Graffito (Παύλος Μάτεσις)
Ο πολιτικός σαρκασμός Είναι προσώρας άγνωστο εάν η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία προσπαθεί να κάνει μια στροφή ακολουθώντας ένα ρεύμα περισσότερο παρεμβατικό στην περιβάλλουσα πολιτική πραγματικότητα. Ένα πιθανό υποερώτημα είναι εάν πρέπει ν? ακολουθήσει ξανά τέτοια πορεία ή εάν έτσι πρέπει να διαμορφωθεί ο ρόλος της. Καλώς ή κακώς, αυτά τα ερωτήματα δεν επιδέχονται δογματικές απαντήσεις, αφού όσοι οι λογοτέχνες και κριτικοί, τόσες και οι απόψεις. Συναφώς, αν περιοριστούμε στη λογοτεχνική παραγωγή του 2009, θα δούμε ότι αρκετά και αξιανάγνωστα βιβλία προσπάθησαν ν? ασκήσουν καυστική και ειρωνική κριτική στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του καπιταλισμού ή/και της παντελούς έλλειψης οποιασδήποτε αισθητικής των ημερών μας. Ενδεικτικά, το 13ο υπόγειο του Βαγγέλη Μπέκα, και η Πόλη του αναστέλλοντος ήλιου του Δημήτρη Οικονόμου, χρησιμοποιώντας παρόμοια ειδολογικά στοιχεία με τον Μάτεσι, όπως θ? αναλύσω παρακάτω. Απ? την άλλη, ο Νίκος Κουνενής με τον Μύθο του Ηρακλή Σπίλου αποπειράθηκε επιτυχώς να καυτηριάσει το σύγχρονο τηλεοπτικό (και όχι μόνον) γίγνεσθαι. Από την άλλη, η κριτική του Θοδωρή Κ. Ραχιώτη, με τους Βασανιστές, στην παντός είδους τρομοκρατία αλλά κυρίως σε ό,τι την προκαλεί. Η αριστερά και η αριστερή κριτική καταρχήν και ανέκαθεν υποδέχονταν ευνοϊκά ανάλογα έργα στη λογοτεχνία, με μιαν αυτονόητη προϋπόθεση: την, έστω υποφώσκουσα, πρόταση προς ένα «άλλο» μέλλον, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του παρόντος και επιστρατεύοντας την εμπειρία του παρελθόντος. Όλα αυτά όμως συνέβαιναν, ας πούμε στις δεκαετίες ?60 και ?70, όπου οι αντιτιθέμενες πλευρές ήταν ιδεολογικά ξεκάθαρες, καθώς σαφής ήταν και η απολιτική στάση στο έργο διαφόρων λογοτεχνών. Κατά την εξέλιξη ωστόσο της λογοτεχνικής πορείας στην Ελλάδα, στην εγχώρια γραμματεία ενσωματώθηκαν στοιχεία όπου η εξ αριστερών ή εκ δεξιών κριτική δεν είναι πάντοτε προφανής. Το γεγονός αυτό βεβαίως κινείται απαρέγκλιτα παράλληλα με τη διαμόρφωση του πολιτικού (ή απολιτικού) πλαισίου της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας. Άρα, έχω την αίσθηση ότι καταλήξαμε νωρίς σ? ένα πρώτο συμπέρασμα: ανεξάρτητα απ? την παρεμβατικότητα της λογοτεχνίας στην τωρινή κοινωνία, η τελευταία επηρεάζει αναντίρρητα την πρώτη, τουλάχιστον όσον αφορά τη θεματολογία της. Για να επιστρέψουμε στα στοιχεία που ενσωματώθηκαν στη νεοελληνική λογοτεχνία, χρειάζεται ίσως να ακριβολογήσουμε μιλώντας εν μέρει για «διαφοροποιήσεις»: ο επιθετικός μοντερνισμός μοιάζει να κινείται εξολοκλήρου προς τον μεταμοντέρνο σκεπτικισμό, η ιδεολογικά ξεκάθαρη κριτική στο κοινωνικό status υποκαθίσταται, διαφοροποιούμενη πάλι, από έναν ανελέητο σαρκασμό, ο οποίος αντιτίθεται κατά πάντων, αφού η λαίλαπα του σύγχρονου κοινωνικοοικονομικού κόσμου, του καπιταλισμού τελοσπάντων, δημιουργεί συνεχώς εχθρούς, αλλά συγχρόνως και αδιάλειπτα αφαιρεί (ή μοχθεί ν? αφαιρέσει) τη σαφήνεια του ιδεολογικού της οπλοστασίου. Νά, ενδεχομένως, ένας λόγος που συμβάλλει στην κατά περιπτώσεις απολιτική, φαινομενικά ή όχι, διάθεση της λογοτεχνίας. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα (μάλλον αφήγημα, μιλώντας τεχνικά) ο Παύλος Μάτεσις κινείται σ? ένα παρόμοιο πλαίσιο. Σαρκάζοντας ανυποχώρητα την τρέχουσα πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση, καταθέτει ένα έργο όπου ναι μεν εντοπίζει κάποιος τα γνώριμα στοιχεία του (θεατρικότητα, ειρωνεία, μύθος), ωστόσο για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα αντιπαρατίθεται με τον λόγο του στο ασφυκτικό πλαίσιο που αγωνίζεται όλους να μας πνίξει. Και δεν είναι μόνον αυτό: χρησιμοποιεί στο Graffito με τέτοιον τρόπο την καταιγιστική αφήγηση, ώστε ακόμη περισσότερο γίνεται εμφανής ο στόχος που έχει θέσει: η αποδόμηση των πάντων, έμψυχων και άψυχων. Επί το λαϊκότερον, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε πότε συνελήφθη η ιδέα, αλλά ο θανατηφόρος ιός που κατακλύζει το Κοινοβούλιο, συνεπώς την Αθήνα, είναι τραγικά επίκαιρος, παρότι δεν αποτελεί καμιά πρωτοτυπία, αφού είτε στον κινηματογράφο (28 μέρες μετά του Danny Boyle? Η νύχτα των ζωντανών νεκρών του George Romero) είτε στη λογοτεχνία (Albert Camus, Πανούκλα? John Wyndham, The day of the triffids) έχει χρησιμοποιηθεί ως αφηγηματικό εύρημα. Έτσι λοιπόν, ο ιός αυτός είναι η έναρξη όλων των δεινών που θα εξαπλωθούν σε όλη την πρωτεύουσα με αποτέλεσμα να ξεκινήσει το γαϊτανάκι των θεμελιωδών αλλαγών. Το στοιχείο που εντοπίζεται εδώ έχει πιθανότατα να κάνει με μια θέση αφ? εαυτής τρομακτική: εάν η κοινωνία αδυνατεί να πάρει τον εαυτό της στα χέρια της, τότε χρειάζεται μία τέτοια ασθένεια για να το κάνει εκ μέρους της. Προφανώς όμως, υπάρχει και κάτι ακόμη: αυτή η ασθένεια, αν και άγνωστο παραμένει το πώς, στη ρίζα της, ξεκίνησε, υπονοείται ότι αποτελεί δημιούργημα του ίδιου του ξεπεσμού της πολιτικής ηγεσίας, εν μέρει και της κοινωνίας ολόκληρης που τη συντηρεί, όπως και να το δει κανείς, εκούσα άκουσα. Όταν ξεκινά η εκ βάθρων αποδόμηση, μέσω της καταστροφής, του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, μ? ένα πρώτο ολοκαύτωμα των κατά τα φαινόμενα «ευπαθών ομάδων» στην ασθένεια, στην πλατεία Συντάγματος, αφού πρώτα έχει αποκλειστεί πλήρως το Κοινοβούλιο, μετατρεπόμενο σε αδιάβλητο οχυρό, αρχίζει και ο δρόμος της κορύφωσης της αφήγησης, αν και η τελευταία σχεδόν ποτέ δεν παύει να διαπνέεται από μία τέτοιου είδους «προετοιμασία». Μέσα στην ιστορία, επιπρόσθετα με την εξέλιξη της πλοκής, είναι πανταχού παρόντα τα τεχνάσματα και οι επιλογές του συγγραφέα που μπορούν να ξεκινήσουν ένα καινούργιο θέμα θεωρητικής συζήτησης, αναφορικά με το φανταστικό (εικόνα με τα πτηνά και τ? αγάλματα), το μεταρεαλιστικό (τ? ολοκαύτωμα) ή το φουτουριστικό (πλήρης καταστροφή από ασθένεια και λοιμό) πλαίσιο γραφής του Μάτεσι στο προκείμενο έργο. Ο διαχωρισμός εδώ είναι μάλλον δύσκολος, αφού συναιρούνται τα τρία αυτά στοιχεία δημιουργώντας έτσι ένα αμάλγαμα που φτάνει κοντά στην πραγματικότητα, αλλά και που μπορεί να συστήσει ένα καινούργιο στοιχείο: τον συμβολισμό και την αλληγορία. Νά το επίτευγμα του Graffito: εξωθώντας τη σάτιρα στ? άκρα με τα τρία προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, αναδημιουργεί έναν περαιτέρω όρο ο οποίος δυσχεραίνει εξαίφνης οτιδήποτε άλλο ενδεχομένως η κριτική θα κύρωνε στο έργο αυτό. Ο επιπλέον όρος που αναφέρθηκε είναι αυτός της σάτιρας ? με αποκορύφωμα τη σέχτα της συντρόφισσας θείας Φωτούλας και των φιλενάδων της. Συνδυάζοντάς τον με την άκρατη ειρωνεία του Μάτεσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την προαναφερθείσα αποδομητική τάση του Graffito. Αυτή εντούτοις σε πολλά σημεία μοιάζει να μην επαρκεί. Ενώ σε προηγούμενα έργα του (π.χ. Ο Παλαιός των Ημερών), ο Μάτεσις έβαζε τον μύθο ως εμπροσθοφυλακή, ή, άλλες φορές (π.χ. Η μητέρα του σκύλου? Η εξορία, θεατρικό), την αντεπίθεση του συναισθήματος στην κοινωνία όπου αυτό της λείπει παντελώς, ή, πάλι, αλλού (π.χ. Πάντα καλά), την απόλυτη ειρωνική διάθεση έναντι του μικροαστισμού, στο Graffito μοιάζει να έχει αποφασίσει να μη θέσει ως κεντρικό διακύβευμα αυτά τα τρία, εμμονικά θα έλεγε κανείς, χαρακτηριστικά του, με αποτέλεσμα αφενός να δημιουργείται κάτι νέο ή καινοφανές, σχετικά με το περιεχόμενο του αφηγήματος, αλλά αφετέρου η αδιαπραγμάτευτη και απογυμνωμένη σατιρική διάθεση να οδηγεί σε μιαν αίσθηση όπου η αναγνωστική πορεία σε σημεία εκτροχιάζεται οδηγώντας σ? ένα πλέγμα απόλαυσης και αξεδιάλυτης απάθειας σε σχέση με τ? αφηγημένα. Ολοκληρώνοντας, ο συγγραφέας, εφόσον έχει ήδη ισοπεδώσει την πόλη, καταγράφει τον επίγειο παράδεισο όπου η ευτυχία αγκαλιάζει του πάντες και τα πάντα, ο πληθυσμός έχει γίνει χίλιες περίπου φορές λιγότερος, και η Αθήνα, συνεπώς και όλη η χώρα, συμβολικά-αλληγορικά, έχει μετατραπεί σε μια κοινωνία όπου οριστικά καμιά παλαιά αξία δεν έχει σημασία. Ό,τι γνώριζαν οι κάτοικοί της ώς τώρα ως κατεστημένο, είτε από πλευράς αξιών είτε από άποψη προσώπων, είναι πια κάτι διά παντός εξαλειμμένο. Έτσι, το κρατούμενο σ? αυτή την περίπτωση είναι ένα και σημαντικό: η απόλυτη καταστροφή ως μέσον πλήρους αλλαγής προς το ευτυχέστερο, για όλους μας. Ο Μάτεσις αποδεικνύει για μιαν ακόμη φορά πως βασικό μέλημα της λογοτεχνίας του είναι η αφήγηση. Δίχως καμιά γλωσσική ή τεχνική διαπραγμάτευση, επιτρέπει στον αναγνώστη να βυθιστεί στο έργο του, χαρίζοντάς του ως αντάλλαγμα δύο αντιθετικά στοιχεία: καταπρόσωπο, τον καθρεφτίζει και τον τρομοκρατεί, αλλά ταυτόχρονα του χαρίζει την τρυφερή επιμονή να πάρει κάποτε τη ζωή στα χέρια του. Με κάθε ρίσκο. [Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή της Κυριακής», 17/1/2010.]