Βιβλίο

Βιβλίο: Εικόνα
2666 (Ρομπέρτο Μπολάνιο)

2666 (Ρομπέρτο Μπολάνιο)

Βιβλίο: Συγγραφέας
Ρομπέρτο Μπολάνιο
Βιβλίο: Εκδότης
ΑΓΡΑ - Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Έτος: 2011
Ημερομηνία Εισαγωγής: 04/10/2018

Υπάρχουν βιβλία που ενώ θέλεις να μιλήσεις γι αυτά και να τα συστήσεις, κομπιάζεις. Βγαίνοντας από τον χώρο της προσωπικής σου ανάγνωσης αναρωτιέσαι με τι επιχειρήματα να τα προτείνεις. Γιατί το 2666 έχει όλα τα αντεπιχειρήματα για να μην διαβαστεί: 1155 πυκνογραμμένες σελίδες, 5 ξεχωριστά μέρη/βιβλία, χαοτική πλοκή, χαρακτήρες σχεδόν στατικούς, γλώσσα ενίοτε ισοπεδωτική και ανίερη. Και όμως μετά σκέφτεσαι ότι δεν είναι αυτά. Δεν είναι τα βασικά στοιχεία ενός μυθιστορήματος και μόνον η δύναμή του. Είναι μια πιο σκοτεινή δύναμη, μια πιο κρυφή ζωή που κρύβουν και καλείσαι να την αποκαλύψεις. Στα πέντε βιβλία του τελευταίου οριακού έργου, του αδίκως τόσο νωρίς χαμένου, Χιλιανού συγγραφέα, καταγράφεται η πορεία προς την Κόλαση της γραφής του, του κόσμου που πρόλαβε να γνωρίσει, η τυφλή ματιά ενός Τειρεσία που μαντεύει για την λογοτεχνία του παρόντος ή την συντέλειά της. Οι ήρωες του πολλαπλού μυθιστορήματος έχουν να λύσουν επίσης πολλαπλά αινίγματα: Στο πρώτο μέρος, «Οι κριτικοί», τέσσερις λογοτεχνικοί κριτικοί της γερμανικής φιλολογίας, αδιασάλευτοι στις εμμονές του προσπαθούν να εντοπίσουν τα ίχνη του Γερμανού συγγραφέα ονόματι Αρτσιμπόλντι, τον οποίο δεν συνάντησε κανείς τους ποτέ. Περιφέρονται σε συνέδρια, σχολιάζουν, ανασκαλεύουν ειδήσεις και εκδοχές της ζωής του συγγραφέα με την μανία ενός Ενρίκε Βίλα Μάτας, κοιμούνται και αναμεταξύ τους. Μια τελευταία είδηση αναφέρει ότι ο Αρτσιμπόλντι εντοπίστηκε σε μια βόρεια απόληξη του Μεξικού, την Σάντα Τερέζα. Τρεις από αυτούς πραγματοποιούν το ταξίδι αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κανένα. Απομένει ένα άχαρο, μεταβιομηχανικό τοπίο, ένα κιτρινισμένο και ξέθωρο έδαφος που στο μολυσμένο του έδαφος θάβονται πτώματα δολοφονημένων γυναικών, όπως θα δούμε τρία παρακάτω κεφάλαια. Στο δεύτερο μέρος, «Αμαλφιτάνο», ο καθηγητής Αμαλφιτάνο, χιλιανός αυτοεξόριστος, περιφέρεται στην Σάντα Τερέζα και σε διαφορετικά τοπία της ευρωπαϊκής κουλτούρας και γεωγραφίας προσπαθώντας να λύσει αινίγματα μερικές φορές ακαταλόγιστα για τον ίδιο και τον αναγνώστη. Στο τρίτο μέρος, «Φέητ», ένας αφροαμερικανός δημοσιογράφος έρχεται στο Μεξικό να καλύψει έναν αγώνα μποξ, για λογαριασμό ενός αμερικανικού περιοδικού. Εδώ, σαν ήρωας ταινιών του Μεξικανού σκηνοθέτη Γκονζάλες Ιναρίτου, τριγυρνάει στα μοτέλ και στα μπαρ ενώ τριγύρω επιτελούνται οι σκοτεινές δολοφονίες. Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι οι δύο αυτές ένθετες ιστορίες απομακρύνονται από το κεντρικό βάρος του έργου. Όμως πού βρίσκεται; Είναι μήπως στα «Εγκλήματα»; Βρισκόμαστε στην Σάντα Τερέζα με τις μακιγιαδόρας, βιομηχανίες συναρμολόγησης μηχανολογικού εξοπλισμού που αξιοποιούν το φτηνό εργατικό δυναμικό και επανεξάγουν τα προϊόντα στην παγκόσμια αγορά. Νεαρά κορίτσια, λαϊκές εργάτριες κυρίως, δολοφονούνται εν σειρά και ακατάπαυστα. Η λεπτομερής περιγραφή του διαμελισμού τους, των ρούχων και των εσωρούχων και των γυναικείων μικροαντικειμένων, επαναλαμβανόμενη από σελίδα σε σελίδα προσδίδει μια βιβλική φρίκη: Ο περίγυρος της πόλης, η κοινωνική διαταραχή, η διαφυγή προς της ΗΠΑ, η διάλυση κάθε μικροϊστού που θα συγκρατούσε την μικρή κοινότητα και κατ’ επέκταση τον τόπο, τη χώρα, ένας ύποπτος που μπορεί και να πληρώνει την αδράνεια των τοπικών αστυνομικών αρχών. «… οι δρόμοι ήταν εντελώς σκοτεινοί, σαν μαύρες τρύπες, και τα γέλια που έβγαιναν άγνωστο από πού ήταν το μοναδικό σημάδι, η μοναδική πληροφορία που είχαν οι κάτοικοι για να μη χαθούν». Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος αναβιώνει η ζωή του Ράιτερ που δεν είναι παρά ο ίδιος ο Αρτσιμπόλντι. Η μακρά πορεία του στον 20ο αιώνα και στην Ιστορία θα «δέσει» με τα εγκλήματα στην Σάντα Τερέζα, με τον βασικό ύποπτο και την αδελφή του Λόττε που σχετίζεται μαζί του. Σε μια σκηνή μικρός ο Αρτσιμπόλντι, μέσα στο μπάνιο, καταβυθίζεται, για να τρομάξει τη μάνα του που τον έλουζε, βιώνοντας μιαν σωματική διάσπαση και συμπαντική εκτόξευση, δηλαδή επαναφορά στην πρωταρχική μήτρα (αντίστοιχη σκηνή έγραψα κι εγώ στους Κρυμμένους ανθρώπους, στο κεφάλαιο Η Στέρνα. Τα μόρια της λογοτεχνίας άλλωστε είναι σκορπισμένα όχι μόνον συμπαντικά αλλά και διαλογοτεχνικά. Σε μια άλλη περιπλάνηση ο Αρτσιμπόλντι έρχεται στο Μεσολόγγι. «..πήγε να περπατήσει στα ίχνη του Μπάυρον, λες και ο Μπάυρον είχε κάνει τίποτα άλλο στο Μεσολόγγι εκτός από το να σουλατσάρει πέρα-δώθε, από χάνι σε ταβέρνα, από σοκάκια σε πλατείες, ενώ ήταν πασίγνωστο ότι ο πυρετός δεν του επέτρεπε να κινείται και μόνο ο Θάνατος περπάτησε, είδε και γνώρισε, ο Θάνατος που ήρθε να βρει τον Μπάυρον αλλά συνάμα έκανε και τουρισμό, διότι ο Θάνατος είναι ο μεγαλύτερος τουρίστας πάνω στη Γη». (σ. 1103) Η ατμόσφαιρα του βιβλίου θυμίζει ταινία του Λυντς, μόνον που ο ίδιος ο Μπολάνιο σε προλαβαίνει στην σελίδα 444, αναφερόμενος σε ένα μπαρ που λεγόταν Φωτιά.. ‘«Μοιάζει τίτλος από ταινία του Ντέηβιντ Λύντς» είπε ο Φέητ.’ ΤΟ 2666 είναι ένα έργο που τρομάζει, βασανίζει, απωθεί. Ταυτόχρονα σε γοητεύει, σε παρασύρει και σε εγκιβωτίζει σε μια ιστορία του, άγραφη ακόμη. Για αυτό ακριβώς και ως αναγνώστης συμμετέχεις στην αέναη αναπαραγωγή του. Αφού: «Η γραφή συνήθως είναι το κενό. Στα σωθικά του άντρα που γράφει δεν υπάρχει τίποτα. (σ. 1.021). Τα εγκλήματα και τα αινίγματα ωστόσο συνεχίζονται. Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (Σαντιάγο Χιλής, 1953 - Βαρκελώνη, 2003), μυθιστοριογράφος και ποιητής, επέβαλε την παρουσία του μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ανάμεσα στους σπουδαιότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Στα δεκαπέντε του μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μεξικό απ όπου επέστρεψε στη Χιλή το 1973 για να υποστηρίξει το κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το πραξικόπημα, κατηγορήθηκε για τρομοκρατική δράση από το καθεστώς Πινοσέτ και συνελήφθη και κρατήθηκε για οκτώ ημέρες. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μεξικό και στη κατόπιν στην Ισπανία, όπου και εγκαταστάθηκε. Λέγεται, ότι η μετέπειτα ζωή του ήταν αρκετά ακατάστατη και γνώρισε τα όρια του ίδιου του του εαυτού. Η λογοτεχνική του έκφραση, ήταν μεγαλιώδης. Ό,τι έγραψε, άγγιξε την τελειότητα (σε λογοτεχνικό επίπεδο), ενώ τα θέματα και οι ήρωές του πάντα ήταν αντισυμβατικοί, πρωτοπόροι ή “απροσάρμοστοι” σε σχέση με την μέση λογική. Τιμήθηκε με τα βραβεία Herralde και Romulo Gallegos. Πέθανε στα 50 του από Ηπατική Ανεπάρκεια.