Χάπι Λου
Το "Χάπι Λου" είναι το πρώτο βιβλίο της Εύης Λαμπροπούλου. Η συγγραφέας είναι μια ξεχωριστή εκπρόσωπος της νέας γενιάς συγγραφέων και μια ιδιαίτερη φωνή των σύγχρονων ελληνίδων λογοτέχνιδων που μιλά γι' αυτά που ζει ή πρώτα ζει και μετά μιλά. Το βιβλίο αυτό είναι ένα παζλ, ανολοκλήρωτο θα ένιωθε κανείς, για τη γενιά μας, για τη γενιά αυτών που σήμερα οδεύουν στα τριάντα ή τα έχουν εδώ και πολύ λίγα χρόνια προσπεράσει. Είναι ένα μυθιστόρημα που δε φοβάται να πει την αλήθεια των σκέψεων αλλά πάνω απ? όλα των δράσεων που οι νέοι της εποχής μας τολμούν ή εξαναγκάζονται να τολμήσουν. Η Λου, η Σέβη, ο Λες, ο Σων, ο Ευτύχης (που μόνο ως καθρέφτης και ίσως το alter ego της συγγραφέως εμφανίζεται), ο Μάνος-φάντασμα, ο Σάκης και τόσοι άλλοι που παρελαύνουν από το μυθιστόρημα αυτό, είναι κομμάτια, υπερβολικά πολλές φορές, μιας γενιάς που φωνάζει μπροστά στο παρελθόν (λέγε με γονέα) και που τρέμει μπροστά στο μέλλον (λέγε με εαυτό). Η Λου. Μια νευρωτική, μόνιμα άυπνη, διαρκώς χαπακωμένη και ασέξουαλ ηρωίδα που τα έχει βάλει με όλους και με όλα, επειδή ακριβώς βαρέθηκε να τα βάζει με τον εαυτό της. Σπουδάζει, τσακώνεται με τη μαμά της, αποδομεί τα όποια χαρακτηριστικά προσπαθούν οι "μεγάλοι" να της κληρονομήσουν, γνωρίζει αγόρια συνεχώς και πάντα έχει ένα ερωτικό απωθημένο: το Μάνο, με τον οποίο μιλά, πια, μόνο στο τηλέφωνο. Η Λου παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια, ακούει σχεδόν ηδονικά μουσική, βαριέται και δουλεύει από 'δω κι από ΄κει. Μαζί με τον Ευτύχη τον μόνο, τελικά, κολλητό της (αφού η Σέβη, το αντίπαλον δέος, της κρύβει πράγματα που η Λου δεν ανέχεται) βρίσκουν δουλειά ως Γυμνά Μοντέλα σε ένα κολέγιο τεχνών, ως Παραπλανητές Θυμάτων ή Μαρτύρων στη Βρετανική Αστυνομία ή ως εκφωνήτρια, μόνη τελικά, η Λου στο ραδιόφωνο. Η Σέβη. Η κοπέλα τα-έχω-βρει-με-τον-εαυτό-μου-και-με-όλους-τους-άντρες-του-κόσμου. Μορφωμένη, συγκροτημένη και βαθιά μοναχική! Δεν μπορεί στιγμή χωρίς αγόρι, χωρίς κάποιον, τελικά, να τροφοδοτεί το ήδη αναίτια υπερτροφικό εγώ της. Διαθέτει μια ζηλευτή σιλουέτα, την οποία και διατηρεί με Πρόζακ και βουλιμία. Παντρεύεται, τελικά, τον Σων, έναν βρετανό, μέχρι το μεδούλι, που καταφέρνει να απεκδυθεί το δημοσιοϋπαλληλίκι και να γίνει αστέρας της μουσικής σκηνής της Γηραιάς Αλβιόνος και όχι μόνο. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι b-ήρωες που εξυπηρετούν την πλοκή του μυθιστορήματος της Λαμπροπούλου και που πολλές φορές λειτουργούν ως φερέφωνα της συγγραφέως για να πει σώνει και καλά αυτά που θέλει να πει. Η φρέσκια και χωρίς καθωσπρεπισμούς γλώσσα, χωρίς εντούτοις την ενοχλητικά υπερβολική χρήση τής αργκό, η αμεσότητα του λόγου, οι υστερίες τής γενιάς μας, η πολλή φλυαρία, η ερωτική επαφή, η επαγγελματική αποκατάσταση, η καυστικότητα και, τέλος, η πολυπολιτισμικότητα του βιβλίου, συνοψίζουν το περιεχόμενό του. Το background του βιβλίου τώρα: Η ταράτσα με την υπαίθρια τουαλέτα που ο καθένας μπορεί, χωρίς κανένα κόστος, να χρησιμοποιήσει ως τέτοια ή ως τόπο στοχασμού! Η ταράτσα ανήκει σε όλους. Είναι ένα μεταμοντέρνο κοινόβιο που ο καθένας μένει εκεί κατά βούλησιν. Το Λονδίνο. Η εμμονή πολλών νέων συγγραφέων. Δικαίως. Χωνευτήρι λαών και πρωτεύουσα του παγκόσμιου χωριού. Το μέρος που μπορείς να χαθείς, να παραμείνεις άγνωστος και να ζήσεις τις ξεχασμένες αλήθειες του εαυτού σου... Άλλωστε, ως ξένοι σε μια χώρα δεν είμαστε πιο αληθινοί (έστω και για λόγους επιβίωσης); Η Θεσσαλονίκη. Το άκρο αντίθετο της βρετανικής πρωτεύουσας. Μια πόλη που γεννά έρωτες, ελευθερία αλλά μέχρις ενός σημείου. Περιοριστική και μόνιμα γκρινιάρα. Πανέμορφη και διαρκώς αληθινή. Υπάρχει πολλή αλήθεια στο βιβλίο αυτό της Λαμπροπούλου. Και φυσικά η μουσική. Το βιβλίο είναι ένα διαρκές soundtrack, ένα juke-box που δε παίζει ακατάπαυστα τραγούδια από το παρελθόν αλλά κυρίως το παρόν. Η ποπ, η εναλλακτική ροκ σκηνή, η brit-pop των ημερών μας κατακλύζει το σύμπαν του βιβλίου και που σε κάνει να θες να τραγουδάς. Η Εύη Λαμπροπούλου δε φοβάται τον αυτοσαρκασμό. Αντιθέτως, τον συντηρεί με γενναιοδωρία. Ειρωνεύεται, μιλά για τις υστερίες και τις καταχρήσεις της γενιάς της (μας), καταρρακώνει τα όποια απομεινάρια των οικογενειακών στιγμών και ζει για τον εαυτό της και τους φίλους της. Υπαινίσσεται ότι οι διαφορές μεταξύ μας είναι εγκεφαλικές και προκατασκευασμένες από...πού άραγε; Εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Η Εύη Λαμπροπούλου προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες της generation x που ενδεχομένως έζησε στην Αγγλία, τοποθετώντας τες σε ελληνικά στόματα και συνήθειες. Εδώ χωλαίνει το κείμενο και αφήνει μια αμηχανία, νομίζοντας πολλές φορές ότι ανερυθρίαστα παίζει με τον αναγνώστη, κάτι που δε νομίζω ότι κρύβει ή αποφεύγει. Νιώθεις, διαβάζοντας κάποια σημεία του κεφαλαίου, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι στη γενιά μας, όσο κι αν φιλότιμα προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο η συγγραφέας. Στα αρνητικά του μυθιστορήματος αυτού εντάσσεται και η αίσθηση ότι στις τελευταίες ογδόντα (80) περίπου σελίδες μπορείς κάλλιστα να θεωρήσεις ότι το βιβλίο φτάνει στο τέλος του ή, τελοσπάντων, μπορείς να πιστέψεις ότι και "τώρα" θα μπορούσε να μπει η τελευταία τελεία. Μια αμήχανη προσπάθεια της συγγραφέως υπάρχει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να οδηγηθεί...κάπου, να βάλει ένα τέλος. Και τέλος, τα πανταχού παρόντα ορθογραφικά/τυπογραφικά λάθη του κειμένου είναι το στοιχείο αυτό που στιγματίζει το προσεγμένο εξώφυλλο, την αισθητική του βιβλίου αλλά και την ίδια την έκδοση. Λόγος για το τέλος: Η Λαμπροπούλου ό,τι έχει να πει, ό,τι -πάνω απ' όλα- σκέφτεται, το λέει. Και δεν έχει καμία αμφιβολία για την ορθότητά του. Εσείς; [Η Εύη Λαμπροπούλου γεννήθηκε στην Καβάλα και, όπως λέει η ίδια, σπούδασε "άλλα άντ' άλλων". Γράφει διηγήματα, κόμικς και ποιήματα. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα: Το Χάπι Λου (Κέδρος) και το Σχεδόν Σούπερ (Κέδρος)] Δημήτρης Αθηνάκης