Το 13ο υπόγειο (Βαγγέλης Μπέκας)
Η συνείδηση του απελεύθερου και τα όρια της ελευθερίας Προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως, διαβάζοντας κείμενα που εμπεριέχουν φουτουριστικά στοιχεία, νιώθεις πως αυτό που περιγράφουν δεν σου προκαλεί κατάπληξη και πως όλα αυτά δεν αναλογούν αποκλειστικά σε μία εποχή που απέχει πολύ από τη δική μας. Αυτός ήταν ένας από τους στόχους του πρωτοεμφανιζόμενου Βαγγέλη Μπέκα (γενν. 1976), ο οποίος, χρησιμοποιώντας τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής, έχτισε ένα μυθιστόρημα στα πρότυπά τους. Όπως ο καταναλωτισμός καθιερώθηκε, τουλάχιστον σε χώρες σαν τη δική μας, ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, έτσι, σε αυτό το μοτίβο, το εμπορικό κέντρο New Bios (νέος βίος ? σοφόν το σαφές) εξαπλώνεται, χωρίς κανείς να μπορεί να αντιδράσει, ως πόλις εν πόλει στην πρωτεύουσα, της οποίας οι δυνάμεις μοιάζουν να εξασθενούν. Πιο συγκεκριμένα, ανάγοντας την πρωτεύουσα σε πυρήνα ενός κόσμου, βρίσκουμε αυτόν ακριβώς τον πυρήνα να μετατοπίζεται από το κέντρο προς την εξωτερική, και άρα ευάλωτη, επιφάνεια του ιστού. Τη θέση του πυρήνα καταλαμβάνει αυτή η ?πόλη?, που δεν είναι άλλη από την εταιρεία που προαναφέρθηκε. Το New Bios στηρίζεται σε μια καταστατική λειτουργία τόσο αυστηρή, που ακόμη και ολοκληρωτικά καθεστώτα θα ζήλευαν. Ο Μπέκας κάτι τέτοιο είχε κατά νου, όχι μόνον ως παράδειγμα του παρελθόντος αλλά και ως προφητεία για το μέλλον. Με γνώμονα αυτό το καταστατικό, το χαώδες εμπορικό κέντρο κρατά τους υπαλλήλους?υπηρέτες του με τη λογική του καρότου και του μαστιγίου: αφενός, κανείς δεν κινείται πέρα από τα όρια, αφετέρου, ακριβώς αυτά τα όρια είναι που μπορούν να προσφέρουν σχεδόν τα πάντα. Αυτό το «σχεδόν» είναι που οδηγεί τον Πέτρο ?αντιπροσωπευτική μορφή της γενιάς των 700 ευρώ, με όλες τις καθημερινές ανησυχίες που, ωστόσο, δεν επισκιάζουν τις εσωτερικές διεργασίες (ένα από τα πετυχημένα στοιχεία που απέδωσε ο Μπέκας)? όχι μόνο να μπλεχτεί στα πλοκάμια του New Bios, μα, παράλληλα, να θελήσει, για χάρη του έρωτά του με την Αργυρένια ?η οποία ήδη εγκαταβιώνει στα άδυτα του εμπορικού κέντρου, που λειτουργούν ως ζωοδότες του πάνω κόσμου? να κατεβεί μέχρι τα θεμέλιά του, όπου τελούνται κάθε λογής ανομίες και βασιλεύει η διαφθορά. Αν εξαιρέσει κανείς τον απλό αριθμητικό συμβολισμό, η σταθερή πορεία προς την κόλαση της εταιρείας αποτελεί και το αφηγηματικό όχημα, στο οποίο εντάσσεται ?και κάποτε προτάσσεται? το ιδεολογικό και προσεκτικά κατατεθειμένο οπλοστάσιο του συγγραφέα. Με πολιτικές αιχμές και με σχόλια που συναιρούν το ερωτικό στοιχείο ως πολιτικό, και το πολιτικό διακύβευμα ως μία κατάσταση προσδοκίας παραδείσου, ο Μπέκας πέτυχε να συνδέσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο με τη διψασμένη απαντοχή της απελευθέρωσης, χωρίς, εντούτοις, αυτή η απελευθέρωση να συνεπάγεται αυτόχρημα και την ελευθερία. Η ελευθερία είναι μία έννοια που απασχόλησε συστηματικά τον συγγραφέα, κάτι που, όμως, άφησε να αιωρείται κατά την κυκλοτερή, και πιθανόν αμήχανη, ολοκλήρωση του μυθιστορήματος. Επιπλέον, μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχει ακόμη μία περιρρέουσα έννοια: της συνείδησης της ελευθερίας. Παρ? ότι η Αργυρένια και ο Πέτρος θέλουν να ελευθερωθούν, κατά βάθος δεν ξέρουν τι να την κάνουν αυτή την ελευθερία, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να την κατανοήσουν σε όλο της το εύρος. Ένα ακόμη σαφές και επιτυχές σχόλιο του συγγραφέα που αποσκοπεί στην επισήμανση του ακόλουθου σταδίου της ελευθερίας: τα καινούργια όρια του απελεύθερου. Το πόσο εκτεταμένα θα είναι αυτά, εξαρτάται, όπως αποδεικνύεται και στο προκείμενο βιβλίο, από τον βαθμό της προετοιμασίας. Με μια συνεπή προφορικότητα, ο Μπέκας διατηρεί την πλήρη απομάκρυνσή του από τη λογοτεχνικότητα της γλώσσας, πέφτοντας, σε σημεία, σε παγίδες εντυπωσιασμού. Καθώς εξελίσσεται το μυθιστόρημα, με όλα του τα κινηματογραφικά στοιχεία που αναμφίβολα το διέπουν, δημιουργείται κάποτε στον αναγνώστη η αίσθηση της ασύνδετης αφήγησης η οποία θέλει να απεμπλακεί με «έξυπνα» τεχνάσματα. Και τα καταφέρνει. Εντέλει, ο ιδιότυπος σουρεαλισμός του Μπέκα οδηγεί όχι απλώς στην προαναγγελία ενός αδιανόητου μέλλοντος, αλλά μάλλον λειτουργεί ως επαγρύπνηση στο απροσδόκητο παρόν. Κι αυτό ο συγγραφέας μοιάζει να το έχει αφομοιώσει καλά. Δημήτρης Αθηνάκης [Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην «Αυγή», Τρίτη 31/03/2009]