Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας
Ένας σαρανταπεντάρης άντρας, υποσιτισμένος και απόκληρος, που φέρνει το όνομα Χουάν Πέδρο, περιφέρει το κορμί και τον φαλλό του στην Αβάνα, στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα. Παρά το γεγονός ότι θέλει να συνδυάσει κόσμο και μοναξιά, παραμένει ένα μοναχικό αγρίμι. Παλιά δούλευε ως δημοσιογράφος, προσπαθώντας να αλλάξει τις ιδέες του κόσμου, όμως δεν μπορεί να συνεχίσει πια, έχοντας στείλει στο διάλο την κομψή και ελεγχόμενη πρόζα. Η πρώην γυναίκα του είναι γλύπτρια στην Νέα Υόρκη, όμως αυτός επέλεξε την Αβάνα, έχοντας μόνη του έννοια την καθημερινή επιβίωση που δεν είναι παρά τα στοιχειώδη: ρούμι, μαριχουάνα, λίγη δουλειά και πολύ, αχαλίνωτο, σεξ. Η δεκαετία του ενενήντα βρήκε την Κούβα στην χειρότερη, κοινωνική και οικονομική κρίση. Οι Κουβανοί διέφευγαν με προχειροφτιαγμένες σχεδίες για την γη της επαγγελίας, έχοντας στο μυαλό τους δολάρια, χρυσά δαχτυλίδια, ανοιχτά αυτοκίνητα, χορτασμένες κοιλιές. Ελάχιστοι πετύχαιναν τον στόχο τους, αν στο μεταξύ δεν είχαν χαθεί στα αφιλόξενα κύματα της Καραϊβικής. Πίσω τους άφηναν μάνες, γυναίκες, παιδιά που ζούσανε, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, στα εξαθλιωμένα σολάρ, τα τενεκεδένια και τσιμεντένια χαμόσπιτα, δέκα-δέκα σε ένα δωμάτιο, όπου καυγάδιζαν, χαρακώνονταν, κρεμιόντουσαν, τρελλαίνονταν. Αυτός είναι ο κόσμος της «Βρόμικης τριλογίας της Αβάνας». Δεν είναι οι καθεστωτικοί και οι κατέχοντες, είναι όσοι δεν χώρεσαν πουθενά. Ντίλερς, λαθρέμποροι που πουλάνε ?χοιρινό κρέας? από τα νεκροταφεία, και ρούμι μπόμπα που σε στέλνει μια ώρα αρχύτερα στην κόλαση. Αγόρια και κορίτσια, οι χινετέρας κι οι χινετέρος, που εκδίδουν το κορμί τους για το προς το ζην-μια σχεδόν αποδεκτή μορφή πορνείας-, τζογαδόροι, μικροπωλητές. Και όσοι δεν εκπορνεύονται, βολεύονται μεταξύ τους, γίνονται επιδειξιομανείς, ηδονοβλεψίες, έτοιμοι να παρεισφρύσουν στα ερωτικά δρώμενα. Ο αφηγητής των ιστοριών, ο Πέδρο Χουάν, γνωρίζει τι συμβαίνει γύρω του. Μπορεί από τη μια να είναι υποστηρικτής του σεξ ως «ανταλλαγή υγρών, ρευστών?μικροβίων, βακτηρίων» όμως, σε κρίσεις νηφαλιότητας, υποστηρίζει ότι «πρέπει να δοθούμε σε κάποιον, να αποφύγουμε την ρουτίνα, να απολαύσουμε το κομμάτι της γιορτής που μας αναλογεί». Μόνον που ο κάποιος-και συγκεκριμένα μια μουλάτα- ποτέ δεν παραμένει κοντά του πάνω από λίγες ώρες. Κι έτσι ο Πέδρο Χουάν, παραμένει μόνος, στην ταράτσα μιας πολυόρωφης οικοδομής, στριμωγμένος σε ένα δωμάτιο, με κοινό μπάνιο των πενήντα γειτόνων, ενώ από κάτω βράζει ο τόπος. Κάποια στιγμή αποφασίζει να γράψει μερικά διηγήματα ? δεν έχει πρότυπα γιατί «κάθε συγγραφέας δομείται όπως μπορεί». Οι μόνες αναφορές του σε συγγραφείς είναι ο Μπάμπελ και ο Λεσάμα Λίμα του Paradiso (εκδ. Ίνδικτος) καθώς προσπερνάει το σπίτι του στην οδό Τροκαντερό. Αν θεωρήσουμε την Τριλογία ως ημι-αυτοβιογραφία του Κουβανού συγγραφέα Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες (γεν.1950), τότε, πράγματι προέκυψε ένα συναρπαστικό αφήγημα. Κάθε μέρος της Τριλογίας, περιλαμβάνει είκοσι ιστορίες, που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, έχοντας ως βασικό ήρωα τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή. Στα απίστευτα βίαια και προκλητικά ερωτικά περιστατικά, που εξιστορούνται, σπανίως επανέρχεται ο ίδιος χαρακτήρας όπως και σπανίως θα συναντήσουμε έναν τύπο να ξεφεύγει από τον στερεοτυπικό κόσμο του συγγραφέα. Οργισμένος, αθυρόστομος, βρωμόστομος για την ακρίβεια, ο Πέδρο Χουάν, μεταφέρει ακόμη και στα στόματα των γυναικών βρισίδια που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν και στο πρωτότυπο υφίσταται μια διαφοροποιημένη αργκό. Το να κατηγορήσεις τον Γκουτιέρες για σεξισμό και φαλλοκεντρισμό δεν είναι καθόλου δύσκολο αφού δεν υπάρχει ούτε μία στις 500 σελίδες χωρίς μια σεξουαλική σκηνή ή αναφορά στο περήφανο «πεινασμένο» αρσενικό μόριο. Ο αφηγητής αποβαίνει το ίδιο επιδειξιομανής, όπως και οι υπαίθριοι σουλατσαδόροι, μόνον που αυτός απολαμβάνει την λογοτεχνική ασυλία. Ο μαγικός ρεαλισμός της ισπανόφωνης παράδοσης υποτροπιάζει σε βρώμικο ρεαλισμό της απέναντι όχθης. Ο Γκουτιέρες αναχώρησε με μια λογοτεχνική σχεδία για την Αμερική όπου ξεβράστηκε πλάι στον Ρέιμοντ Κάρβερ, τον Μπουκόφσκι, τον Χένρι Μίλερ. Όμως σε ποιον αναγνώστη απευθύνεται ο Γκουτιέρες; Σ? εκείνον που αγκυροβολεί με τα γιοτ, για σεξουαλικό τουρισμό έξω από την Αβάνα, εξαγοράζοντας συνειδήσεις και πατρίδες ή στον φιλοπερίεργο βιβλιόφιλο που απολαμβάνει εκ του ασφαλούς μια ερεθιστική περιπλάνηση στις σελίδες της Τριλογίας; Σίγουρα, μια τόσο πριαπική αφήγηση, δύσκολα την συναντάς στην, εκ της δημιουργικής γραφής εκπορευόμενη, λογοτεχνία της γηραιάς ηπείρου. Η Κούβα της Τριλογίας δεν αφήνει περιθώρια για λογοτεχνικά τερτίπια. Τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν μινιμαλιστικά, άμεσα, θλιβερά. Αφήγηση σκοτεινή, γλέντι απελπισμένο μιας κοινωνίας βυθισμένης στην παρακμή με ανθρώπους αποφασισμένους να επιβιώσουν με κάθε ρίσκο. Εκείνο που απομένει είναι ο ακατάπαυστος αισθησιασμός ενός κόσμου που, ζώντας στα άκρα, προσπαθεί να απαλύνει τη μιζέρια του δοκιμάζοντας μια διονυσιακή, ντε-σαντική, απελευθέρωση των ενστίκτων, ακατανόητη κι εξωτική με τα μάτια ενός δυτικού. Βέβαια ο υπερβάλλων σεξισμός μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό αλλά δεν νομίζω ότι θα εγκαταλείψει κανείς το βιβλίο πριν το τέλος. Η Τριλογία απαγορεύτηκε στην Κούβα κι ας μην επιτίθετο ανοιχτά στον Φιντέλ Κάστρο. Αν η μέχρις εσχάτων ανθρώπινη διερεύνηση, η πολιτική παρωδία και η κοινωνική αποσύνθεση αποτελούσαν τα ζητούμενα της Τριλογίας τότε μάλλον τα κατάφερε. Ακόμη και σε σχέση με τα επόμενα μυθιστορήματα του Γκουτιέρες (στα ελληνικά: «Ο δικό μας Γκράχαμ Γκρην στην Αβάνα», «Ο έρωτα νοστάλγησε την Κούβα») η Τριλογία παραμένει αξεπέραστη για την αλήθεια και την τόλμη της. Θεόδωρος Γρηγοριάδης Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 30 Ιουνίου 2007