«Απληστία» (Ελφρίντε Γέλινεκ)
Η γενεαλογία Ελφρίντε Γέλινεκ της είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, όπως συμβαίνει σε πολλές βιεννέζικες οικογένειες. Ο παππούς ή ο προπάππους ήταν ένας μικρός πλανόδιος Εβραίος έμπορος μεταξιού. Η Ελφρίντε γεννήθηκε στη Βιέννη ακριβώς μετά τον πόλεμο, το 1946, σε μια «κοινωνία χωρίς πατέρα. Στην παιδική της ηλικία πάντοτε έγραφε. Και πάντοτε ήθελε να της διαβάζουν. Έμαθε να διαβάζει πολύ μικρή και από τότε δεν σταμάτησε την ανάγνωση. Είναι αλήθεια ότι μεγάλωσε χωρίς τηλεόραση. Συνεπώς το μόνο μέσον διαφυγής ήταν η ανάγνωση. Τα φοιτητικά χρόνια, μεταξύ 1964 και 1967 ήταν καθοριστικά. Αυτή η αιφνίδια ελευθερία ήταν ένα σοκ που δεν μπόρεσε να το αντέξει. Ανέπτυξε αυτό που σήμερα ονομάζεται «οξεία κρίση άγχους». Εισήχθη στο νοσοκομείο, και μόλις επέστρεψε στο σπίτι της άρχιζε να φοβάται. Φοβόταν να βγει από το σπίτι, μέχρι που τής ήταν αδύνατον πλέον να φύγει από το σπίτι. Το 1968 η Ελφρίντε Γέλινεκ δεν ήταν στα οδοφράγματα. Κάνει την πρώτη της δημόσια ανάγνωση σε ένα αριστερό βιβλιοπωλείο. Το 1974 παίρνει δύο μεγάλες αποφάσεις που εκπλήσσουν: εντάσσεται στο Κομουνιστικό Κόμμα και παντρεύεται. Εντάχθηκε στο Κομουνιστικό Κόμμα μετά το 1968, σε μια εποχή που η Άνοιξη της Πράγας είχε ήδη συντριβεί. Εκείνη την εποχή το Κομουνιστικό Κόμμα Αυστρίας είχε ανοιχτεί σε ανθρώπους σαν την Γέλινεκ και επιζητούσε να πλησιάσει τους καλλιτέχνες και τους ηθοποιούς. Όταν προς έκπληξη όλων της απονεμήθηκε το Νόμπελ 2004 δήλωσε: «Το Βραβείο Νόμπελ θα με σπρώξει ακόμη περισσότερο μέσα στα χαρακώματα μου. Δεν θέλω καθετί που μπορώ να πω να έχει εφεξής την αίγλη της μεγάλης αυθεντίας, ούτε οι πολιτικές μου απόψεις να αρχίζουν να υπολογίζονται περισσότερο από αυτές του απλού πολίτη. Και έπειτα δεν μου αρέσει να με καταδιώκουν. Θα ήθελα να μπορώ να μείνω ήσυχη ζώντας παράμερα και, αν είναι δυνατόν, να μην έρχονται πλέον να με αναζητούν εκεί που θα είμαι». Με συγγραφικές φίλιες φωνές: τις φωνές της Ingeborg Bachmann ή της Sylvia Plath, του Robert Walser ή του Franz Kafka, τις φράσεις ή το μυστικό των οποίων θάβει στην κρύπτη κάθε βιβλίου της η Γέλινκε προχωράει στον δρόμο της (βλ. τις συνεντεύξεις της στο «Εκ βαθέων» εκδόσεις Εκκρεμές 2009). Η γραφή της είναι μια διαδικασία διάθλασης. Φωτίζει όλα τα πρίσματα των θεμάτων της εξαίροντας πότε τη φεμινιστική πλευρά, πότε την πολιτική. Η «Πιανίστρια» έγινε κινηματογραφική ταινία, αλλά δεν είναι επ? ουδενί το πιο αντιπροσωπευτικό κείμενο της Στην «Απληστία» ήθελε να γράψει ένα είδος κοινωνικής πορνογραφίας αλλά και η ίδια αναγνώριζε την αποτυχία της. Για περισσότερα από σαράντα χρόνια η Γέλινεκ ασχολείται επίμονα με την ανδρική ερωτική βία πάνω στη γυναίκα. Παθολογικοί χαρακτήρες, βία, σαδομαζοχιστικό σεξ. Απελπιστικό, ανυπόφορο, σκοτεινό, αλλά αδιαμφισβήτητα ερεθιστικό, και όχι μόνον για το ερωτισμό. Στην «Απληστία» η διαφάνεια εξαφανίζεται και παραμένει μόνον η τρέλα. Ο Κουρτ Γιάνις είναι ένας χωροφύλακας που σκοτώνει ένα 15χρονο κορίτσι, πάνω σε μια ερωτική σκηνή, μέσα στο περιπολικό του και θάβει το πτώμα της μέσα σε μια λίμνη της περιοχής. Αυτό που πετυχαίνει η «Απληστία» είναι να συλλάβει την σκοτεινιά στο βάθος της ψυχής του Γιάνις, την ίδια σκοτεινιά που επικρατούσε στο Άμστετεν, στο υπόγειο όπου ο πατέρας είχε φυλακισμένη επί 24 χρόνια την κόρη του. Το γράψιμο της Γέλινεκ χαρακτηρίζεται από μακροσκελείς παραγράφους, που αντιστοιχούν στην ροή της σκέψης, ενώ εντελώς απροειδοποίητα αλλάζει η φωνή και ο αφηγητής. Σαν να θέλει να βυθιστεί μέσα στα κελάρια της γλώσσας και να ξεκλειδώσει τις από χρόνια θαμμένες σχέσεις που διέπουν τις λέξεις. Στην «Απληστία» ο Γιάνις παρουσιάζεται σαν ένας ρομποτικός, βλαμμένος, αναίσθητος ηθοποιός πορνό. Ενώ κάνει έρωτα σχεδόν αδιάφορα έχει το μυαλό του σε άλλα πράγματα και κυρίως σε περιουσιακά. Το κίνητρό του για να ενεργεί έτσι, δεν είναι η ερωτική επιθυμία αλλά κατά κάποιον τρόπο η απληστία. Ο Γιάνις, ο χωροφύλακας, είναι ευπαρουσίαστος, όχι ιδιαίτερα νέος αλλά πολύ ελκυστικός στις γυναίκες, και αυτό το εκμεταλλεύεται για να τις παραπλανήσει, συνήθως σταματώντας τις σε βουνίσιους δρόμους για να τις επιπλήξει ή να τις δώσει κλήση επειδή περιέπεσαν σε μικρά οδικά σφάλματα. Προτιμάει τις μοναχικές γυναίκες, κάποιας ηλικίας, και ο μοναδικός σκοπός του είναι να βάλει χέρι στην περιουσία τους. Άραγε σκοτώνει για να πετύχει τους σκοπούς του; Ίσως, όμως δεν χρειάζεται να σκοτώσει την Γκέρτι, την ηρωίδα στο μυθιστόρημα, γιατί εκείνη αυτοκτονεί. Η Γκέρτι είναι χήρα, πρώην δασκάλα πιάνου, που ήρθε από την Βιέννη σε ένα ορεινό χωριό για να περάσει μια ειδυλλιακή ζωή. Παθιάζεται με τον Γιάνις, ο οποίος συστηματικά την ταπεινώνει και την κακοποιεί. Ενώ αναζητάει τον έρωτα, οι εκκλήσεις της την οδηγούν σε ταπεινωτικές σεξουαλικές συνευρέσεις. Αυτό που τελικά την κλονίζει είναι η ερωτική σχέση του Γιάνις με μια 15χρονη μαθήτρια, την Γκάμπι, μπροστά στα μάτια της Γκέρτι (μάλιστα σε μια σκηνή πετάει την Γκέρτι ημίγυμνη στα σκαλοπάτια ενώ κάνει έρωτα με την Γκάμπι στο διαμέρισμά της. Όταν εξαφανίζεται η Γκάμπι, η Γκέρτι ξέρει γιατί, όμως είναι τόσο δεμένη με τον Γιάνις, που αντί να τον καταγγείλει στην αστυνομία, επιστρέφει στην Βιέννη και αυτοκτονεί καταπίνοντας χάπια για σκύλους. Κι εκείνος όταν έχει τα χέρια του στην Γκέρτι τα έχει σαν σημάδι κατοχής της περιουσίας της και όχι της αίσθησης του έρωτα. Η 15χρονη όμως Γκάμπι δεν έχει περιουσία. Ο Γιάνις χρειάζεται να κατέχει αυτές τις γυναίκες όπως και τα σπίτια. Ο τρόπος που κατέχει την Γκέρτι είναι να την ταπεινώνει και να την πληγώνει. Ο μόνος τρόπος να κατέχει την Γκάμπι είναι να τη δολοφονήσει. Όμως ο Γιάνις ανήκει στην τάξη που επιβάλλει την τάξη και η ερωτική βία που ασκεί στις γυναίκες είναι ένας ακόμη τρόπος να εφαρμόζει την εξουσία του. Η «Απληστία» εκδόθηκε το 2000 στα Γερμανικά. Ήδη η Γέλινεκ είχε εγκαταλείψει κάθε ρεαλιστική αναφορά. Γράφει ένα είδος ποιητικής πρόζας ή εκτεταμένου δραματικού μονολόγου όπου η φωνή του αφηγητή είναι το ίδιο το θέμα και τα γεγονότα που περιγράφει. Πέρα από τον φόνο της Γκάμπι και το πέταμα του κορμιού της στην λίμνη του βουνού, πέρα από διάφορες ερωτικές σκηνές απόρριψης ανάμεσα στον Γιάνις και την Γκέρτι, τίποτε σπουδαίο δεν συμβαίνει Στο μυθιστόρημα κι ας εκτείνεται στις 380 σελίδες, χωρίς διάλογο. Στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές πραγματικότητες όπως θα τις έβλεπες από ένα καλειδοσκόπιο ή σαν να βλέπεις έναν ζωγραφικό θέμα ζωγραφισμένο με τον ίδιο τρόπο από διαφορετικούς καλλιτέχνες. Βιβλίο σκοτεινό, χαοτικό, εγκεφαλικό και ανησυχητικό μαζί δεν χαρίζεται εύκολα στον αναγνώστη αλλά σίγουρα είναι μια μεγάλη προσφορά στη λογοτεχνία. Θεόδωρος Γρηγοριάδης