Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Η μοναξιά της ασφάλτου (Δημήτρης Μαμαλούκας)

Η μοναξιά της ασφάλτου (Δημήτρης Μαμαλούκας)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Δημήτρης Μαμαλούκας
Βιβλίο: Εκδότης
Α.Α. Λιβάνης
Έτος: 2008
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Για πρώτη φορά, μετά από αρκετά βιβλία, ο Δημήτρης Μαμαλούκας αφηγείται μιαν ιστορία όπου αυτό που, εκ του αποτελέσματος, μοιάζει να τον ενδιαφέρει είναι το χτίσιμο των χαρακτήρων, κυρίως αυτόνομων, και η τοποθέτησή τους στον κόσμο. Έτσι, διαβάζοντας τη «Μοναξιά της ασφάλτου», το καινούργιο του δηλαδή μυθιστόρημα, απομακρυνόμαστε από τους γνώριμους του συγγραφέα στόχους της έξαψης του «τι γίνεται μετά» και παραμένουμε στο «τι γίνεται τώρα». Με λίγα λόγια, ο Μαμαλούκας ολοκληρώνει ένα λογοτεχνικό κείμενο μες στο οποίο έντεχνα μας πλασάρει περσόνες και χωροχρόνο, φωτίζοντας κυρίως την αλληλεπίδρασή τους. Οι χαρακτήρες είναι πολλοί, με αποτέλεσμα δύσκολα να ξεχωρίζεις τον κεντρικό ήρωα, κάτι που μοιάζει ν? αποτελεί, εκτός από κεντρικό μέλημα του συγγραφέα, το πρώτο προτέρημα που συναντά ο αναγνώστης. Αν, ωστόσο, θέλει κανείς σώνει και καλά να εντοπίσει το κέντρο απ? όπου φυγόκεντρες δυνάμεις πηγάζουν, δεν έχει παρά να έχει υπόψη του την Πόλη, ομιχλώδη και γιγάντια, αποπνικτική και ρομαντική, νουάρ και γεμάτη από μιαν ατμόσφαιρα που γεμίζει με καπνούς και αλκοόλ τους κατοίκους της ? να, λοιπόν, η Αθήνα του Μαμαλούκα? και βεβαίως όχι μόνον αυτού. Σ? ένα σύμπλεγμα ιστοριών που καταρχήν μοιάζουν ασύνδετες, ο συγγραφέας στη «Μοναξιά της ασφάλτου» αφήνει στην άκρη την κλασική αφήγηση και πιάνει την εικόνα. Με μια διάθεση ακόμη και τους ήρωες να τους κάνει πλήρως κινούμενους και ολοζώντανους ενώπιον του αναγνώστη, διατηρεί τους γρήγορους ρυθμούς εναλλαγής εικόνων, (συν)αισθημάτων και καταστάσεων, με την ίδια ταχύτητα που ο Πετράρχης, ο αφηνιασμένος δολοφόνος, οδηγεί τη Μάστανγκ του ?68. Έτσι, όσον αφορά τώρα τους ίδιους τους χαρακτήρες, ο Αμίρ, απ? το Αφγανιστάν, αποτελεί ένα ακόμη σύμβολο ευαισθησίας του Μαμαλούκα έναντι των λαθρομεταναστών. Ενσαρκώνοντας ακόμη καλύτερα την πλήρως άσκοπη περιπλάνηση, τώρα κυρίως στις παρυφές της Μητρόπολης, έχοντας κατά νου να πάρει μιαν εκδίκηση και η οποία τον έχει κατακλύσει ολοκληρωτικά. Το μυστικό της κατανόησης του Αμίρ κρύβεται, φρονώ, στις αντιδράσεις του στο τραγικό συμβάν με το γιο του. Σ? αυτό το σημείο, η δραματική κορύφωση στο μέσον αυτών των περιγραφών προοικονομεί όλ? αυτά που έπονται και που θα έχει ο Αμίρ στο μυαλό του ως κεντρικό στόχο. Με μια διαρκή πάλη για επιβίωση, ανέχεται τα πάντα και τους πάντες, αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η εκδίκηση. Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει και η στάση του μετανάστη αυτού απέναντι σε άλλους μετανάστες. Η υπομονή που δείχνει σε κάποιο σημείο του κειμένου δεν πηγάζει μόνο εξαιτίας της στοχοπροσήλωσής του, αλλά ασφαλώς και από τη συνειδητοποίηση της κοινής μοίρας. Επίκαιρος όσο ποτέ είναι και ο Τσίκης. Διεφθαρμένος υπαστυνόμος, χωμένος ολοσχερώς στην παρανομία, πουλάει προστασία και ναρκωτικά. Απ? τη μια, είναι αυτός που φαινομενικά είναι άτεγκτος στην επιβολή του νόμου, ωστόσο ως άλλος φελλός μάχεται να βρει την άκρη σ? αυτόν το βρόμικο κόσμο -μάλλον υπόκοσμο, άλλωστε εκεί είναι που ταιριάζει- για να επιβιώσει. Ικανός να δείρει μέχρι θανάτου, είναι ο χαρακτήρας με τη μεγαλύτερη συγκρουσιακή ιδιότητα, όχι μέσα του, αλλά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται κατά την πορεία του μυθιστορήματος. Το παζλ της ολοκλήρωσης του εσωεξωτερικού κόσμου του Τσίκη, έρχεται να κλειδώσει η Στέλλα, η γυναίκα του, η οποία ολημερίς προσπαθεί ν? αποδείξει την αξία της... για το σπίτι και το μωρό. Άλλωστε, ο Τσίκης δεν έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις. Απ? την άλλη, η Δέσποινα παλεύει με μιαν απουσία, αυτήν του αδελφού της, τόσο φανερά και επώδυνα, ώστε να καθιστά την ίδια της την παρουσία απουσία απ? τον κόσμο. Βλέπουμε, λοιπόν, τη νεαρή κοπέλα ν? αγωνίζεται ψυχή τε και σώματι να διέλθει μέσ? από μια κατάσταση που δημιουργήθηκε χωρίς τη θέλησή της προφανώς, με αποτέλεσμα, ωστόσο, κατά τη δική μου ανάγνωση, να μετατρέπεται η ίδια σε απουσία, αντί, τελικά, να προσπαθεί να γεμίσει με ζωή το τίποτα. Έχω την αίσθηση ότι στόχος του Μαμαλούκα εδώ ήταν ένα σαρκαστικό σχόλιο στους άτονους και βαρετούς χαρακτήρες «της διπλανής πόρτας» που συναντά κανείς κατά κόρον σε διάφορα μυθιστορήματα. Και εδώ, αυτό που σώζει, τρόπον τινά, τη Δέσποινα ως περσόνα είναι η επαφή της με την πόλη. Χαρακτηριστικό το εύρημα του συγγραφέα εν προκειμένω, μιας και ολοφάνερα αποσκοπεί ν? αποδώσει σημαίνοντα, όπως προείπαμε, χαρακτηριστικά της «Μοναξιάς της ασφάλτου»: την περιπλάνηση, αφ? ενός, και το πώς η πόλη μπορεί να σε καταπιεί, αφ? ετέρου. Και μάλιστα, όχι μια οποιαδήποτε πόλη, αλλά η Μητρόπολη, σύμφωνα με το κείμενο, που σίγουρα δεν (πρέπει να) είναι αυτός ο σκοπός της. Ο αγαπημένος όμως ήρωας του Μαμαλούκα, αν και είναι δύσκολο να το πει κανείς αυτό, είναι ο Πετράρχης. Σ? αυτόν έχει αποδώσει τα καλύτερα και τα χειρότερα στοιχεία. Βέβαια, σε μια ζυγαριά δεν τίθεται θέμα ποιο απ? τα δύο θα υπερισχύσει, αφού ο κρυπτώνυμος ήρωας είναι κατά συρροήν δολοφόνος μιας ιδιότυπης δικαιοσύνης. Οδηγεί το καλύτερο αυτοκίνητο του βιβλίου, ακούει την καλύτερη μουσική, διαθέτει ευαισθησίες όπως η διατήρηση μιας τράπουλας Ταρό από τη μητέρα του, την οποία τράπουλα συμβουλεύεται συχνά, είναι ο ήρωας που είναι βγαλμένος απευθείας απ? τα νουάρ μυθιστορήματα της άλλης πλευράς του Ατλαντικού. Το όνομά του ίσως και να οφείλεται, εν πρώτοις, στην εμμονή του Μαμαλούκα με την Ιταλία, εντούτοις δίνεται η έντονη αίσθηση ότι θέλει ν? αποφύγει την άμεση ταύτιση με τους ανάλογους αμερικανούς συγγραφείς. Και εδώ μια γυναίκα, η Μιράντα, η τύποις ερωμένη του, χαρακτήρας υποταγμένος αλλά καπάτσος στο βάθος, είναι το πρόσωπο που έρχεται να κλειδώσει την εξωτερική, ίσως και εσωτερική εικόνα του Πετράρχη. Και πώς ενώνονται όλοι αυτοί στο μυθιστόρημα; Τι σχέση μπορεί να έχουν μεταξύ τους; Σ? αυτό το σημείο, το πιο φιλόδοξο σε όλο το κείμενο εξάλλου -πρακτικά, το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος- εντοπίζονται κάποιες, μικρές, δυσχέρειες του μυθιστορήματος? και είναι και δικαιολογημένο. Δηλαδή, ενώ προφανώς η παράλληλη πάλη ενάντια στην εσωτερική και εξωτερική μοναξιά όλων των βασικών ηρώων είναι εμφανής και καταλυτική? ενώ, επιπλέον, η επαφή και το πνίξιμό τους στην Πόλη, το φθινόπωρο του 2008, είναι κοινό και αναμφίβολο χαρακτηριστικό? ενώ στο πρώτο μέρος δε μας έμεινε καμία απορία για τους ήρωες -στο παρόν τους και λιγότερο σχετικά με το τι κουβαλούν στις πλάτες τους απ? το παρελθόν-, ο τρόπος που έχει επιλέξει ο συγγραφέας να μεταβεί απ? τις ξεχωριστές αναφορές στην ένωση των επιμέρους ιστοριών, καταστάσεων και προσώπων, παρότι είναι αναπάντεχοι οι «συνδυασμοί» των ηρώων, είναι πρόδηλα αμήχανος και παρουσιάζει μία δυσκολία στο χειρισμό των ίδιων των γεγονότων που ο ίδιος δημιούργησε. Με μια εμμονή στην κοφτή γλώσσα (βασικό χαρακτηριστικό της «Χαμένης βιβλιοθήκης του Δημητρίου Μόστρα», εκδ. Καστανιώτη), με τις γνώριμες κορυφώσεις της (διακριτές στην «Απαγωγή του εκδότη», εκδ. Καστανιώτη), με μια εικονοποιία που αγγίζει τα όρια του καθαρόαιμα κινηματογραφικού, ο Μαμαλούκας δείχνει να φοβάται να ξεπεράσει εαυτόν, αφήνοντας αυτό το σημείο που μόλις προαναφέρθηκε να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο έντεχνο και το άτεχνο. Ωστόσο, ολόκληρο το κείμενο σώζεται με το ανατρεπτικό του τέλος, όχι τόσο αναφορικά με τα γεγονότα, αλλά με το πώς αποφασίζουν οι περισσότεροι ήρωες να διαλέξουν ένα δρόμο διαφορετικό -μία λύση ή κάθαρση ίσως- απ? όσα μας είχαν προϊδεάσει με διάσπαρτες προοικονομίες καθ? όλη την εξέλιξη της «Μοναξιάς της ασφάλτου». Ο υποφώσκων σουρεαλισμός, οι διαδοχικές αναφορές σε κλασικά μουσικά κομμάτια (που λειτουργούν εξηγητικά, ειδικά όταν προτάσσονται στις ενότητες), οι εστέτ και συνάμα νοσταλγικές αναφορές σε χαρακτηριστικά αυτοκίνητα, η λανθάνουσα ποιητικότητα της γραφής, τοποθετούν σήμερα τη «Μοναξιά της ασφάλτου» στο σύνολο εκείνο των μυθιστορημάτων που ψάχνουν έναν καινούργιο δρόμο στην αφήγηση, εντάσσοντας σ? αυτά πολλά στοιχεία, γλωσσικά και αισθητικά, από πρακτικές άλλων τεχνών. Αυτό μπορεί να μη χαρακτηρίζει το προκείμενο μυθιστόρημα ως μεταμοντέρνο, αφού εμμένει κατά βάση στα κλασικά χαρακτηριστικά της σχετικής παράδοσης, η οποία μας έρχεται απ? την Αμερική, απ? την άλλη όμως, ο υποφαινόμενος στοχασμός τού σήμερα, έστω και υπό την έννοια ενός πολύ συγκεκριμένου τμήματός του, κάνει ένα τέτοιο κείμενο απολύτως σύγχρονο. Μένει μόνο να δούμε τη συνέχεια της συγγραφικής πορείας του Δημήτρη Μαμαλούκα, που τώρα μοιάζει να κάνει μιαν υποτυπώδη στροφή σε μια λογοτεχνικότερη γραφή, αφήνοντας, δειλά δειλά, πίσω τη συγγραφική ενασχόλησή του με το θρίλερ και το αστυνομικό ως κεντρικό σημαίνον της παρακαταθήκης του, από το οποίο, έτσι κι αλλιώς, είχε αρχίσει ήδη στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», κατά τα φαινόμενα, ν? αποσπάται. [Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Lecce, στην Ιταλία. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Οσο υπάρχει αλκοόλ, υπάρχει ελπίδα» (εκδ. Απόπειρα), «Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού», «Η απαγωγή του εκδότη» και «Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» (εκδ. Καστανιώτη) που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ 2007. Συμμετείχε στις συλλογές διηγημάτων «Ελληνικά Εγκλήματα» (εκδ. Καστανιώτη) και «Υπόγειες Ιστορίες» (εκδ. Athens Voice). «Η μοναξιά της ασφάλτου» είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα.] Δημήτρης Αθηνάκης