Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Το άλλο πρόσωπο της Τζοκόντας

Το άλλο πρόσωπο της Τζοκόντας

Βιβλίο: Συγγραφέας
ΜΑΡΤΙΝ ΚΑΠΑΡΡΟΣ
Βιβλίο: Εκδότης
ΠΑΤΑΚΗ (Μετάφραση από τα Ισπανικά: Ιωάννα Συρίγου)
Έτος: 2007
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

«Τυλίγει την Τζοκόντα σ? ένα ύφασμα χωρίς να την κοιτάξει. Η Τζοκόντα είναι μια σανίδα από ξύλο λεύκας εβδομήντα εφτά επί πενήντα τρία και είναι πολύ ελαφριά. Τόσο μα τόσο ελαφριά». Την Τρίτη 23 Αυγούστου 1911 κλάπηκε η Τζοκόντα από το Μουσείο του Λούβρου και παρέμεινε εξαφανισμένη για δύο περίπου χρόνια. «Αυτή η ιστορία βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Όπως σχεδόν όλες» αναγράφει ως μότο ο Αργεντινός συγγραφέας Μαρτίν Καπαρρός και ξεκινάει την μυθοπλαστική του έρευνα για την πιο διάσημη κλοπή έργου τέχνης. Προφανώς ο Καπαρρός γνώριζε ότι κυκλοφορούσαν ήδη αρκετά βιβλία με παρόμοιο θέμα και εξώφυλλο πράγμα που καθιστούσε σχεδόν μπανάλ κάθε καινούργια προσέγγιση του θέματος. Γι? αυτό και δεν χρησιμοποίησε την «περίπτωση Τζοκόντα» για να γράψει άλλη μια ιστορία με κώδικες και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Με δεδεμένο το γεγονός της κλοπής, προσπάθησε να αναπλάσει την εποχή και τους χαρακτήρες που εμπλέκονται στην υπόθεση και πώς κατέληξαν στην πραγματοποίηση του σχεδίου τους. Ταυτόχρονα όμως, ως συγγραφέας, θέτει και ορισμένα ερωτηματικά που ξεπερνούν την ειπωμένη ιστορία, όπως τι σημαίνει αληθινό και τι πρωτότυπο όχι μόνον στον χώρο της τέχνης αλλά και στην τέχνη της ζωής, εκεί όπου ο καθένας κατασκευάζει την δική του εικόνα είτε πλαστογραφώντας τις ζωές των άλλων είτε το δικό του πρωτότυπο. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται στην αινιγματική προσωπικότητα του Βαλφιέρνο (ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος), ενός ανθρώπου του οποίου ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν οι διαφορετικές εκδοχές του προσωπείου του. Ο Βαλφιέρνο ήταν ο εγκέφαλος της κλοπής έχοντας ως συνεργό τον πλαστογράφο Υβ Σαντρόν και τον Ιταλό ξυλουργό Βινσένζο Περούτζα. Μια «ημι-κοσμική» δεσποινίς, η Βαλερί Λαρμπέν, υπήρξε ο καθοριστικός συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους. Ο Καπαρρός οργανώνει το μυθιστόρημά του σε πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα. Έτσι έχουμε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Βαλφιέρνο, την τριτοπρόσωπη αφήγηση της προετοιμασίας της κλοπής και την έρευνα που πραγματοποιεί, χρόνια μετά, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τσαρλς Μπέκερ, ο οποίος συναντάει τους συνεργούς-όχι όμως την κοπέλα-και προσπαθεί, μέσα από συνεντεύξεις να αντλήσει στοιχεία, να τους αναγκάσει να μιλήσουν, να κατανοήσει τις προθέσεις τους. Άλλωστε ο ίδιος ο Βαλφιέρνο του υπόσχεται να του αφηγηθεί τη ζωή του αρκεί να μην δημοσιευτεί η βιογραφία του όσο θα ζει ακόμη. Από πού κρατάει όμως αυτή η πολλαπλή και αντιφατική προσωπικότητα; Ο μικρός Μπολλίνο γεννιέται στο Ροζάριο της Αργεντινής, στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, γιος μιας Ιταλίδας μοδίστρας που μετανάστευσε στο Ροζάριο. Δύσκολη ζωή για την οικογένεια χωρίς πατέρα που μετακομίζουν σε ένα καινούργιο περιβάλλον όπου η μάνα θα αποκαλεί το αγόρι της Χουάν Μαρία, αναβαθμίζοντας κάπως την κοινωνική του υπόσταση. Ο μικρός, αφού δεχθεί την πνευματική καθοδήγηση του πατέρα Φράνκο και τα επίμονα χαϊδολογήματα του, θα βρεθεί ως Χουάν Μαρία Περρόνε, κρατούμενος στις φυλακές του Ροζάριο, με την κατηγορία της συμμετοχής σε μια ομάδα αναρχικών. Ήταν μόλις 19 ετών αλλά το μάθημα της ζωής το πήρε μέσα στο κελί, εκεί μέσα έχτισε το καινούργιο του όνομα και σχεδίασε τις επόμενες ζωές του. «Όλα μπορούμε να τα προσποιηθούμε, όλα είναι προσποιητά» αποφαίνεται ο Χουάν Μαρία Περόνε. Μετά την φυλακή, ως Μπονάλια, μπάρκαρε στα καράβια, μπλέχτηκε με ναυτικούς και πειρατές και οπιομανείς. Όταν ο παλιός κόσμος σβήνει, η αυγή του εικοστού αιώνα βρίσκει τον Χουάν-Μπονάλια να μεταμορφώνεται σε έναν σαραντάρη κομψό μαρκήσιο, τον Εδουάρδο ντε Βαλφιέρνο. Ο μαρκήσιος μετακομίζει στο Παρίσι, παρέα με τον Υβ Σαντρόν, που αρχικά γνωρίστηκαν στο Μπουένος Άιρες, τον γεννημένο πλαστογράφο. Ο Σαντρόν υποστηρίζει πως «για να κάνεις αυτό που κάνει κάποιος άλλος πρέπει να μετατραπείς σ? αυτόν τον κάποιον άλλον». Ο Σαντρόν γίνεται ένας Λεονάρντο και ζωγραφίζει έξι Τζοκόντες τις οποίες παραδίδει για φύλαξη στον Βαλφιέρνο που, έχοντας πείσει για το κοινωνικό του στάτους, θα προσπαθήσει την κατάλληλη στιγμή να τις πουλήσει σε πλούσιους Αμερικανούς. Ο Περούντζα, ο Ιταλός εργάτης, όταν κλέβει τον πίνακα από τον Λούβρο, απορεί γιατί όλοι πρόσεχαν τον συγκεκριμένο πίνακα, δηλαδή τι παραπάνω είχε αυτό το έργο; Είναι ο τύπος που τυλίγει την Τζοκόντα σε ένα ύφασμα, χωρίς να την κοιτάξει. Την φυλάει ωσότου πουληθούν οι άλλες έξι σε αστρονομικές τιμές. Αργούν οι πωλήσεις όσο η αστυνομία δεν ανακοινώνει την κλοπή. Η πιστοποίηση της αυθεντικότητας έχει να κάνει με το αστυνομικό δελτίο και όχι μόνον με την πιστότητα της αντιγραφής. Οι αγοραστές πείθονται: «οι Τζοκόντες το πλαστογράφου υπάρχει κίνδυνος να είναι υπερβολικά καλές, να μοιάζουν περισσότερο στο πρωτότυπο απ? ό,τι το ίδιο το πρωτότυπο». Πέτυχε ο Σαντρόν στην αντιγραφή. Πέτυχε επειδή δεν φάνηκε πίσω από τα έργα: ο τέλειος πλαστογράφος εξαφανίζεται εντελώς γιατί η προϋπόθεση της ύπαρξής του είναι το να μην αφήσει το ελάχιστο ίχνος. Αυτό όμως δεν είναι επίσης μια μορφή τέχνης; Άραγε και ο Βαλφιέρνο, που πλασαρίστηκε ως ψυχογραφικό παλίμψηστο, μήπως κι αυτός δεν κατέληξε ένα ζωντανό έργο τέχνης; Ο Μαρτίν Καπαρρός οργανώνει το υλικό του δεξιοτεχνικά, χρησιμοποιώντας λογοτεχνικά τερτίπια, υπερβάλλοντας ορισμένες φορές μέσα στην ίδια σελίδα. Ανακόπτει την γραμμική αφήγηση, παλινδρομεί, δείχνει αναβλητικότητα στην ανάπτυξη, σπέρνει αμφιβολίες. Ενώ από τη μια αναγνωρίζει την αβεβαιότητα στο να πεις μια «αληθινή» ιστορία, από την άλλη, μέσω του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, την υποστηρίζει με «αυθεντικό» υλικό. Έτσι δημοσιογραφία και μυθοπλασία συμπλέουν χωρίς να αποφαίνεται ποια είναι η πλέον αξιόπιστη. Ο Μαρτίν Καπαρρός, κέρδισε το μεγάλο αργεντίνικο βραβείο PLANETA ARGENTINA 2004. Γεννήθηκε το 1957 στο Μπουένος Άιρες, σπούδασε ιστορία στο Παρίσι και στη Μαδρίτη, έγραψε δοκίμια, κριτικές εκδόσεις έργων του Βολταίρου, ταξιδιωτικά, εξέδωσε μια τρίτομη ιστορία των στρατιωτικών επαναστάσεων στην Αργεντινή τις δεκαετίες του ?60 και ?70, το Voluntad και μια έμμετρη μετάφραση του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας». Με πατέρα που διετέλεσε φίλος του Τσε Γκεβάρα και ο γιος βγήκε πολιτικός ακτιβιστής και αφυπνισμένος διανούμενος. Δεν θα σας αποκαλύψουμε πώς βρέθηκε η κλεμμένη Τζοκόντα. Πολλοί θα ευχόντουσαν να μην είχε βρεθεί ποτέ. Όμως και με χαμένη την Τζοκόντα πάλι εμείς θα είμασταν οι χαμένοι. Το αινιγματικό ή περιφρονητικό της χαμόγελο θα μας κατατρέχει για πάντα: αυθεντικό ή πλαστογραφημένο τι σημασία έχει πια; Σημασία έχει ότι κάποτε υπήρξε στο πρωτότυπο. Άραγε ήταν και το μοναδικό; Θεόδωρος Γρηγοριάδης Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ, βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007