Φετίχ (Βαγγέλης Μπέκας)
Πάνω απ όλα ο φετιχισμός. Tι είναι ο κόσμος, εμείς οι ίδιοι τέλος πάντων, αν όχι φετιχιστές ― με λίγα λόγια, εμμονικοί. Ο Βαγγέλης Μπέκας, στο δεύτερό του μυθιστόρημα, παίρνει μιαν αλήθεια και μας την πετάει στα μούτρα· χωρίς φειδώ, δίχως καμιάν αναστολή. Χτυπάνε πολλά καμπανάκια· ο συγγραφέας, έχοντας αναλάβει τον ρόλο του κωδωνοκρούστη, αποπειράται να κάνει σαματά στην πόλη· όπως ακριβώς και μέσα στο βιβλίο ο κάθε ήρωας παίζει άλλοτε με καμπάνες, άλλοτε με κουδούνια, κι άλλοτε με κουδουνίστρες. Ανελέητα. Σε μια καλοστημένη πόλη, ο θόρυβος που προκαλείται μέσα στο βιβλίο έχει στόχο να διαταράξει τους αμόλυντους, κατά τ άλλα, νοικοκυραίους και τις στρατιές των αγνών παρθένων τού «δεν ξέρω-δεν είδα-δεν άκουσα». Το μεγαλύτερο φετίχ, κατά τη δική μου ανάγνωση, δεν είναι ούτε οι λέξεις ούτε η συγγραφή ούτε τα κραγιόν της Δανάης ούτε τα γόνατά της, για τα οποία ο γείτονάς της Παύλος γλείφεται, ούτε το Ινστιτούτο-σύμμαχος της κυβέρνησης, που θέλει να κάνει τον κόσμο δικό του χρησιμοποιώντας πειραματόζωα. Ούτε βέβαια και το ξεπατίκωμα των στίχων των μεγάλων ποιητών που έκανε ο διαφημιστής Παύλος αλλάζοντάς τους τα φώτα, σε μια κοινωνία όπου η ποίηση θεωρείται αντιεμπορική και, άρα, απαγορευμένη ― καυστικό και πικρό το χιούμορ εδώ. Ένα ιδιαίτερο φετίχ του μυθιστορήματος, η υπέρτατη, με λίγα λόγια, εμμονή είναι η ίδια η ζωή. Η ζωή ως φετίχ, ως «κόλλημα» του μυαλού και του σώματος· ως αντίσταση στην αδάμαστη επίθεση ενός κόσμου που υποθάλπει την ερωτική συνεύρεση μεταξύ ανθρώπων αλλά και μεταξύ πραγμάτων. Όσο kinky μπορεί ν ακούγεται αυτό! Όπως ακριβώς τα παιχνίδια και τα πειράματα της Μαρίας και του Ιάσονα, που θέλουν να παρασύρουν και τη Δανάη, την οποία γλυκοκοιτάζει, όπως είπαμε, ο Παύλος, που δεν ξέρει πού να βρει την άκρη του νήματος της ζωής της δικής του και του κόσμου, αλλά έχει πάρε-δώσε με τον ʼρη, που τον προμηθεύει μ ένα όπλο, αλλά ο πασιφισμός του Μπέκα δεν του επιτρέπει να το χρησιμοποιήσει όπως θα θελε. Τα καμπανάκια εξακολουθούν να χτυπάνε. Τα παραγόμενα προϊόντα μιας κοινωνίας γίνονται εμμονές· το σώμα γίνεται εμμονή· το σεξ, επίσης· η λογοτεχνία, εμμονή στον δρόμο προς την εξαθλίωση· πιόνια όλοι σ ένα παιχνίδι που φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό· που φοβάται, τελικά, έναν καθωσπρεπισμό. Το Φετίχ όμως δεν είναι καθωσπρέπει. Έτσι, αναφαίνεται ένα ακόμη διακύβευμα: τα ένστικτα, ξανά στην επιφάνεια. Αυτό ακριβώς που έκανε συνεχώς μες στο βιβλίο ο Τέο, αυτή η μορφή που ξέμεινε στ ατέρμονα «Μάταλα» της κοινωνίας αυτής. Χαρακτήρας-κλειδί, νομίζω, για να κατανοήσουν οι ήρωες και, μαζί τους, ο αναγνώστης ότι απ την πολλή σκέψη, την πολλή ανάλυση, τον σώνει και καλά βαθύ στοχασμό και εντοπισμό της πρόθεσης των ανθρώπων έναντι σε πράγματα και καταστάσεις μπορεί να καταλήξει στον απόλυτο ιδρυματισμό. Και, στην πραγματικότητα, αυτό ήθελε να κάνει το περίφημο Ινστιτούτο σε συνεργασία με την κυβέρνηση: να καταλυθεί το πρωτογενές ένστικτο ―αλλά και τα πάλαι ποτέ αυτονόητα διακυβεύματα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας― ώστε, τελικά, η μεθοδευμένη σκέψη και πράξη να οδηγούν στη στεγανοποιημένη κατανάλωση, στον στεγανοποιημένο τρόπο ζωής, στον στεγανοποιημένο έρωτα. Απ την άλλη, όσο κι αν κάποιοι, με βαθύτατο συντηρητισμό, προσπαθούν να συγκρίνουν και να ομαδοποιήσουν ιδέες, σκέψεις, αισθητική και εν γένει βιβλία θα πρέπει να διαβλέψουν ότι, σε μιαν εποχή όπου όλα είναι ρευστά, είναι τουλάχιστον άστοχο, αν όχι αστείο, να προβαίνει κανείς σε τέτοιες αναλύσεις. Πόσω μάλλον για ένα βιβλίο που προσπαθεί, όπως εν προκειμένω, να φωτίσει πλευρές μιας ―μελλοντικής ή παροντικής― δυστοπίας. Ας μην παρασυρόμαστε όμως. Το μυθιστόρημα του Μπέκα δεν μανιφεστάρει με γροθιές σηκωμένες και ντουντούκες, απ τις οποίες ακούγονται άναρθρες σωτήριες κραυγές. Το βιβλίο είναι μία ξεκάθαρη λογοτεχνική αφήγηση για τ ότι δεν τα φάγαμε μαζί. Κάτι που ευχαριστεί ιδιαιτέρως τον κύριο Πικρό ή, αλλιώς, Νυφίτσα, έναν ήρωα του Φετίχ που μαζεύει κόσμο στο Ινστιτούτο. Στρατολόγος με τα όλα του, με μια φοβερή διάθεση να φέρει τον κόσμο στα μέτρα του, πριν να τον φέρει εκείνος στα δικά του, όπως έλεγε και το άσμα. Και, τέλος, το σκηνικό. Ζούμε σε μια πόλη όπου, τελικά, τίποτα δεν θεωρείται αυτονόητο. Προφανώς, δεν φταίει η Ακρόπολη, δεν φταίει η Πανεπιστημίου, δεν φταίνε τα Εξάρχεια ή οι Αμπελόκηποι. Φταίει η χρήση μας αυτής της πόλης. Φταίει που μυρίζει μπαρούτι και Σανέλ νο. 5 ταυτόχρονα. Φταίει που αργοσβήνει η πρόθεσή μας να πάρουμε τα μικρά, τ αδιόρατα καθημερινά μας πράγματα στα χέρια μας. Ο Μπέκας τη χρησιμοποιεί την πόλη, τις λειτουργίες, τις δυσκολίες και τις ευκολίες της ως ένα σκηνικό που συνομιλεί με τους ήρωες και τις ιδέες τους. Η πόλη, σ αυτό το βιβλίο, δεν είναι ένα ξενέρωτο σκηνικό όπου αναγκαστικά πρέπει να υπάρχει γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Είναι, καταπώς φαίνεται, η ένωση και η αλληλεπίδραση ανθρώπου και περιβάλλοντος. Η πόλη είμαστε εμείς. Αυτός είναι ο κόσμος του Μπέκα. Εδώ μέσα, σ αυτό το βιβλίο, προσπαθούν όλοι να ανασάνουν, όπου, για μας, τους αναγνώστες, είναι αυτονόητη αυτή η ανάσα. Ο συγγραφέας μοιάζει να συντάσσεται με την παρακάτω, παραφρασμένη, επιτρέψτε μου, σκέψη του Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Γι αυτό έχει γίνει ντροπή να είσαι φτωχός: γιατί είσαι ανίκανος να επιτελέσεις τη βασική σου υποχρέωση ― ν αγοράζεις, να αισθάνεσαι, να διαβάζεις και ν ακούς μαλακίες». *Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», 13/12/2011