Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
«Αγαπημένη» (Τόνι Μόρισον)

«Αγαπημένη» (Τόνι Μόρισον)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Τόνι Μόρισον
Βιβλίο: Εκδότης
Νεφέλη
Έτος: 1987
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Το 1993, η Τόνι Μόρισον είναι η πρώτη αφροαμερικανίδα συγγραφέας, τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας. Σε κάθε της μυθιστόρημα ή δοκίμιο αγωνίζεται να φανερώσει τις συνέπειες του ρατσισμού και του σεξισμού από την αρχή της δουλείας στις ΗΠΑ ως σήμερα. Τα μυθιστορήματα, της έχουν ήδη χαρίσει αρκετά βραβεία, καθώς και διεθνή αναγνώριση. Τα βιβλία της γίνονται εύκολα best seller, γιατί αναφέρονται στο κοινό παρελθόν των Αμερικανών, είτε αυτοί ανήκουν σε φυλετική μειονότητα είτε στη λευκή άρχουσα τάξη. Επιπλέον, η γυναικεία οπτική που υιοθετεί στην προσπάθειά της να αποτυπώσει ιστορικά την εμπειρία των Αφροαμερικανίδων στη λευκοκρατούμενη και ανδροκρατούμενη κοινωνία των ΗΠΑ χαρίζουν στα μυθιστορήματά της πρωτοτυπία και γνησιότητα. Το καλύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον είναι αναμφισβήτητα η «Αγαπημένη» (1985, Νεφέλη 1989), ένα έργο όπου καταγράφονται οι τραγικές συνέπειες της δουλείας στην ιστορία της ασυμβίβαστης Σεθ, η οποία είναι έτοιμη να πληρώσει κάθε τίμημα, ώστε αυτή και τα παιδιά της να ζήσουν ελεύθεροι. Η αφήγηση της απίθανης αυτής ιστορίας, που θυμίζει έντονα τον Φόκνερ, γίνεται κυκλικά, ταυτόχρονα σε πολλαπλά χρονικά επίπεδα, και η δομή παραμένει χαλαρή και ελικοειδής Η «Αγαπημένη» στηρίζεται στην αληθινή ιστορία της Μάργκαρετ Κάρνετ, που είχε δραπετεύσει από το Κεντάκι και προσπάθησε να σκοτώσει τα παιδιά της όταν την πρόλαβαν οι φρουροί στο Οχάιο το 1850. Το 1987 η «Αγαπημένη» κέρδισε το Βραβείο Pulitzer Prize και το 1993 γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνίστρια την Όπρα Σουίνφρι σε σκηνοθεσία Τζόνοθαν Ντένιμ. Είναι το 1873, μόλις τελείωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, και μολονότι η σκλαβιά έχει τερματιστεί, εξακολουθεί να βασανίζει την ψυχή των Αφρο-αμερικανών μαύρων. Η γιαγιά Μπέμπα Σαγκς, η πεθερά της Σηθ, έχει πεθάνει, πριν οκτώ χρόνια, τα δύο εγγόνια της και παιδιά της Σηθ έχουν φύγει μην αντέχοντας την ατμόσφαιρα στο 124, όπως ονομάζεται το σπίτι όπου μένει, η Σηθ και η κόρη της Ντένβερ μόνες πια, αποφασισμένες να αναμετρηθούν με το φάντασμα που τις βασανίζει. Έπιπλα τρέμουν και μετακινούνται. Το στοιχειωμένο σπίτι της Σηθ που κατατρύχεται από το φάντασμα της σκοτωμένης κόρης της. Ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα του κοριτσιού, η Σηθ, ζήτησε να χαράξουν στον τάφο της μια απλή λέξη «Αγαπημένη» κι αυτό το έκανε δίνοντας το κορμί της στον χαράκτη εργάτη ανάμεσα στους τάφους. Δέκα λεπτά για εννιά γράμματα στην ταφόπετρα του μωρού της. Το μυθιστόρημα ξεκινάει την ημέρα που εμφανίζεται ο Πωλ Ντη, τον οποίο γνώριζε η Σηθ, όταν δούλευαν στο κτήμα του κυρίου Γκάρνερ, στο Κεντάκι. Η εμφάνιση του Πωλ Ντη, ο τελευταίος άντρας από το «Ζεστό σπίτι» εξορκίζει το φάντασμα του σπιτιού. Η Σηθ τον καλεί μέσα, είχαν να βρεθούν δεκαοχτώ χρόνια. Από αυτό το σημείο και μετά η ιστορία ξετυλίγεται σε δύο παράλληλα επίπεδα. Το παρόν που είναι στο Σινσινάτι είναι το ένα και το άλλο, ό,τι συνέβη στο Κεντάκι, περίπου είκοσι χρόνια πριν. Το κομμάτι του παρελθόντος περιγράφεται μέσα από αποσπασματικά flashbacks με τα οποία μέσω των κυρίων χαρακτήρων πληροφορούμαστε και φωτιζόμαστε για το ίδιο συμβάν αλλά και για άλλα παραπλήσια. Από αυτά τα αποσπάσματα ξεπηδάει η ιστορία: η Σηθ. Ο Πωλ Ντη προσέχει πόσο άλλαξε: την είχε πρωτοδεί δεκατριών ετών στο Ζεστό Σπιτικό. Μιλάει με την Ντένβερ που μοιάζει με αγρίμι. Κανείς δεν επισκεπτόταν το σπίτι τους χρόνια τώρα. Ο Πωλ Ντη την καλοπιάνει ότι μοιάζει τον πατέρα της. Κι εκείνη συγκινείται. Η Ντένβερ του λέει : Έχουμε ένα φάντασμα εδώ μέσα, μαλωμένο. Η αδελφή μου, λέει, πέθανε σε αυτό το σπίτι. Και λίγο αργότερα ξεσπάει «Δεν αντέχω να ζω εδώ. Δεν ξέρω πού να πάω ή τι να κάνω, όμως δεν αντέχω να ζω εδώ. Κανείς δεν μας μιλάει. Κανείς δεν έρχεται. Τα? αγόρια δε με θέλουν. Ούτε και τα κορίτσια». Μάνα και κόρη εγκλωβισμένες στο στοιχειωμένο σπίτι. «΄Εχω ένα δέντρο στην πλάτη μου κι ένα φάντασμα σπίτι μου, κι ανάμεσά τους τίποτα, εκτός απ? την κόρη μου που κρατάω στην αγκαλιά μου». Αυτός ρωτάει τι δένδρο. Η Σηθ του απαντάει ότι είναι σαν κερασιά, με κορμό και κλαριά, ακόμα και φύλλα, έτσι το ονόμασε, τότε το λευκό κορίτσι. Φυσικά το δέντρο είναι μαστίγιο, από το σπίτι τότε. Πληγωμένη η πλάτη της. Όμως, λίγο αργότερα, ενώ επιστρέφουν από μια εκδρομή η Σηθ, η Ντένβερ και ο Πωλ Ντη, ανακαλύπτουν μια νέα γυναίκα να κοιμάται στα σκαλοπάτια της εξώπορτας και να ζητάει νερό να πιει. Την ρωτάνε από πού είναι κι αυτή δεν απαντάει. Τη ρωτάνε πώς τη λένε και η νέα κοπέλα έχει το όνομα Αγαπημένη. Η όλη της παρουσία είναι μια ανάκληση, μια ενσάρκωση του πνεύματος της πεθαμένης κόρης της Σηθ. Την ταϊζουν, την ποτίζουν, την προσέχουν, ειδικά η Ντένβερ βρίσκει ένα προορισμό στη ζωή της. «Μια τόσο νέα γυναίκα, δεκαεννιά ή είκοσι χρονώ, λυγερή, κι όμως κινούνταν σαν να?ταν βαρύτερη, ή μεγαλύτερη, στηριζόταν στα έπιπλα, κρατούσε το κεφάλι της στην παλάμη του χεριού της, λες κι ο λαιμός της μόνος δεν μπορούσε να το σηκώσει». Όμως κι η Σηθ δένεται με την Αγαπημένη. Η συντροφιά της γλυκιάς, παράξενης ξένης, την ευχαριστούσε, όπως ένα ζηλωτής το δάσκαλό του. Πέντε βδομάδες μαζί τους, δεν έμαθαν τίποτε περισσότερο γι αυτήν, αλλά ο Πωλ Ντη αρχίζει να ανησυχεί. Προσπαθεί να την ρωτήσει, να μάθει, αγριεύει με τις απαντήσεις της. Με την επιστροφή της Αγαπημένης και την κατάρα της σκλαβιάς, η επανεκκίνηση της μνήμης είναι συμφιλιωτική και στενάχωρη, ιαματική αλλά και τραυματική. Λόγος ασθματικός, κυκλική αφήγηση, μύθος και τραγούδι των μαύρων, ρεαλισμός και υπερφυσική καθιστούν το μυθιστόρημα ένα βιβλίο αγάπης, μνήμης και υπέρβασης των ορίων κάθε είδους καταπίεσης. Ένα κείμενο σαν βιβλικό, δύσβατο για μια πρώτη ανάγνωση αλλά ρέον έτσι και μπεις μέσα του. Θ. Γ.