Ένα Καπρίτσιο (Τζων Φώουλς)
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζων Φώουλς «Ένα καπρίτσιο» είναι ένα περίπλοκο και πολυφωνικό μυθιστόρημα, γεμάτο πειραματισμούς στη μορφή, ένα μυστήριο του 18ου αιώνα, ιστορία και μύθος μαζί, ιδωμένα από την οπτική ενός συγγραφέα του 20ου αιώνα. Σαν να ξεπαγώνει μια γκραβούρα παλιά και να ζωντανεύουν οι φιγούρες. Μια πενταμελής ομάδα έφιππων ταξιδιωτών, ταξιδεύει στη θλιβερή νοτιοδυτική Αγγλία που «για τον μορφωμένο Άγγλο περιηγητή τότε δεν υπήρχε τίποτε το ρομαντικό ή γραφικό στα ντόπια άγρια τοπία». Ο ρομαντισμός θα αναδυθεί αργότερα. Βρισκόμαστε στο 1736, η ομάδα θα διανυκτερεύσει σε ένα φτηνό πανδοχείο και έτσι θα γνωρίσουμε τους ταξιδιώτες. Τον θείο με τον νευρωτικό και ανίκανο ανιψιό του, από ανώτερη ευγενική τάξη, δύο ακόμη άντρες που είναι συνοδοί και υπηρετικό προσωπικό και μία νέα γυναίκα. Εκεί στο ξενοδοχείο θα πλησιάσουμε στα δωμάτια των ταξιδιωτών. Ο υπηρέτης, ο κωφάλαλος και σεληνιασμένος Ντικ, ποθεί την νεαρή ταξιδιώτισσα η οποία μάλλον έχει προσληφθεί στην αποστολή αυτή για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Οι ανώνυμοι ταξιδιώτες αποκτούν σταδιακά ονόματα και ιδιότητες για να αντικατασταθούν σταδιακά στο τέλος του βιβλίου με άλλες διαφορετικές. Κανείς δεν ήταν αυτός που έδειχνε στην αρχή. Η αβεβαιότητα ως προς την ταυτότητά τους και ως προς το παρελθόν τους είναι ένα χαρακτηριστικό που ανιχνεύεται σχεδόν σε όλα τα έργα του Φώουλς. Ούτε η αποστολή κατευθυνόταν στην συνάντηση με μια συγγενή, κληρονόμο του ανιψιού, ούτε επρόκειτο για ένα προαποφασισμένο προξενιό. Θα σταματήσουν στο Στόουνχεντζ, στον ειδωλολατρικό ναό και εκεί, σε μια ερεβώδη σπηλιά, θα βιώσουν ανομολόγητες και αποκρυφιστικές εμπειρίες. Αμέσως μετά ο Ντικ βρίσκεται κρεμασμένος και οι υπόλοιποι εξαφανισμένοι. Ο Υψηλότατος, πατέρας του «ανιψιού», θα αναθέσει στον ανακριτή Αίυσκοφ την διελεύκανση της υπόθεσης που μόνον περαιτέρω συσκότιση θα επιφέρει. Η όλη πλοκή δίνεται μέσα από τα ντοκουμέντα που καταγράφονται στις ανακρίσεις και στις καταθέσεις μαρτύρων. Κι έτσι, ανάμεσα από διασταυρούμενες αλλά και αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις, μαθαίνουμε ότι ο συνοδός ήταν ηθοποιός, νοικιασμένος ειδικά για το ταξίδι και η κοπέλα, η Ρεβέκκα, μια πόρνη του Λονδίνου που θα συμμετάσχει στο σπήλαιο σε μια σατανιστική τελετή. Η ίδια όμως, αργότερα, όταν θα βρεθεί παντρεμένη και έγκυος, θα ισχυρισθεί ότι φέρει μέσα της μια εκλεκτή σπορά αφού μέσα στο σπήλαιο της αποκαλύφθηκε η Αλήθεια. Θεμελιώνεται η θρησκευτική κοινότητα των Σαίηκερς, της Ενωμένης Κοινότητας των Πιστών της Δευτέρα Παρουσίας του Χριστού. Είναι ολοφάνερο ότι ο Φώουλς δεν γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, επιλέγει όμως μια ιστορική στιγμή, αληθινή, τη γεμίζει με αληθινά και φτιαχτά ντοκουμέντα, παραθέτοντας αυθεντικά χωρία από εφημερίδες εποχής, ενώ επεμβαίνει από το συγγραφικό παρόν για να προσδιορίσει μια περίοδο θρησκευτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και να μιλήσει για ένα μέλλον, πιο ανυπάκουο που, σύμφωνα με την σκέψη του ανακριτή, «θα οδηγούσε στην μισητή μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης, τη δημοκρατία, που είναι συνώνυμη με την αναρχία». Η Ρεβέκκα, βιώνοντας την δική της αποκάλυψη, θα μεταμορφωθεί σε μια νέα γυναίκα, σύμβολο αλλαγών και μιας πνευματιστικής ζωής, θα είναι το κουκούλι, η προνύμφη όσων ευαγγελίζεται. ( «Α maggot», ο αγγλικό τίτλος του μυθιστορήματος, σημαίνει καπρίτσιο, χορευτική μελωδία και το σκουλήκι, την προνύμφη). Αρχαία κελτικά ιεροτελεστικά, μαύρη μαγεία, λατρεία του Σατανά, μια «σκουληκομηχανή» που διεισδύει στον «μυστικό κόσμο του μέλλοντος» θυμίζοντας επιστημονική φαντασία, αναζήτηση του μεσημβρινού της ζωής, μαθηματικά, αστρολογία, ταρώ ως σύμβολα και αναπαραστάσεις των ηρώων, αυτά και άλλα τόσα αναμεμειγμένα σε ένα παράξενο μυθιστόρημα, το έβδομο και τελευταίο του συγγραφέα που κυκλοφόρησε το 1985. Τέχνη και διάβασμα που «είναι του Σατανά», θρησκεία που κλονίζεται από αιρέσεις και αποστασίες, η θεολογία της επίσημης Εκκλησίας που πασχίζει να κρατηθεί, η κυρίαρχη εξουσία με πλήρη ανυπαρξία αστυνομικής προστασίας, μυστικισμός και ορθολογισμός, φανταστικά πρόσωπα και αληθινές αναφορές όπως του Πόουπ και του Ντεφόε, όλα μαζί ρίχνονται στο μίξερ του μεταμοντερνισμού (fact+fiction=faction, metafiction), όπου καμιά αφήγηση δεν είναι σταθερή, όπου αλλάζουν οι προοπτικές της αφήγησης και αποδομούνται οι κλασικές φόρμες, ενώ γίνονται αναφορές σε άλλα κείμενα, όπως-για παράδειγμα- μια στιγμή σιωπής ανάμεσα σε δύο ομιλητές «είναι σαν μια λευκή σελίδα του Τρίστραμ Σάντυ.. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι ο αιώνας του «Καπρίτσιου» θυμίζει κυριαρχικές και θρησκευτικές δομές της δικής μας εποχής και πολλά θέματα που διαπραγματεύεται ο Φώουλς με ειρωνεία και σκεπτικισμό, οι σημερινοί μπεστσελερίστες συγγραφείς τα μοσχοπουλούν στην αγορά της παραλογοτεχνίας και της συνωμοσιολογίας. Ο χορτασμένος, από λογοτεχνικές δάφνες, Φώουλς δεν θέλησε ή δεν τόλμησε να απογειώσει την «σκουληκομηχανή», ίσως φοβούμενος και μια εκτροπή προς το pulp. Αντιθέτως άφησε ένα αινιγματικό κείμενο, καθ? όλα αιρετικό που, μέσα στην προσπάθεια να μην γίνει πιστευτό, αφήνεται εγκλωβισμένο στο κουκούλι του, περιμένοντας να αποκαλυφτεί με τη δική μας ερμηνεία. Ο Τζων Φώουλς γεννήθηκε το 1926 στο Έσεξ. Σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία. Το 1951 ανέλαβε να διδάξει στην Αναργύρειο Σχολή στις Σπέτσες. Αυτή του η εμπειρία του άλλαξε τη ζωή, αφού εκεί ξεκίνησε την συγγραφή του «Μάγου» που συμπεριλαμβάνεται στην λίστα των 100 καλύτερων αγγλικών μυθιστορημάτων του 20ου αιώνα. «Ο συλλέκτης», ο «Μάγος» και η «Η ερωμένη του Γάλλου λοχαγού» γυρίστηκαν ταινίες ειδικά η «Ερωμένη», με πρωταγωνίστρια την Μέριλ Στριπ και τον Τζέρεμι Άιρονς, σε σενάριο του Χάρολντ Πίντερ, ήταν και υποψήφιο για 5 ΄Οσκαρ. Για δύο δεκαετίες ήταν ο μοναδικός ανάμεσα στους Άγγλους συγγραφείς που συνδύαζε την λογοτεχνική ευαισθησία με την μαζική αποδοχή. Το 1996 και το 1977 επισκέφτηκε την Ελλάδα με αφορμή την έκδοση των βιβλίοων του «Η ελληνική εμπειρία» και «Ο Μάγος». Πέθανε το Μάιο του 2005. Ο Φώουλς όπως και τόσοι άλλοι διανοούμενοι, αγάπησε την Ελλάδα και την επισκέφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ?50, έχοντας υπόψη τους ένα «χρυσό αιώνα». Όμως βρέθηκαν σε μια χώρα αντιφάσεων και αντιθέσεων. Σε μια συνέντευξή του1 ο Φώουλς είχε πει «Η τραγωδία της ζωής μου είναι που το όνομά μου δεν είναι Σεφέρης και Καβάφης, με άλλα λόγια δεν υπήρξα μεγάλος ποιητής. ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο 25 Οκτωβρίου 2009 1 ΔΙΑΒΑΖΩ 378, 1997 συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη