Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
Αγιογραφία (Νίκος Παναγιωτόπουλος)

Αγιογραφία (Νίκος Παναγιωτόπουλος)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Βιβλίο: Εκδότης
Πόλις
Έτος: 2003
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

«Αν αφαιρέσουμε τη θρησκεία, τι θα βάλουμε στη θέση της; Τι θα προσφέρουμε στους ασθενείς, στους απελπισμένους, σε όλους εκείνους για τους οποίους ο Θεός είναι ο μοναδικός τους φίλος;» [Richard Dawkins, Η περί θεού αυταπάτη, εκδ. Κάτοπτρο] Μετά το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα «Το γονίδιο της αμφιβολίας» (Πόλις 1999), ο Νίκος Παναγιωτόπουλος επέστρεψε το 2003 με την «Αγιογραφία». Συνηθισμένος ο συγγραφέας στην πραγμάτευση βασικών θεωρητικών και ψυχολογικών ζητημάτων στα βιβλία του, σ? αυτό το μυθιστόρημα καταπιάνεται με τη θρησκευτική πίστη ως συλλογικό μύθο ή συλλογική, εντέλει, φρεναπάτη. Στην Αρκαδία, καλοκαίρι του 1940, σ? ένα χωριό ονόματι Θερμό, ένα ολόκληρο χωρίο εξεγείρεται και λιντσάρει τον Ιωάννη Ορφανό, τον οποίο προηγουμένως έχει άτυπα ανακηρύξει άγιο και προστάτη του τόπου. Ο Ορφανός είχε βρεθεί σε μια παράγκα από μια κακοποιημένη από το σύζυγό της γυναίκα, να κοιμάται πάνω σε κάτι κόκαλα, που όλοι πίστεψαν ότι είναι του Δαμασκηνού, σημάδι ευλογίας προς το παρατημένο απ? την Εκκλησία χωριό, αφού μύριζαν λιβάνι. Η γυναίκα αυτή πήρε το παιδί στο σπίτι της, αφού δεν είχε καταφέρει να κάνει δικά της παιδιά, και, παρ? όλη τη βιαιότητα του άντρα της, προσπάθησε να το μεγαλώσει. Μάταια, όμως, γιατί τελικά πέθανε από τους ξυλοδαρμούς, κάτι που θα πάθαινε και ο μέλλων άγιος, αν ο επίτροπος του χωριού δεν τον έπαιρνε στο σπίτι του. Από κει και πέρα ξεκινά το γαϊτανάκι της «αγιοποίησης». Λόγω πολλών συμπτώσεων και συμπτωμάτων, ο Ορφανός ανακηρύσσεται άγιος από τους χωρικούς και του παραχωρούνται πολλά προνόμια. Οι κάτοικοι του Θερμού προστρέχουν σ? αυτόν ζητώντας πλήρη άφεση αμαρτιών και εξομολογούμενοι τα κρίματά τους. Ώσπου, κάποια στιγμή, εξαιτίας οικονομικών συμφερόντων, όπως και εξαιτίας της δίψας για εξουσία, ο άγιος δε θεωρείται, δικαιολογημένα εκ των υστέρων, και τόσο άγιος? Όλο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών που στέλνει, στην εποχή μας, ένας ηλικιωμένος πια που είχε βρει όμως τον Ορφανό κάπου παρατημένο και αιμόφυρτο, κυνηγημένο απ? τους πάλαι ποτέ πιστούς του. Ήταν εκείνη τη στιγμή που ο Ορφανός εξομολογήθηκε όλη την αλήθεια στον δεκαοχτάχρονο τότε νεαρό. Αυτές οι επιστολές απευθύνονται στον Μητροπολίτη Αρκαδίας ο οποίος και έχει αναλάβει όλα αυτά τα χρόνια τη διαλεύκανση της υπόθεσης του «αγίου». Η «Αγιογραφία» είναι μία ξεκάθαρη κατάθεση του Παναγιωτόπουλου για το θέμα της θρησκευτικής πίστης και πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει, ή μάλλον να κατακλύσει, τις ζωές των ανθρώπων. Όχι απαραίτητα και αποκλειστικά από πνευματικής και ψυχολογικής πλευράς, αλλά κυρίως από οικονομικής και από πλευράς δίψας για εξουσία. Το ζήτημα της πίστης, οποιασδήποτε μορφής, είναι απ? τα καίρια θέματα που ερευνώνται συνεχώς υπό διάφορα πρίσματα, αφού, καταπώς φαίνεται, εδώ εδράζεται το κέντρο του ανθρώπου. Και αυτό είναι το βασικό ερώτημα, αλλά και τελικά απάντηση, που καταθέτει ο Παναγιωτόπουλος, λαμβάνοντας θέση απέναντι στη μανία που οδηγεί τους ανθρώπους στις απάτες, τις αυταπάτες και τους μύθους που χτίζουν με σκοπό το ζην αλλά κυρίως το ευ ζην. Και ίσως το δεύτερο να είναι το κυρίαρχο ζητούμενο. Το 2007 κυκλοφόρησε η «Περί θεού αυταπάτη» του διάσημου εξελικτικού βιολόγου Richard Dawkins (εκδ. Κάτοπτρο) το οποίο φαίνεται να αποτελεί το θεωρητικό ταίρι του Παναγιωτόπουλου. Σ? αυτό το βιβλίο, ο κορυφαίος διανοητής προσπαθεί να θεμελιώσει την πολεμική του εναντίον της έννοιας του θεού υπό πολλές μορφές. Με τον Dawkins ο Παναγιωτόπουλος φαίνεται να έχουν ακόμα μία εκλεκτική συγγένεια: ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, το «Εγωιστικό γονίδιο» θυμίζοντάς μας το «Γονίδιο της αμφιβολίας» του Παναγιωτόπουλου, που έχει να κάνει με εύρημα ενός αμερικανού βιολόγου! Εντύπωση προκαλεί η γλώσσα του μυθιστορήματος. Είναι έτσι δοσμένη, συντακτικά και ορθογραφικά, όπως ένας σημερινός εξηντάρης, με μια κάποια εκπαίδευση, θα χρησιμοποιούσε. Αυτό εντάσσεται στα πολύ θετικά του βιβλίου και του ίδιου του Παναγιωτόπουλου, που δεν αφήνει στιγμή να πιστέψει ο αναγνώστης ότι το κείμενο είναι γραμμένο από κάποιο νέο της εποχής μας, κάτι που στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, σπάνια το συναντά κανείς, αφού φαίνεται ότι πολλές φορές καταθέτουν ήρωες που η γλώσσα τους δε συμβαδίζει ούτε με το υπόβαθρο αλλά ούτε και με την εποχή των ηρώων τους. Αυτό είναι και ένα ζήτημα που φαίνεται στο εξαιρετικό τελευταίο κομμάτι του μυθιστορήματος να (αυτό)σαρκάζει ο συγγραφέας της «Αγιογραφίας». Γεμάτος από πολύ σημαντικά στοιχεία αφηγηματικής τεχνικής, ο Παναγιωτόπουλος κατάφερε να μας θυμίσει το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου, και ως προς τη μορφή της «Αγιογραφίας» αλλά και ως προς τη γλώσσα, η οποία έχει συνδυάσει επιτυχώς τη δημοτική με την καθαρεύουσα, τον διανοούμενο λόγο με την λαϊκά προφορική γραφή, την ειρωνεία με την αυτοαναφορικότητα, το γενικό με το ειδικό. Και κάπου στο βάθος του μυθιστορήματος υπάρχει η επιρροή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και, ακόμα περισσότερο, τα γεγονότα του Εμφυλίου που και πάλι, έχω την αίσθηση, ότι χρησιμοποιούνται για να δείξουν συμβολικά τον εσωτερικό διχασμό των ανθρώπων. Ωστόσο, η ιστορία η ίδια, κατά την εξέλιξή της, μπορεί αφενός να περνά απ? τη θεωρητική αναζήτηση στην ιδιωτική, ας πούμε, καταγραφή, αφετέρου σε διάσπαρτα σημεία του κειμένου η ίδια η ιστορία κουράζει τον αναγνώστη απ? τις συνεχείς επαναλήψεις όχι των γεγονότων αλλά της ουσίας τους. Αυτό συνέβη, μάλλον, στην προσπάθεια του συγγραφέα να καλύψει εξ ολοκλήρου το θέμα του. Από την άλλη, στην προσπάθειά του να καλύψει ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, ο Παναγιωτόπουλος εξαντλεί του ήρωές του στα ένστικτά τους, αφήνοντάς τους έτσι ανολοκλήρωτους. Τέλος, η «Αγιογραφία» είναι το ξεγύμνωμα των ανθρώπων που παλεύουν να βρουν τη δύναμή τους μέσα σε άλλους ανθρώπους, αποθεώνοντάς τους μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αυτό από τη μια είναι βολικό, γιατί στην ενδεχόμενη αποτυχία η μεταβίβαση ευθυνών που λαμβάνει χώρα οδηγεί στην εξάλειψη της αυτοκριτικής κάτι που δε βοηθά κανέναν. Εξάλλου, κανείς δεν έχει δικαίωμα να γίνεται βαρίδι στα πόδια κανενός, πόσο μάλλον μια μέρα να γυρίσει, ως βαρίδι, και να τον χτυπήσει κατακούτελα? [Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963. Σπούδασε τεχνολόγος μηχανικός. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με το σενάριο. Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Η ενοχή των υλικών» (Πόλις 1997), «Ο Ζίγκι απ? το Μόρφαν ? Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου» (Πόλις 1998) και το «Γονίδιο της αμφιβολίας» (Πόλις 1999)] Δημήτρης Αθηνάκης