Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
 «Κλέφτης αλόγων»

«Κλέφτης αλόγων»

Βιβλίο: Συγγραφέας
Περ Πέτερσον
Βιβλίο: Εκδότης
Α.Α. Λιβάνη (Μετάφραση Σωτήρης Σουλιώτης)
Έτος: 2006
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Ο Νορβηγός συγγραφέας Πέρ Πέτερσον ελάχιστα ήταν γνωστός έξω από την πατρίδα του μέχρι να κερδίσει ένα από τα πιο ακριβά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία, το IMPAC Dublin Literary Award τον Ιούνιο του 2007. Ο 55χρονος συγγραφέας έλαβε όχι μόνον τις 100.000 ευρώ αλλά είδε το βιβλίο του να μεταφράζεται σε πολλές ξένες γλώσσες με αρκετή επιτυχία ακόμη και στην Αμερική. . Το βιβλίο ξεκινάει τη δεκαετία του ενενήντα, μήνα Νοέμβριο, σε ένα μοναχικό σπίτι μέσα στο δάσος, δίπλα σε μια λίμνη στην ανατολική Νορβηγία. Ήρεμα και επιβλητικά τοπία, σιωπηλά. Πιο κάτω στην λίμνη μόλις που διακρίνεται μια φωτισμένη καλύβα όπου μένει ένας άνθρωπος με το σκυλί του. Ο αφηγητής μας, ο 67χρονος Τρόντ, έχει ταξιδέψει πολύ, αλλά εδώ που βρίσκεται τώρα αποτελεί την τελική του επιλογή. Του αρέσει η μοναξιά, η απομόνωση, την είχε ονειρευτεί. Ένα βράδυ ακούει φωνές και σφυρίγματα και βγαίνει έξω ΄ βλέπει έναν άντρα, μικρότερό του, να ψάχνει τον σκύλο του, τον Πόκερ. Οι δύο άντρες συστήνονται: Ο άντρας λέγεται Λαρς και το όνομά του πυροδοτεί μνήμες από το παρελθόν, όταν ο μικρός Τροντ ζούσε για δύο καλοκαίρια με τον πατέρα του που ξύλευε δέντρα και στην συνέχεια τα άφηνε να κυλήσουν στο ποτάμι για να μεταφερθούν στην Σουηδία. Γείτονές τους μια οικογένεια με τρία αγόρια, ο Λαρς με τον δίδυμο αδελφό του και τον μεγαλύτερό του, τον Γιον. Ο Τροντ και ο Γιον, σαν ήρωες του Μαρκ Τουέιν, αγαπάνε την περιπέτεια στην φύση και αποφασίζουν να «κλέψουν» άλογα από ένα γειτονικό κτήμα. Αυτή είναι μόνον η αρχή μιας σειράς γεγονότων που θα αναταράξουν τις σχέσεις των δύο οικογενειών, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ειδικά ο μικρός Τροντ βιώνει τον κόσμο ως μια μεγάλη ενότητα της φύσης και των πλασμάτων και μέχρι στιγμής ο ενδιάμεσος είναι ο πατέρας του Η φύση και ο ήλιος μεταμορφώνουν συνεχώς την ψυχή του νεαρού, και όπως τα θυμάται από σήμερα το περασμένο αίσθημα ευχαρίστησης μετατρέπεται στη συναίσθηση ότι ο χρόνος έχει περάσει, ότι αυτά συνέβαιναν αιώνες πριν και ότι ξαφνικά έχεις γεράσει. Όμως ο Τροντ σήμερα αποδέχεται την κατάστασή του: «ότι η γυναίκα μου πέθανε πριν από τρία χρόνια σε δυστύχημα, από το οποίο επέζησα, και ότι δεν ήταν η πρώτη μου γυναίκα, ότι έχω δύο παιδιά από προηγούμενο γάμο και ότι αυτά, με τη σειρά τους, έχουν δικά τους παιδιά». Οι πληροφορίες που μας δίνει ο συγγραφέας για τον ήρωά του είναι αποσπασματικές και κάθε φορά μια νέα προσθήκη φωτίζει τα προηγούμενα γεγονότα και τις συμπεριφορές. Να πώς θυμάται την Εκείνη τη μητέρα του Γιον όταν τον καλεί για φαγητό. «Μύριζε ψητό χοιρινό και καφέ κι εκτός από αυτό μύριζε καπνό και ξύλα και ρείκια και πέτρες που είχαν ζεσταθεί στον ήλιο και κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό, κάτι που δεν είχα μυρίσει πουθενά αλλού, παρά μόνο σ’ εκείνο το ποτάμι, και το οποίο δεν ήξερα από πού προερχόταν, αλλά ήταν ένας συνδυασμός από όλα όσα υπήρχαν εκεί, μια κοινή συνισταμένη, ένα άθροισμα, κι αν έφευγα από εκεί και δεν ξαναγύριζα, δε θα το μύριζα ποτέ ξανά». Να λοιπόν το στοιχείο της μυρωδιάς που καθορίζει μνήμες όπως στον Μαρσέλ Προυστ, ειδικά όταν αυτές περιγράφουν σκηνές που έχουν καταχωνιαστεί βαθιά στη συνείδηση και επαναφέρονται. Όπως οι εικόνες, όταν μαζί με τον πατέρα του έφτασε ως εκεί που άρχιζε η Σουηδία προκειμένου να κόψουν και να ρίξουν κορμούς στο ποτάμι: «ανεβήκαμε αργά προς το κυρτωμένο πεύκο που έμοιαζε με άγαλμα, διασχίσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στη Σουηδία, και ήταν ακριβώς όπως το περίμενα , στ’ αλήθεια ένιωθες διαφορετικά, παρόλο που όλα έμοιαζαν ίδια όταν περάσαμε στην άλλη πλευρά». Ο μικρός Τροντ μέσα από τις σχέσεις του με τον πατέρα και τους γείτονες, τους παιδικούς φίλους και τους γονείς τους είδε τον κόσμο με άλλο μάτι και εντάχθηκε σε ένα διαφορετικό συναισθηματικό χώρο. «Μια μέρα δεν κατέβηκα, ούτε την επομένη, ούτε και την μεθεπομένη. Ήταν σαν να είχε πέσει μια αυλαία. Σαν να ξανάρχιζα τη ζωή μου από την αρχή. τα χρώματα ήταν αλλιώτικα, οι μυρωδιές ήταν αλλιώτικες, η αίσθηση που τα πράγματα δημιουργούσαν βαθιά μέσα μου ήταν αλλιώτικη. Δεν ήταν απλώς μια διαφορά σαν αυτή ανάμεσα στη ζέστη και το κρύο, στο φως και το σκοτάδι. Στο μοβ και το γκρι, αλλά μια διαφορά στον τρόπο που φοβόμουν και στον τρόπο που χαιρόμουν». Συγκινητικό και λυρικό κείμενο, με σοφά δάνεια από την ευρωπαϊκή και την αμερικανική λογοτεχνία, μας θυμίζει ότι η πραγματικότητα και η μυθοπλασία μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα αδιάσπαστο σύμπαν. Θεόδωρος Γρηγοριάδης