμού επικίνδυνης γυναικείας αυτοσυνειδησίας και αυτοπραγμάτωσης, μέσα και έξω από τον έρωτα• ιστορία της αστυνομικής αναζήτησης της αλήθειας της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στον έρωτα, στην τέχνη, στον κόσμο• ιστορία για τις ιστορίες που στροβιλίζονται γύρω μας και όταν τις διηγούμαστε τις καθηλώνουμε, στερώντας τους τη δυναμική της πολυσημίας τους. Ετσι, αποφεύγοντας γενικά τους σκοπέλους του πλατειασμού αλλά και του υπερβολικού κατακερματισμού, η Μαντόγλου μας δίνει ένα σφιχτό και ανοιχτό μαζί κείμενο, που σχολιάζει τη σύγχρονη υπαρξιακή και κοινωνική συνθήκη, ελληνική και μη, αλλά και τη γραφή την ίδια. Καθημερινή 20/1/13