ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ
Η πραγματική πρωταγωνίστρια του «Άμστερνταμ» είναι η Μόλι Λέιν, γευσιγνώστρια και κριτικός εστιατορίων, πνευματώδης άνθρωπος και φωτογράφος. Αυτές ήταν οι φανερές αρετές της γιατί οι κρυφές χάρες της-για όσους τις απόλαυσαν- θα παραμείνουν αλησμόνητες και για ορισμένους, όπως για τον Υπουργό Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονι, παραλίγο να αποβούν ολέθριες. Καθώς θα διαβάζετε το μυθιστόρημα η Μόλι δεν θα υπάρχει πια. Με το που αρχίζει η τριτοπρόσωπη αφήγηση η Μόλι είναι ήδη νεκρή από μια ανεξήγητη αρρώστια που την έστειλε ραγδαία στον άλλο κόσμο. Έξω από τον ναό του κρεματορίου μαζεύεται εκλεκτός κόσμος: Άνθρωποι επιφανείς, παλιοί εραστές και φίλοι που περιφέρονται σαν σε δεξίωση ή σαν να περιμένουν να βγει η Μόλι να ανακηρύξει το καλύτερο εστιατόριο της χρονιάς. Ανάμεσά τους και οι τρεις βασικοί χαρακτήρες του βιβλίου: Ο συνθέτης Κλάιβ Λίνλει, ο διευθυντής της έγκυρης εφημερίδας Κριτής Βέρνον Χάλιντει και ο σύζυγός της εκλιπούσης Τζόρτζ Λέιν που κατέχει ένα μικρό ποσοστό στον Κριτή. Από την κηδεία δεν απουσιάζει και ο Υπουργός Εξωτερικών, γνωστός για την ξενοφοβία του και τις συντηρητικές του θέσεις και αντιπαθητικός στο υπόλοιπο team των εραστών. Για όλους αυτούς ο θάνατος της Μόλι θα αποβεί καταλυτικός και θα τους φέρει σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η Μόλι και η παρέα της γνωρίστηκαν στη δεκαετία του εξήντα, επηρεάστηκαν από τα Μαγιάτικα μηνύματα του ΄68, εντρύφησαν στο ροκ, ερωτοτρόπησαν με την αναρχία για να προσχωρήσουν, ώριμοι πια, στο κοινωνικό σύστημα που παλιότερα είχαν καταδικάσει. Ήδη ο Κλάιβ ολοκλήρωνε την Συμφωνία της Χιλιετίας, μια σύνθεση που είχε να κάνει περισσότερο με πολιτική ανάθεση παρά με καλλιτεχνική αναζήτηση, ενώ ο Βέρνον λύγιζε κάτω από τις απαιτήσεις μιας ανέμπνευστης εφημερίδας. Όταν ο Τζόρτζ θα ανακαλύψει στα αρχεία της συζύγου του τις φωτογραφίες του Τζούλιαν Γκάρμονι ντυμένου γυναίκα ( η Μόλι είχε τον τρόπο να ωθεί τους εραστές της στα άκρα) δεν θα διστάσει να τις δώσει στον Βέρνον για να τις δημοσιεύσει στον Κριτή ανεβάζοντας έτσι την κυκλοφορία της εφημερίδας. Όμως ο Κλάιβ έχει αντιρρήσεις, η Μόλι ήταν εναντίον της δημοσιοποίησης της ιδιωτικής ζωής, δεν της το επέτρεπε η ηθική και η αξιοπρέπειά της. Ο ΄Ιαν Μακ Γιούαν δεν περίμενε φυσικά σκάνδαλα τύπου Κλίντον για να εμπνευσθεί. Είχε άφθονα παραδείγματα στην πατρίδα του. Η σχέση σεξ και πολιτικής είναι ζήτημα παράδοσης και ποικίλει από χώρα σε χώρα και από ήπειρο σε ήπειρο. Σε μια χώρα όπως η Βρετανία, όπου κάθε χρόνο οι υπήκοοί της περιμένουν με γλυκιά αγωνία ποιος Υπουργός ή βουλευτής θα είναι ο επόμενος Όσκαρ Γουάιλντ και όπου η πρώτη δίκη νεαρών αντρών ντυμένων κοριτσίστικα έγινε το 1870 (περίπτωση Boulton και Park), η φωτογραφία με τον παρενδυτικό Υπουργό δεν θα παρέμενε για πολύ καταχωνιασμένη στη ντουλάπα. Στη δύσκολη στιγμή επεμβαίνει η σύζυγός του Υπουργού προσκαλώντας τα τηλεοπτικά συνεργεία στο εξοχικό τους και με συγκίνηση τους παραδίδει τις φωτογραφίες του συζύγου της στερώντας από τον Κριτή την σαδιστική χαρά της πρώτης δημοσίευσης. Έτσι, αντί να παραιτηθεί ο Υπουργός («...ο αρχισυντάκτης του πολιτικού τμήματος του Κριτή μίλησε διεξοδικά σχετικά με την ιστορία των πολιτικών παραιτήσεων. Δεν είχαν σημειωθεί πολλές προσφάτως και ήταν ολοφάνερα μια τέχνη που πέθαινε» σελ. 126), αναγκάζεται σε παραίτηση από την εφημερίδα του ο Βέρνον και αρχίζει γι αυτόν η αντίστροφη μέτρηση της καριέρας και της ζωής του. Η συμφωνία «θανάτου» που έκανε με τον Κλάιβ, ύστερα από τον θάνατο της Μόλι, αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται στο θολωμένο του μυαλό... Ο πενηντάχρονος ΄Ιαν Μακ Γιούαν εξέδωσε το «Άμστερνταμ» το 1998, ένα χρόνο μετά το «Enduring Love» (βλ. Βιβλία 15\11\98) με το οποίο ήταν επίσης υποψήφιος για το βραβείο Booker. Το κέρδισε όμως με το «Άμστερνταμ», επισφράγιση μιας πορείας εννέα βιβλίων που τον καθιέρωσαν στην κορυφή των βρετανικών γραμμάτων. Ο Μακ Γιούαν, με τον αινιγματικό και ερεβώδη κόσμο των ηρώων του, καταγράφει συστηματικά τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και δώθε χωρίς να παρεκκλίνει από τα πρόσφατα πορίσματα των ιστορικών μελετητών σχετικά με την τύχη της «σκοτεινής ηπείρου» στον εικοστό αιώνα. Ως συγγραφέας είναι ενήμερος της εποχής του. Με την ίδια άνεση αναφέρεται στην πολιτική, στην επιστήμη και στην μουσικολογία. Τον κατηγορούν ότι είναι άκαρδος με τους ήρωές τους. Όμως οι συναισθηματισμοί και οι εξομολογήσεις λυτρώνουν τους «γραφιάδες» αλλά όχι την λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα έχει να κάνει με την αρετή των ανθρώπων μακριά όμως από διδακτισμούς και ηθικολογίες. Ο Μακ Γιούαν, εγκεφαλικός και ευαίσθητος, σατιρικός και υστερικός, με την καλοδουλεμένη του πρόζα παρασύρει τον αναγνώστη στην αμφισβήτηση. Το «Άμστερνταμ» σύντομο και πυκνό βιβλίο-στα όρια μιας νουβέλας-διατρέχεται και από υποιστορίες. Ο βιασμός μιας γυναίκας στην Περιοχή των Λιμνών, του οποίου μάρτυρας γίνεται ο Κλάιβ, χωρίς όμως να αντιδράσει, θέτει ακόμη ένα ηθικό δίλημμα στον ήρωα και στον αναγνώστη. Το άγχος επίσης του συνθέτη για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας της Χιλιετίας αποτελεί σχόλιο στην παγκόσμια υστερία που έχει να κάνει με την υποδοχή του καινούργιου αιώνα. Οι σκηνές του βιασμού της γυναίκας στις Λίμνες φέρνουν στο νου τις «φυσιολατρικές» σκηνές στα «Μαύρα Σκυλιά» (εκδ. Σέλας) καθώς και τις εξοχές στην ανησυχητική έναρξη του «Enduring Love» (προσεχώς από τις εκδόσεις Νεφέλη) προσδίδοντας στο έργο του συγγραφέα ένα αναγνωρίσιμο στίγμα σαν τα σύντομα περάσματα του Χίτσκοκ στις ταινίες του. Το «Άμστερνταμ» είναι μια κοινωνικοπολιτική σάτιρα εφάμιλλη εκείνων που έγραψε στην δεκαετία του εβδομήντα η σημαντικότερη ίσως συγγραφέας αυτού του χώρου, η Muriel Spark. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα στοχαστικό κείμενο, καθόλου σοβαροφανές, κωμικό ακόμη και στις τραγικότερες στιγμές (όπως εκείνη του φινάλε στο Άμστερνταμ). Μπορεί να διαβαστεί και σαν μια ιστορία υπαρξιακού και μεταφυσικού προβληματισμού καθώς η σκέψη του θανάτου γίνεται έμμονη ιδέα των πρωταγωνιστών της. Η μετάφραση του Ίκαρου Μπαμπασάκη απάλυνε τον έντονο αγγλικό τόνο του πρωτότυπου που θα ενοχλούσε ακόμη και έναν Σκοτσέζο αναγνώστη. Η τελευταία βράβευση του ΄Ιαν Μακ Γιούαν έγινε πρόσφατα από το Ίδρυμα Toepfler στο Αμβούργο επειδή «ως πολίτης της Βρετανίας συμβάλλει σημαντικά στις τέχνες μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς». Και να σκεφτεί κανείς ότι στο μυθιστόρημα «Ο Αθώος» (εκδ. Σέλας), που διαδραματίζεται στο Βερολίνο του τείχους, περιγράφεται λεπτομερώς ο τεμαχισμός του πτώματος ενός δολοφονημένου ανθρώπου. Πάντως το γερμανικό βραβείο Shakespeare Prize συνοδευόταν από 20.000 ευρώ. Θεόδωρος Γρηγοριάδης Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ, βιβλία, Απρίλιος 1999