Κομμάτια φυγής
Μια συγκινητική ιστορία επιβίωσης γίνεται ένας ύμνος του λόγου και της μνήμης, σ' αυτό το εντυπωσιακό ντεμπούτο στο μυθιστόρημα της Καναδής ποιήτριας Ανν Μάικλς. Ο κύριος αφηγητής, Ιάκωβος Μπιρ, ο οποίος διηγείται την ιστορία του σε ηλικία 60 ετών το 1992, ήταν ένας Εβραίος επιζών του Ολοκαυτώματος ο οποίος αφού έχασε όλη του την οικογένεια, σώθηκε από τον Αθο Ρούσσο, έναν ανθρωπιστή Έλληνα επιστήμονα, ο οποίος προσέφερε ασφάλεια στον Ιάκωβο και τον μεγάλωσε στη Ζάκυνθο. Η διήγηση του Ιάκωβου είναι ένα πλούσιο χρονικό καθώς "οι ιστορίες του Αθου για γεωλόγους και εξερευνητές, χαρτογράφους και θαλασσοπόρους" ερεθίζουν τη φαντασία του νεαρού μαθητή - μια φαντασία η οποία κυριαρχείται επίσης από τις ζωηρές αναμνήσεις των νεκρών γονιών του και της αδελφής του. Οι δυο τους ταξιδεύουν στην Αθήνα, όπου οι επίμονες αναμνήσεις του Ιάκωβου πλέκονται με τις ιστορίες που ακούει για το μαρτύριο της πόλης κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατόπιν στο Τορόντο, όπου ο Αθος είναι προσκεκλημένος για να διδάξει, και όπου πεθαίνει αφήνονοντας τον Ιάκωβο να τελειώσει τη δουλειά του μέντορά του, μια μελέτη για τον τρόπο με τον οποίο οι Ναζί διαστρέβλωσαν την ιστορία για να αλλάξουν το παρελθόν και να αποδείξουν την ανωτερότητα των Αρείων. Η ζωή του Ιακώβου από τότε είναι αφιερωμένη στα δικά του γραψίματα (είναι ένα χαρισματικό ποιητής), στην αναζήτηση της αγάπης και κυρίως στην κατανόηση της δύναμης που έχει η γλώσσα για να "καταστρέφει, να εξαλείφει, να εξολοθρεύει", στην ανακάλυψη μέσα από την ποίηση "της δύναμης της γλώσσας να θεραπεύει, να αποκαθιστά". Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος παρακολουθεί την ύστερη ζωή του Ιακώβου, μέσα από την αφήγηση ενός νεαρού του φίλου και θαυμαστή, ο οποίος είναι και ο ίδιος παιδί επιζώντων του Ολοκαυτώματος και του οποίου η ευαισθησία βρίσκει στήριγμα στη ζώη και το έργο του Ιακώβου και δυναμώνει την πίστη του ότι "κάθε στιγμή είναι δύο στιγμές" γιατί το παρελθόν είναι πάντα παρόν στο παρόν). Η συγγραφέας Helene Cixous στοχαζόμενη πάνω στο «μεγάλο γράψιμο» λέει: «Το γράψιμο είναι να μαθαίνεις να πεθαίνεις... Ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί μια ουσιαστική εμπειρία, την πρόσβασή μας στον άλλον κόσμο...». Η Ανν Μάικλς δεν δημιουργεί μόνο πάνω στον κόσμο των νεκρών αλλά ενεργοποιεί και τα δύο επόμενα πεδία που έχουν να κάνουν με τη διαδικασία της μεγάλης δημιουργίας: τα Όνειρα και την Καταβύθιση στις Ρίζες. Τα όνειρα επίσης μας φέρνουν πίσω στους πεθαμένους, τη νύχτα μιλάμε συνεχώς με αυτούς. Το βιβλίο παίρνει ζωή και γλώσσα από τις ρίζες αφού η καταβύθιση στις πρωταρχικές μας καταβολές αποδυναμώνει τα όρια ανάμεσα σε μας και στους προηγούμενους. Μας βοηθάει να ξαναγεννηθούμε μέσα από εκείνους. Το γράψιμο δίνει ζωή και διάρκεια σε όσους πέθαναν. Η Ανν Μάικλς, με δύο βραβευμένες ποιητικές συλλογές ως τώρα, έχει γράψει ένα σημαντικό βιβλίο πέρα από τις πρόσκαιρες εμπορικές του παραμέτρους (έξι διεθνή βραβεία, στα δέκα πρώτα βιβλία της λίστας πωλήσεων της Βρετανίας). Και είναι σημαντικό γιατί ξεπερνά τις απλές καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων. Γίνεται ένας πανανθρώπινος ιστός που αγκαλιάζει αυτά που φτιάχνουν τις τύχες των λαών και σημαδεύουν την πορεία τους στον κόσμο: την ιστορία, τον πολιτισμό και τη μνήμη τους. Η ποιητική αυτή ελεγεία, με όλα τα στοιχεία μιας μεταμοντέρνας αφήγησης, είναι ένα θλιμμένο τραγούδι που ακούγεται στη σκοτεινή νύχτα της ανθρωπότητας και έχει σκοπό να αναστήσει τις ψυχές όλων εκείνων που άδικα θυσιάστηκαν στο Ολοκαύτωμα, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στους λιμούς, στους αποκλεισμούς, στην οδύνη του πολέμου, του κάθε πολέμου, στον βιασμό της αξιοπρέπειας και του δικαιώματος να ζήσει κάθε άνθρωπος όπως του έτυχε. Η καναδή ποιήτρια επιλέγει ως ήρωά της έναν έλληνα επιστήμονα, τον Αθανάσιο Ρούσσο, που σκάβει στις λάσπες χαμένων πόλεων της Ευρώπης για να βρει ίχνη παλαιοτέρων πολιτισμών, προσπαθώντας έτσι να αποδείξει τη φυσική και ιστορική συνέχεια των ανθρώπων με τη Γη, τον πλανήτη, τον φυσικό κόσμο. Εκεί, στο Μπισκούνιν, την «πολωνική Πομπηία», θα «ξεθάψει» ένα παιδάκι, τον Ιάκωβο, το οποίο θα σώσει από την αρπαγή του ναζισμού και θα το οδηγήσει στη Ζάκυνθο, όπου και θα το κρύψει για τέσσερα χρόνια στα μικρά δωμάτια ενός σπιτιού. Στη Ζάκυνθο ο Ιάκωβος Μπιρ θα ανακαλύψει, πίσω από τις γρίλιες, το ελληνικό φως και τη θάλασσα, θα μάθει για τον Όμηρο, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Σεφέρη, τον Παλαμά αλλά και τον Κιτς. Εκεί θα επιστρατεύσει τη μνήμη του για να θυμηθεί την αδελφή του, την Μπέλα, που γνώριζε τα πάντα για τον Μπετόβεν και της άρεσε να παίζει στο πιάνο τη «Σονάτα του σεληνόφωτος». Μέσω του Αθου θα μάθει να επιβιώνει, όπως και η φύση, θα μάθει ότι, όπως κάθε κομμάτι της γης κουβαλά τα δικά του σημάδια μνήμης, έτσι και αυτός φέρει τα δικά του. Θα αποδεχθεί ότι τα καμένα σε λακούβες ανθρώπινα κόκαλα, που επιστρέφουν στο χώμα, θα σμίξουν με τη γη αλλά δεν θα επιστρέψουν στον πάνω κόσμο. Τα οστά των νεκρών θα κουβαλάνε το βάρος της γης. Ο μικρός Ιάκωβος θα αποδεχθεί τη θηριωδία του κόσμου. Θα αρχίσουν οι εφιάλτες του. Η επόμενη στάση του Αθου με τον μικρό θα είναι η Αθήνα, λίγο μετά την κατοχή των Γερμανών. Εδώ καινούργιες μαρτυρίες κακουχίας και στερήσεων έρχονται να προστεθούν κοντά στα τόσα βάσανα. Ποιοι είναι εκείνοι που προκαλούν την ανθρωπότητα και τον πλανήτη, γιατί καίνε τα τοπία και αλλάζουν τη ροή της Ιστορίας; Γιατί αλλοιώνουν την αρχαιολογία και το παρελθόν; Γιατί πυρπολούν τα βιβλία; Είναι εκείνοι, οι ναζί, και αύριο ποιος ξέρει ποιοι... Η ευρωπαϊκή συνείδηση τραύμα ανοιχτό. Η θλίψη διάχυτη παντού. Ο Αθος και ο μικρός αναχωρούν για τον Καναδά, το Τορόντο. Το πένθος, όμως, οι άνθρωποι το φοράνε κατάσαρκα όπου και αν πάνε. Γιατί «κανείς δεν θα μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη της συγχώρεσης εκ μέρους των νεκρών. Γιατί σε καμία πράξη βίας δεν μπορεί να δοθεί άφεση. Όταν εκείνος που θα μπορούσε να συγχωρήσει δεν μπορεί πια να μιλήσει, τότε δεν υπάρχει παρά η σιωπή». Στον Καναδά ο Ιάκωβος παρακολουθεί μαθήματα ελληνικών και αγγλικών. Αρχίζει να μεταφράζει έλληνες ποιητές και το έργο του Αθου «Κομίζοντας εσφαλμένες μαρτυρίες», που δεν ήταν παρά η καταγραφή του Αθου για το πώς οι ναζί χρησιμοποίησαν βάναυσα την αρχαιολογία για να παραποιήσουν το παρελθόν υπέρ της Αρίας φυλής. Ο Ιάκωβος Μπιρ, μετά τον θάνατο του Αθου, αναλαμβάνει να καταγράψει τη ζωή του ανθρωπιστή προστάτη του. Βυθίζεται στα χαρτιά του. Επιστρέψει στη Ζάκυνθο, το σπιτάκι όπου κρυβόταν όμως κατάντησε μια στοίβα λιθάρια από τους σεισμούς. Εγκαθίσταται στην Ύδρα, σε ένα ανεμοδαρμένο σπίτι. Παντρεύεται, η γυναίκα του όμως δεν τον αντέχει. Δεν τον αντέχει να βλέπει τη νύχτα διάτρητο το σκοτάδι από πρόσωπα. Να σκέφτεται διαρκώς «εκείνους που ανάσαναν βαθιά και πέθαναν από ασφυξία? εκείνους που εμεγαλύνθησαν με τον θάνατό τους». «Αναζητώ τη φρίκη» λέει ο Ιάκωβος. Και όχι μόνο στις ρημαγμένες γειτονιές των Εβραίων αλλά και στα Καλάβρυτα και σε κάθε τόπο σφαγής και μαρτύρων. Γιατί «η Ιστορία και η μνήμη μοιράζονται γεγονότα. Μοιράζονται τον χρόνο και τον χώρο. Κάθε στιγμή είναι δύο στιγμές». Ο Ιάκωβος θα πεθάνει στην Αθήνα από αυτοκινητικό ατύχημα το 1992. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μια νεότερη γενιά θα αναλάβει να δώσει απάντηση στα δικά του ερωτήματα. Έτσι ο Μπεν, από τον φιλικό κύκλο του Αθου, επιστρέφει στην Ελλάδα και ψάχνει με αγωνία στα αρχεία του Ιάκωβου ως ερευνητής της ανθρώπινης γεωλογίας (ο Αθος προσάρμοζε το γεωλογικό στο ανθρώπινο, αναλύοντας την κοινωνική αλλαγή όπως θα ανέλυε ένα τοπίο). Ο Μπεν θα βρει και θα διασώσει τα γραπτά του Ιάκωβου Μπιρ. Το βιβλίο που εμείς διαβάζουμε γράφτηκε από ανθρώπους που διέσωσαν ο ένας τα γραπτά του άλλου. Σε αυτή ίσως τη γενιά να ανήκει και η συγγραφέας. Μπορεί, γιατί η ίδια κρύβεται επιμελώς και αφήνει να μιλάνε οι χαρακτήρες του βιβλίου. Η αφήγησή της ποιητική, πυκνή, ακριβής. Εδώ είναι και το κατόρθωμά της. Η συγγραφέας θυσιάζει το προσωπικό και δίνει λόγο σε εκείνους που πρέπει να μιλήσουν. Τέτοια αποχώρηση από το «συγγραφικό εγώ» σπάνια θα συναντήσουμε σε πρώτο μυθιστόρημα. Η δουλειά της Μάικλς, δέκα χρόνων έρευνες, είναι εμφανής. Γνώσεις στρατιωτικής ιστορίας, βοτανολογίας, βιολογίας, αρχαιολογίας, ελληνικής και εβραϊκής ιστορίας διασκορπισμένες στο κείμενο με παιχνιδιάρικη διάθεση και εκκεντρικότητα. Φαίνεται ότι η Ανν Μάικλς ήταν αποφασισμένη να συνθέσει αυτή τη μελαγχολική σονάτα από «φευγαλέα μισοξεχασμένα μουσικά κομμάτια» (δηλαδή, «Fugitive Pieces»). Το αποτέλεσμα είναι μια αρμονική σύνθεση, ένας ύμνος στα Πάθη του ανθρώπου. Με τέτοια βιβλία μπορούμε να κοιμόμαστε ελαφρότερα. Θόδωρος Γρηγοριάδης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 15-02-1998