Φανταστικό Μουσείο
Το «Φανταστικό Μουσείο» του Χρήστου Χρυσόπουλου φαντάζει, από την πρώτη επαφή που έχει κανείς μαζί του, ως ένας φόρος τιμής του συγγραφέα προς τους λογοτέχνες που τον έχουν καθορίσει ως συγγραφική περσόνα. Ένα κείμενο εμφανώς επηρεασμένο από το «Musée Imaginaire» του Αντρέ Μαλρώ (στα ελληνικά: Το Φανταστικό Μουσείο, Πλέθρον 2007, μετ. Ν. Ηλιάδης) όπου ο αμφιλεγόμενος και διαρκώς αυτοαναιρούμενος Γάλλος συγγραφέας προσπαθεί να διερευνήσει την εικαστική αντίληψη όπως αυτή διαμορφώνεται με το πέρασμα των αιώνων. Έτσι και ο Χρυσόπουλος. Με τα πεζογραφήματα αυτά προσπαθεί να διερευνήσει διάφορες συγγραφικές «φωνές» με μία και μόνη κοινή συνισταμένη: την ανάγκη τους για δημιουργία όπως αυτή εμφανίζεται διαμέσου των αιώνων. Ως μέσον χρησιμοποιούνται εδώ οι συγγραφείς. Το βιβλίο αυτό κατηγοριοποιείται στα πεζογραφήματα, μιας και δεν αποτελεί μυθιστόρημα αλλά ούτε και αφήγημα ή διήγημα. Αυτό έχει κυρίως να κάνει με την απόφαση του συγγραφέα να μπλέξει το δικό του λόγο με αποσπάσματα βιβλίων, ημερολογίων, ανέκδοτων κειμένων των «εκθεμάτων» του μουσείου του. Το μουσείο αυτό αποτελείται από το ίδιο έκθεμα, αλλά με διάφορες ενδιαφέρουσες μορφές που αυτό μπορεί να πάρει. Έτσι, οι αναφερόμενοι συγγραφείς είναι: ο Εμπειρίκος, ο Μπόρχες, ο Πιραντέλο, ο Χαρμς, ο Ροΐδης, ο Έσσε, ο Περέκ, ο Μπεράτης, ο Σουλτς, ο Πεσόα, η Τσβετάγιεβα, ο Απολιναίρ, ο Χώθορν. Η παρουσίαση καθενός από τους προαναφερθέντες λογοτέχνες δεν ακολουθεί, κατά τη δική μου ανάγνωση, χρονική, πόσω μάλλον ιδεολογική/αφηγηματική μανιέρα. Την τοποθέτηση των συγγραφέων στη σειρά με την οποία εμφανίζονται στο βιβλίο, προτιμώ να τη δω ως σειρά συναισθηματικής προτεραιότητας για τον Χρυσόπουλο, παρά ως μια ενότητα που οδηγεί σε μια κάποια κορύφωση. Από την άλλη, δεν μπορώ να παραβλέψω την οξύνοια και την γνωστική ικανότητα του συγγραφέα του «Φανταστικού Μουσείου». Διατρέχοντας τις σελίδες του -που θεωρώ ότι μπορούν να διαβαστούν όπως τα βιβλία αναφοράς: με οποιαδήποτε σειρά- παρατηρεί ο αναγνώστης τον εξαιρετικά δομημένο διάλογο μεταξύ του Χρυσόπουλου και των λογοτεχνών που εκθέτει. Πολλές φορές δεν μπορείς να διακρίνεις πού μιλά ο υπογράφων και πού ο περιγραφόμενος. Τα πεζογραφήματα αυτά του Χρήστου Χρυσόπουλου διαπνέονται από το αλάνθαστο και μόνιμο ένστικτο του συγγραφέα, του οποιουδήποτε συγγραφέα που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε αυτή τη βάσανο, που δεν είναι άλλο παρά η διαρκής τάση για δημιουργία, χωρίς προαπαιτούμενα και δίχως την ανάγκη παρουσίας μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Άλλωστε, σε κάποια σημεία του βιβλίου φαίνεται ξεκάθαρα η ανάγκη για να βρεθεί η έμπνευση, να φανεί κάπου το φως στην άκρη του τούνελ, που κάποιες στιγμές έχει βασανίσει όλους τους λογοτέχνες. Άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με απελπισία, μερικές φορές με ζωντάνια κι άλλες με ευαισθησία ή και κυνισμό, ο Χρυσόπουλος αναδεικνύει το φανταστικό μουσείο που κάθε συγγραφέας, κάθε δημιουργός σε τελευταία ανάλυση, έχει σε μια άκρη του μυαλού του, που το επισκέπτεται ξανά και ξανά για να πάρει θάρρος και να βρει ίσως μια πρόφαση να συνεχίσει το έργο του. Το «Φανταστικό Μουσείο» δεν είναι μυθιστόρημα, άλλωστε δε δηλώνεται ?επαναλαμβάνω- ως τέτοιο. Από τη μια, είναι μία συγγραφική δουλειά που φλερτάρει έντονα με τον ακαδημαϊσμό και ίσως αυτό είναι και το στίγμα που ο ίδιος ο Χρυσόπουλος θέλει να δώσει. Από την άλλη, δεν είναι ένα κείμενο που θα το διαβάσει κανείς για να ανακαλύψει ένα μεγεθυσμένο κομμάτι μιας κάποιας ιστορίας. Είναι ένα κείμενο που συναντά άλλα κείμενα ?διακειμενικό με λίγα λόγια, ξεκινώντας όμως από τους συγγραφείς και όχι από το χέρι τους? [Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα. Άλλα βιβλία του είναι: Σουνυάτα (Καστανιώτης 2004), Περίκλειστος κόσμος (Καστανιώτης 2003), Encounters (Reykjavik 2003), The black dress (N.J. 2002), Ο μανικιουρίστας (2000), Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου (1997), Ο βομβιστής του Παρθενώνα (1996)] Δημήτρης Αθηνάκης