Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Η κραυγή της πεταλούδας (Κ. Γκιμοσούλης)

Η κραυγή της πεταλούδας (Κ. Γκιμοσούλης)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Κωστής Γκιμοσούλης
Βιβλίο: Εκδότης
Κέδρος
Έτος: 2007
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Ο συνδυασμός της αφέλειας της παιδικής γραφής με το στοχασμό πάνω σε ζητήματα ύπαρξης, συνύπαρξης και ανυπαρξίας, βρίσκει την καλύτερη εφαρμογή της στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Κωστή Γκιμοσούλη, «Η κραυγή της πεταλούδας». Αυτά τα στοιχεία φαίνεται να αποτελούν πια την επιλογή του τρόπου γραφής του συγγραφέα, που μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μιας λογοτεχνίας που βαδίζει στα χνάρια τού Τζακ Κέρουακ (δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω) και στα βήματα του μιας διηγηματογραφίας καταφανώς επηρεασμένης απ? το σύγχρονο, παγκόσμιο και underground γίγνεσθαι αναφορικά με το ρυθμό και τη θεματολογία. Οι δυο βάρκες στις οποίες πατά ο Γκιμοσούλης εμπεριέχουν το μαγικό ρεαλισμό, τον ωμό ρεαλισμό καθώς και την ημερολογιακή καταγραφή. Απέχει πολύ ολόκληρη η συλλογή απ? το να μοιάζει θεματικά ενιαία, παρ? όλη την περί του αντιθέτου αναφορά στο οπισθόφυλλο. Αν κάτι μπορεί να ενώσει τις ιστορίες αυτές, είναι μάλλον το ύφος και όχι ο σκοπός. Και ίσως η αίσθηση του αδύνατου που διατρέχει τις ιστορίες, κάτι που υποδηλώνεται εξάλλου ήδη από τον τίτλο της συλλογής. Οι λογοτεχνικές μεταφορές που χρησιμοποιούνται (άγγελος ή εραστής; - όνειρο ή πραγματικότητα; - τυφλός ή όχι φωτογράφος;), σε αντιδιαστολή με μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού τής γραφής (αντιθέσεις, αδιαφορία μπροστά στο φαντεζί, αυτοκτονίες και μεταζωές), λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη το ξεκάθαρο παραμυθητικό στοιχείο (ένας Φρανκεστάιν εγκαθίσταται στο σπίτι κάποιου που τον κάνει υπηρέτη του), υποδηλώνουν μια αμηχανία μπροστά στο σύντομο λόγο που απαιτεί η διηγηματογραφία και που έχει ως πρώτο της μέλημα η γραφή «του δρόμου». Οι κοφτές φράσεις και οι κοφτές ιστορίες (κομμένες μοιάζουν κάποιες φορές), σε τούτη τη συλλογή φαίνεται να γέρνουν προς την ποιητική αφαιρετικότητα παρά στην πεζογραφική ολιγάρκεια. Κάτι που μπορεί να δικαιολογηθεί απ? τον ισομερή «διχασμό» του Γκιμοσούλη ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία, με τις οποίες ασχολείται σταθερά τα τελευταία είκοσι πέντε περίπου χρόνια. Σε πλήρη αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Κώστα Κατσουλάρη στο «Μικρό δακτύλιο» και σε πλήρη συνάφεια με τη Μαρία Γαβαλά στα «Κορίτσια της πλατείας», η «Κραυγή της πεταλούδας» βάζει σε δεύτερη μοίρα τον τόπο, που λειτουργεί μέσα στο κείμενο περισσότερο ως έννοια και ιδέα παρά ως οδοδείκτης και πηγή έμπνευσης. Αυτό αποτελεί ίσως και το βασικό προτέρημα του Γκιμοσούλη σε τούτη τη συλλογή: απευθύνεται στον άνθρωπο πέρα από γεωγραφικές τοποθετήσεις και στεγανά, μακριά από οποιαδήποτε επιρροή από τόπους και χώρους. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι σε αντίθετη περίπτωση τα πράγματα καθίστανται αρνητικά κι απορριπτέα· η πραγμάτευση αυτών των ζητημάτων, του χώρου και του τόπου δηλαδή, απαιτεί αφενός την πλήρη έλλειψη συναισθηματικής φόρτισης, και, αφετέρου, επιτάσσει την απόλυτη αποφυγή σοβινιστικού χαρακτήρα της αφήγησης. Η λογοτεχνία πρέπει να ?χει χαρακτήρα πανανθρώπινο (κάτι που αν συνειδητοποιούσε η γαλλική λογοτεχνία, θα απέφευγε ενδεχομένως το σύγχρονο θάνατό της). Ο Γκιμοσούλης στην «Κραυγή της πεταλούδας» έχω την αίσθηση ότι απέφυγε να χτίσει χαρακτήρες, να αποδομήσει τις ιστορίες του αναδημιουργώντας τες ως λογοτεχνική ύπαρξη, αλλά επέμεινε στην καταγραφή ιδεών και εννοιών. Ο συγγραφέας κάνει μια ήρεμη άσκηση ύφους κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη, θέλοντας ξεκάθαρα να του μιλήσει για την επαναφορά στο σύγχρονο προσκήνιο μιας σύντομης και κοφτής λογοτεχνικής έκφρασης, η οποία αποζητά να καθαρίσει απ? τις εξαντλητικές περιγραφές και τις ηθικολόγες εξάρσεις, προτείνοντας την ελευθερία και τον αναχωρητισμό απ? το καθημερινό, ως μέσο αλλαγής μιας ζωής γεμάτης συμβιβασμούς. Αυτό που δεν κατάφερε ξεκάθαρα, ωστόσο, ο Γκιμοσούλης είναι να προτείνει το νέο κόσμο που επαγγέλλονται οι ήρωες-ιδέες του, αφήνοντάς μας με την αίσθηση της γένεσης ενός νέου συμβιβασμού μέσα απ? τις στάχτες τού άρτι γκρεμισθέντος. Η ζωή μπορεί να περνά και να χάνεται, ο θάνατος, όμως, παραμένει, όχι ως αντικειμενικότητα βέβαια, αλλά ως δαμόκλειος σπάθη πάνω απ? τα κεφάλια όλων μας όσοι δήθεν δρέπουμε δάφνες απ? τους κεκαλυμμένους καθημερινούς θανάτους. [Ο Κωστής Γκιμοσούλης εξέδωσε πρώτη φορά ποίηση το 1983 («Ο ξυλοκόπος πυρετός») κι έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει πέντε ποιητικά βιβλία. Το 1988 εξέδωσε το πρώτο του πεζό («Στάχτη στα μάτια») με άλλα οκτώ (διηγήματα και μυθιστορήματα) να ακολουθούν. Έχει επίσης εκδώσει το 2000 το «Μαύρο Χρυσό» όπου έχει εντάξει ποιήματα, πεζά και ζωγραφιές] Δημήτρης Αθηνάκης