Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Ταξίδια με τον Τσάρλυ της Σώτης Τριανταφύλλου

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Ταξίδια με τον Τσάρλυ της Σώτης Τριανταφύλλου

Μεταφράζω το ταξιδιωτικό βιβλιαράκι του John Steinbeck “Travels with Charley” - πράγμα φυσικό παρότι δεν μ’ αρέσει να μεταφράζω: όμως, έχω κάνει τις ίδιες διαδρομές ξανά και ξανά – είκοσι, τριάντα, σαράντα χρόνια αργότερα, διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, οδηγώντας ή κάνοντας ωτοστόπ. Από την ανατολή στη δύση και πάλι πίσω, από τον βορρά στον νότο και πάλι πίσω. Ο Steinbeck, προσπαθώντας να ανακτήσει τη νιότη του και το πνεύμα του περιπλανώμενου ιππότη, περιγράφει πώς ταξίδεψε σ’ ένα ειδικά διαμορφωμένο τροχόσπιτο, το οποίο βάφτισε Ροσινάντε από το άλογο του Δον Κιχώτη. Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από το Λονγκ ʼιλαντ της Νέας Υόρκης και φτάνουν στον Ειρηνικό, περνώντας από το Μέιν, από τις μεσοδυτικές πολιτείες κι ύστερα από το Τέξας και τον «βαθύ» Νότο: 16.000 χιλιόμετρα σε 75 μέρες – ούτε λίγα, ούτε πολλά... Καθώς οδηγεί τον Ροσινάντε έχοντας δίπλα του το σκυλί του τον Τσάρλυ κάνει διάφορες σκέψεις για την πολιτική, για τη γεωγραφία, για τον πολιτισμό, για το παρελθόν και για το μέλλον. Βρισκόμαστε στο 1960 – μερικά από τα αποσπάσματα που ακολουθούν δείχνουν τη διορατικότητα του συγγραφέα – το πώς οι παρατηρήσεις του είναι σταθερά επίκαιρες. Για το διάβασμα: “Ήμουν τυχερός στην παιδική μου ηλικία κι αυτή η τύχη με βοήθησε να γίνω συγγραφέας. Ο παππούς μου ο Σάμιουελ Χάμιλτον αγαπούσε το καλό γράψιμο και ήξερε να το ξεχωρίζει. Οι κόρες του, ανάμεσά τους και η μητέρα μου, ήταν διανοούμενες της εποχής. Έτσι, όταν μεγάλωνα στο Σαλίνας, έβρισκα παράξενα και θαυμαστά πράγματα πίσω απ’ τη τζαμένια πόρτα εκείνης της μεγάλης βιβλιοθήκης από σκούρο ξύλο καρυδιάς. Οι γονείς μου δεν μου πρόσφεραν ποτέ και η τζαμένια πόρτα τα προστάτευε – γι’ αυτό αναγκαζόμουν να τα κλέβω, πράγμα που εξάλλου δεν απαγορευόταν. Σήμερα πιστεύω ότι αν απαγορεύαμε στα αναλφάβητα παιδιά μας να αγγίξουν τα υπέροχα βιβλία της λογοτεχνίας μας, ίσως να τα έκλεβαν και να έβρισκαν σ’ αυτά κρυφή χαρά. Από μικρός αγάπησα τον Τζόζεφ ʼντισον και τον αγαπώ ακόμη. Παίζει την αγγλική γλώσσα όπως ο Πάμπλο Καζάλς παίζει το τσέλο.” Για το κυνήγι: “Υπάρχουν έθιμα, τρόποι συμπεριφοράς, μύθοι, κατευθύνσεις και αλλαγές που φαίνονται μέρος της δομής της Αμερικής. Προτείνω να τα συζητήσουμε μόλις προσέξω κάτι σχετικό. Ενώ εκτυλίσσονται αυτές οι συζητήσεις φανταστείτε με να οδηγώ σ’ έναν εξοχικό δρόμο ή να σταματάω πίσω από μια γέφυρα ή να μαγειρεύω φασόλια και παστό χοιρινό. Η πρώτη συζήτηση έχει να κάνει με το κυνήγι. Ακόμα κι αν ήθελα δεν θα μπορούσα να αποφύγω το κυνήγι: το φθινόπωρο είναι η εποχή του για τα περισσότερα είδη. Κληρονομήσαμε πολλές συνήθειες από τους παππούδες μας που πάλεψαν με τούτη την ήπειρο όπως ο Ιακώβ με τον άγγελο – και οι πιονιέροι νίκησαν. Απ’ αυτούς πήραμε την πεποίθηση ότι κάθε Αμερικανός είναι γεννημένος κυνηγός. Και κάθε φθινόπωρο πολλοί άνδρες ξεκινούν για να αποδείξουν ότι χωρίς ταλέντο, εκπαίδευση, γνώση ή πρακτική εξάσκηση είναι άσοι στο τουφέκι και στην καραμπίνα. Τα αποτελέσματα είναι φρικτά. Από τη στιγμή που έφυγα από το Σαγκ Χάρμπορ σφαίρες χτυπάνε τις αποδημητικές πάπιες και, καθώς προχωρούσα στο Μέιν, οι βολές στα δάση θα τρόμαζαν ακόμα και τους πιο ατρόμητους πολεμιστές αν δεν ήξεραν ότι επρόκειτο για κυνηγούς. Αυτά που λέω ίσως με κάνουν αντιπαθητικό στους κυνηγούς, αλλά προσθέτω αμέσως ότι δεν είμαι εναντίον τους. Κάποιος, κάτι πρέπει να σκοτώσει τα ζώα – υποθέτω δηλαδή. Όταν ήμουν νέος σερνόμουν με την κοιλιά για μίλια μέσα στον παγωμένο άνεμο με ανταμοιβή μια πληγωμένη νερόκοτα που ήταν άνοστη ακόμα κι όταν τη μαγείρευες σε αλατόνερο. Δεν μ’ αρέσει ιδιαίτερα το κρέας του ελαφιού, της αρκούδας, της άλκης ή του τάρανδου, εκτός από το συκώτι. Οι συνταγές, τα μυρωδικά, το κρασί, η προετοιμασία που συνοδεύει ένα καλό πιάτο ελαφίσιου κρέατος μπορεί να κάνει ακόμα κι ένα παλιοπάπουτσο ευχάριστο για τον για τον καλοφαγά. Θέλω να πω ότι η προετοιμασία είναι το παν – σχεδόν. Αν πεινούσα θα κυνηγούσα πρόθυμα οτιδήποτε τρέχει, έρπει ή πετάει – θα μπορούσα να το ξεσκίσω με τα δόντια μου. Αλλά δεν είναι η πείνα που κινητοποιεί τους ένοπλους Αμερικανούς στα δάση και στους λόφους κάθε φθινόπωρο – αυτό δείχνει το υψηλό ποσοστό καρδιακών προσβολών στη διάρκεια του κυνηγιού. Η κυνηγητική διαδικασία σχετίζεται με τον ανδρισμό – όχι ότι ξέρω με ποιο τρόπο ακριβώς. Σίγουρα υπάρχουν ικανοί και αποτελεσματικοί κυνηγοί που ξέρουν τι κάνουν• οι περισσότεροι όμως είναι παχύσαρκοι κύριοι εξοπλισμένοι με ουίσκι και τουφέκια μεγάλου διαμετρήματος. Πυροβολούν οτιδήποτε κινείται ή φαίνεται ότι θα κινηθεί, και η επιτυχία τους να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον ίσως τελικά να συγκρατεί τον υπερπληθυσμό. Αν οι απώλειες περιορίζονταν στους κυνηγούς δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αλλά επεκτείνονται σε σφαγές αγελάδων, γουρουνιών, αγροτών, σκυλιών – οι πινακίδες των εθνικών οδών κάνουν το φθινόπωρο επικίνδυνη εποχή για ταξίδι. Ένας αγρότης στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης ζωγράφισε τη λέξη «αγελάδα» με μεγάλα μαύρα γράμματα και στις δυο πλευρές της άσπρης του αγελάδας, αλλά οι κυνηγοί βρήκαν τρόπο και την πέτυχαν. Αργότερα, στο Γουινκόνσιν, έμαθα ότι ένας κυνηγός πυροβόλησε στο σβέρκο τον ίδιο του τον οδηγό. Ο ιατροδικαστής ρώτησε τον ατζαμή: «Νομίσατε πως είναι ελάφι;» «Μάλιστα κύριε, τον πήρα για ελάφι...» «Αλλά ούτε ήσασταν σίγουρος πως ήταν ελάφι.» «Μάλλον όχι, κύριε.» Καθώς το τοπίο του Μέιν είναι λοφώδες σαν να πρόκειται για μια σειρά από πολεμικά αναχώματα, φοβόμουν μήπως με βρει καμιά αδέσποτη. Τέσσερα αυτοκίνητα χτυπήθηκαν την πρώτη μέρα της εποχής του κυνηγιού – φοβόμουν περισσότερο για τον Τσάρλυ. Ξέρω ότι οι κυνηγοί με το μυαλό που κουβαλάνε μπορεί να μπερδέψουν ένα κανίς μ’ ένα ελάφι: έπρεπε λοιπόν να τον προστατέψω. Στον Ροσινάντε υπήρχε ένα κουτό κόκκινα χαρτομάντιλα που μου είχαν χαρίσει: τύλιξα την ουρά του Τσάρλυ με κόκκινα χαρτομάντιλα και τα έδεσα με λαστιχάκια. Κάθε πρωί ανανέωνα αυτή τη σημαία την οποία φορούσα σε όλη τη διαδρομή ενώ τα βόλια σφύριζαν ολόγυρά μας. Δεν είχα την πρόθεση να κάνω αστεία – το πράγμα ήταν σοβαρό: στο ραδιόφωνο γίνονταν εκκλήσεις να μην έχουμε πάνω μας άσπρα μαντίλια διότι όταν οι κυνηγοί έβλεπαν άσπρο νόμιζαν ότι ήταν ελάφια με άσπρη ουρά και πυροβολούσαν στο ψαχνό.” Για τη θρησκεία: “Κάθισα σ’ ένα στασίδι στο πίσω μέρος. Όλα μέσα έλαμπαν από καθαριότητα. Οι προσευχές μού φάνηκαν εύστοχες καθώς εφιστούσαν την προσοχή του Παντοδύναμου σε ορισμένες αδυναμίες και μη θεϊκές τάσεις που ξέρω ότι έχω και μάλλον είχαν πολλοί από το εκκλησίασμα. Η θεία λειτουργία έκανε καλό στη διάθεσή μου και ελπίζω ότι ωφέλησε και την ψυχή μου. Είχα καιρό ν’ ακούσω τέτοια ανάλυση. Τελευταία, στις μεγαλουπόλεις τουλάχιστον, το ψυχιατρικό ιερατείο μάς λέει ότι οι αμαρτίες μας δεν είναι αμαρτίες αλλά ατυχήματα που συμβαίνουν επειδή κινητοποιούνται ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Στην εκκλησία δεν ακούστηκαν τέτοιες ανοησίες. Ο ιερέας, ένας άνθρωπος από σίδερο με ψυχρό βλέμμα και φωνή σαν τρυπάνι αέρος μάς διαβεβαίωσε ότι είμαστε αξιολύπητοι. Και είχε δίκιο. Δεν υπήρξαμε ποτέ τίποτα σπουδαίο αλλά βάλαμε τα δυνατά μας και χειροτερέψαμε. Ύστερα, αφού μας έκανε την καρδιά περιβόλι, προχώρησε σε κήρυγμα: φωτιά και τσεκούρι! Έχοντας αποδείξει ότι ήμασταν απαίσιοι – ή ότι εγώ τουλάχιστον ήμουνα τελείως σκάρτος- ζωγράφισε με ψυχρή βεβαιότητα τι θα συνέβαινε αν δεν παίρναμε κάποια μέτρα αναδιοργάνωσης για τα οποία ωστόσο δεν είχε πολλές ελπίδες. Μίλησε για την κόλαση σαν ειδήμονας, όχι για τη σαχλοκόλαση που επικρατεί αυτές τις επιεικείς μέρες, αλλά μια κόλαση όπου η περίσσεια των καυσίμων κοχλάζει με ευθύνη τεχνικών μεγάλης ολκής. Αυτός ο αιδεσιμότατος κατάφερε να μας εξηγήσει με απλά λόγια για να καταλάβουμε: κάρβουνα καίγονται σε μεγάλη φωτιά, υπάρχουν ισχυρά ρεύματα και οι διάβολοι χειρίζονται με μπρίο τα καμίνια. Κι όλ’ αυτά τα κάνουν για μένα. ʼρχισα να νιώθω ότι κάποιος μου δίνει αξία. Για κάμποσα χρόνια ο Θεός ήταν φιλαράκι και ήθελε να είμαστε κολλητοί, αλλά αυτή η συμπεριφορά προκαλεί ένα κενό: όπως όταν οι μπαμπάδες παίζουν μπάλα με τους γιους τους. Όμως τούτος εδώ ο θεός του Βερμόντ ενδιαφερόταν τόσο για μένα που έμπαινε στον κόπο να μου κάνει τη ζωή ποδήλατο. Έτσι οι αμαρτίες μου έμπαιναν σε μια καινούργια προοπτική: εκεί που νόμιζα ότι ήταν μικρές και βρομερές κι ασήμαντες κι ότι καλύτερα να τις ξεχνούσαμε, τούτος ο ιερέας τούς προσέδωσε μέγεθος, βάθος και αξιοπρέπεια. Δεν είχα καλή γνώμη για τον εαυτό μου εδώ και μερικά χρόνια – αλλά αν οι αμαρτίες μου είχαν τέτοιες διαστάσεις, ε τότε υπήρχε λόγος κάποιας υπερηφάνειας. Δεν ήμουν ένα άτακτο παιδί, ήμουν ένας αμαρτωλός πρώτης γραμμής και ο θεός με περίμενε στη γωνία. Ένιωσα τόσο αναζωογονημένος που έριξα πέντε δολάρια στο παγκάρι, και ύστερα, μπροστά την εκκλησία έσφιξα το χέρι του ιερέα και όσα άλλα χέρια πιστών μπορούσα. Οι χειραψίες μού χάρισαν μια γλυκιά αίσθηση αχρειότητας που διήρκεσε μέχρι την Τρίτη. Μέχρι που μου πέρασε από το μυαλό να δείρω τον Τσάρλυ ώστε να το ευχαριστηθεί και η δική του ψυχή μιας και ο Τσάρλυ είναι ελαφρώς, όχι πολύ, λιγότερο αμαρτωλός από μένα. Κάθε Κυριακή, όπου και να βρισκόμουν, πήγαινα στην εκκλησία: κάθε φορά διάλεγα άλλο θρήσκευμα – ποτέ όμως δεν ξαναβρήκα τον ζήλο του ιερέα του Βερμόντ που κήρυσσε μια θρησκεία φτιαγμένη για να διαρκέσει στον αιώνα τον άπαντα.” Για τον “παλιό, καλό καιρό”: “Ακόμα κι όταν διαμαρτύρομαι για την αλυσίδα παραγωγής της βιομηχανοποιημένης μας τροφής, των βιομηχανοποιημένων μας τραγουδιών, της γλώσσας και τελικά της ψυχής μας, ξέρω ότι, ακόμα και παλιά, σπανίως ζύμωναν ψωμί στα σπίτια. Η μαγειρική της μάνας ήταν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, χαμηλής ποιότητας• το μη παστεριωμένο γάλα ήταν εκτεθειμένο σε μύγες, σε καβαλίνα και βακτηρίδια. Στον λεγόμενο παλιό καλό καιρό οι άνθρωποι υπέφεραν από ασθένειες, πέθαιναν νωρίς από άγνωστες αιτίες, κι ο γλυκύς τοπικός τρόπος ομιλίας που νοσταλγώ ήταν αποτέλεσμα αναλφαβητισμού και άγνοιας. Είναι στη φύση του ανθρώπου, που μοιάζει μ’ ένα γεφυράκι μέσα στον χρόνο, να διαμαρτύρεται μπροστά σε οποιαδήποτε αλλαγή, ιδιαίτερα στην αλλαγή προς το καλύτερο. Είναι όμως αλήθεια ότι ανταλλάξαμε την πείνα με την παχυσαρκία: αμφότερες είναι θανατηφόρες. Δεν έχουμε, ή τουλάχιστον εγώ δεν έχω, εικόνα για το πώς θα είναι η ανθρώπινη ζωή και σκέψη σε εκατό ή και πενήντα χρόνια. Ίσως η μεγαλύτερη σοφία μου είναι το ότι ξέρω ότι δεν ξέρω. Οι άνθρωποι που δαπανούν ενέργεια για να αποτρέψουν τις αλλαγές είναι δυστυχισμένοι: αισθάνονται πικρία για όσα χάνονται και δεν αισθάνονται χαρά για όσα κερδίζονται.” Για τον φυλετικό διαχωρισμό και το κίνημα της desegregation στις νότιες πολιτείες: “Οι γιγάντιοι αστυνομικοί έστησαν το κοριτσάκι στο πεζοδρόμιο και τότε άρχισε οχλοβοή: στριγκλιές και σφυρίγματα από την άλλη μεριά του οδοφράγματος. Το κοριτσάκι δεν κοιτούσε το πλήθος που ούρλιαζε αλλά από το πλάι, το άσπρο των ματιών της, έμοιαζε με τρομαγμένου ζώου. οι άνδρες το γύρισαν από την άλλη μεριά σαν κούκλα και η παράξενη παρέλαση προχώρησε στον ξύλινο δρόμο προς το σχολείο, ενώ το παιδί έμοιαζε όλο και μικρότερο μπροστά στο μέγεθος των αστυνομικών. Ύστερα έκανε ένα πηδηματάκι, πολύ περίεργο, αλλά νομίζω πως ξέρω τι ήταν. Όλη τη ζωή του περπατούσε με πηδηματάκια προσπαθώντας να γλιτώσει – έτσι και τώρα έκανε ένα πηδηματάκι κι ύστερα προσγειώθηκε και τα μικρά του ποδαράκια βάδισαν διστακτικά ανάμεσα στους ψηλούς άνδρες. Ανέβηκαν αργά τα σκαλοπάτια και μπήκαν στο σχολείο. Οι εφημερίδες έγραφαν ότι τα πειράγματα και οι ειρωνείες ήταν σκληρή και συχνά αισχρή συμπεριφορά – και ήταν πράγματι- αλλά το σόου δεν περιοριζόταν σ’ αυτά. Το πλήθος περίμενε τον λευκό που θα τολμούσε να φέρει το λευκό του παιδί στο μικτό σχολείο. Και να τος, ένας ψηλός άντρας με ανοιχτό γκρίζο κοστούμι, εμφανίστηκε ανάμεσα στους φύλακες – κρατούσε από το χέρι ένα τρομαγμένο παιδί. Το σώμα του ήταν τεντωμένο σαν φύλλο έτοιμο να πέσει από το δέντρο, το πρόσωπό του ήταν σοβαρό και χλομό και το βλέμμα του στυλωμένο στο χώμα μπροστά του. Είχε σφιγγμένα τα δόντια και οι μυς του προσώπου του φαίνονταν να συσπώνται: ο άνθρωπος φοβόταν αλλά συγκρατούσε τον φόβο με τη θέλησή του όπως ένας επιδέξιος καβαλάρης κατευθύνει το αφηνιασμένο του άλογο. Ακούστηκε μια στριγγή, διαπεραστική φωνή που ξεχώρισε από το πλήθος. Ύστερα, το πλήθος επανάλαμβανε την κραυγή αυτή και ξεσπούσε σε ουρλιαχτά, βρυχηθμούς και σφυρίγματα. Αυτό λοιπόν ήταν το θέαμα και το ακρόαμα. Οι γυναίκες έβριζαν τον άνθρωπο που έφερνε το παιδί του στο μικτό σχολείο, αλλά καμιά εφημερίδα δεν δημοσίευσε τις βρισιές τους. Μερικές υπονόησαν ότι η συμπεριφορά τους ήταν ανάρμοστη, άλλες έγραψαν ότι ήταν άσεμνη και απαράδεκτη. Στην τηλεόραση επενέβησαν στην εγγραφή του ήχου ώστε να μην μπορείς να διακρίνεις τις λέξεις – ακουγόταν ένας μπερδεμένος θόρυβος. Αλλά εγώ ήμουν εκεί και άκουσα τι έλεγαν: βρομιές και φρικαλεότητες... Στη μακρά κι απροστάτευτη ζωή μου έχω ακούσει εμετικά και δαιμονικά λόγια – αλλά πρώτη φορά κραυγές μού προκάλεσαν τέτοια ναυτία και θλίψη. Τα λόγια ήταν βρομερά, προσεκτικά διαλεγμένα για να πληγώνουν. Αλλά υπήρχε κάτι χειρότερο από την αισχρότητα, ένα είδος τρομακτικής μαύρης μαγείας. Δεν επρόκειτο για αυθόρμητες αντιδράσεις οργής ή για απλή εκδήλωση ομαδικής τρέλας. Ίσως αυτό που προκάλεσε την τάση να ξεράσω. Δεν υπήρχε καμιά ιδέα καλού και κακού, κανένας προσανατολισμός. Αυτές οι φανταχτερά ντυμένες γυναικούλες, με τα καπελάκια του και τα αποκόμματα των εφημερίδων στο χέρι αποζητούσαν την προσοχή και τον θαυμασμό. Χαχάνιζαν χαρούμενα, σχεδόν αθώα, θριαμβευτικά όταν τις χειροκροτούσαν. Είχαν την παραφροσύνη και τη σκληρότητα των εγωκεντρικών παιδιών κι αυτό έκανε την κτηνωδία τους ακόμα πιο σπαρακτική για μένα. Δεν ήταν «μητέρες», δεν ήταν καν γυναίκες – ήταν ηθοποιοί που έπαιζαν για ένα τρελό κοινό. Το πλήθος πίσω από το οδόφραγμα βρυχώνταν και ζητωκραύγαζε και αναπηδούσε με χαρά. Οι αστυνομικοί έμοιαζαν αγχωμένοι: βάδιζαν πάνω-κάτω κοιτώντας να μη σπάσει το οδόφραγμα. Τα χείλη τους ήταν σφιχτά αλλά μερικοί έσκαγαν κάπου κάπου ένα χαμόγελο κι ύστερα το έπαιρναν γρήγορα πίσω. Στην άλλη πλευρά του δρόμου οι ομοσπονδιακοί στέκονταν ασάλευτοι. Τα πόδια του ανθρώπου με το γκρίζο κοστούμι έμοιαζαν για μια στιγμή νευρικά – ίσως ήθελε να τρέξει – αλλά συγκρατήθηκε πάλι και προχώρησε στην πόρτα του σχολείου. Το πλήθος ησύχασε και ήρθε η σειρά της επόμενης «μαζορέτας». Η φωνή της έμοιαζε με κραυγή ταύρου, βαθιά και δυνατή, επίπεδη στις άκρες σαν κράχτη σε τσίρκο. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τα λόγια της. Το ύφος ήταν το ίδιο, το περιεχόμενο ήταν το ίδιο – μόνο ο ρυθμός και ο τόνος διέφεραν. Οποιοσδήποτε είχε πάει ποτέ στο θέατρο ήξερε ότι αυτές οι δημόσιες ομιλίες δεν είναι αυθόρμητες, ότι τις έχουν προβάρει και αποστηθίσει και ξαναπροβάρει. Ήταν θέατρο. Κοιτούσα τα προσηλωμένα πρόσωπα του πλήθους που άκουγε με προσοχή τις ομιλίες – ήταν τα πρόσωπα ενός φιλοθεάμονος κοινού που χειροκροτούσε μια παράσταση. Πόνεσε το στομάχι μου αλλά δεν ήθελα να αφήσω τη ναυτία να με τυφλώσει – είχα προχωρήσει αρκετά κι είχα δει κι ακούσει πολλά. Αίφνης, κατάλαβα ότι κάτι πήγαινε πολύ άσχημα σε τούτο εδώ τον τόπο. Ήξερα τη Νέα Ορλεάνη, είχα πολλούς φίλους – ανθρώπους καλόκαρδους, ευγενείς με παράδοση στους καλούς τρόπους. Θυμήθηκα τον Λάιλ Σάξον, έναν πελώριο άνδρα με γέλιο απαλό. Πόσες μέρες είχα περάσει με τον Ρορκ Μπράντφορντ, τον συγγραφέα του «Ol’ Man Adam n’ His Chillun» που μεταφέρθηκε στο θέατρο με τον τίτλο «Τhe Green Pastures” – μια βιβλική ιστορία με χαρακτήρες νέγρους. Κοίταξα το κοινό για να βρω πρόσωπα σαν του Μπράντφορντ αλλά δεν βρήκα. Τα πρόσωπα θύμιζαν ανθρώπους που ζητούν αίμα σε αγώνες πυγμαχίας, που έχουν οργασμό όταν ένας ταύρος ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, που περιμένουν υπομονετικά για να απολαύσουν τον πόνο και την αγωνία των άλλων. Πού ήταν οι άλλοι; Πού ήταν όσοι ένιωθαν υπερήφανοι που ανήκαν στο ίδιο βιολογικό είδος με τον πατέρα του λευκού παιδιού – και που ήταν έτοιμοι να κρατήσουν στα χέρια τους το μικρό, τρομαγμένο αραπάκι; Δεν ξέρω πού ήταν. Ίσως ένιωθαν ανήμποροι σαν εμένα, αλλά άφηναν τη Νέα Ορλεάνη εκτεθειμένη στα μάτια του κόσμου. Το πλήθος έκανε μεταβολή και έσπευσε να γυρίσει στο σπίτι, να δει τον εαυτό του στην τηλεόραση – αλλά το θέαμα διαδίδεται σε όλο τον κόσμο και τα καλά πράγματα που ξέρω ότι έχει η Νέα Ορλεάνη δεν αρκούν για να το ανατρέψουν.” Για τους ρατσιστές του αμερικανικού Νότου: “«Έρχεσαι από κάτω, απ’ το ποτάμι,» είπε. «Είδες τι γίνεται στη Νέα Ορλεάνη;» «Είδα». “Περίπτωση ε; Ιδιαίτερα εκείνη η Νέλλι, μπράβο της! Είδες τσαγανό;” “Είδα.” “Βάλσαμο για την ψυχή να βλέπεις ανθρώπους που κάνουνε το καθήκον τους”. Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή τα πήρα στο κρανίο. Έπρεπε να έχω απλώς γρυλίσει και να τον αφήσω να εμηνεύσει το γρύλισμα όπως ήθελε. Αλλά ένα κακό σκουλήκι μέσα μου με έκανε έξαλλο. “Ό,τι κάνουν το κάνουν από αίσθηση καθήκοντος;” “Αμέ. Ο θεός να τους έχει καλά. Οι σκυλάραπες πρέπει να μείνουν έξω απ’ τα σχολεία των παιδιών μας.” Το μεγαλείο της αυτοθυσίας των μαζορετών τον είχε κατασυγκινήσει. “Έρχεται μια στιγμή που ο άνθρωπος πρέπει να κάτσει και να σκεφτεί, ν’ αποφασίσει αν θ’ αφιερώσει τη ζωή του σε κάτι που πιστεύει.” “Εσύ το αποφάσισες;” “Αμέ – και πολλοί σαν εμένα.” “Και σε τι πιστεύεις;” “Δε θ’ αφήσω τα παιδιά μου να πάνε στο ίδιο σχολείο με τους αραπάδες. ʼκου λέει! Καλύτερα να πεθάνω – αλλά πρώτα θα σκοτώσω ένα κοπάδι από δαύτους…” “Πόσα παιδιά έχεις;” Έσκυψε προς το μέρος μου. “Δεν έχω παιδιά αλλά σκοπεύω ν’ αποκτήσω και σ’ το λέω: εγώ τα παιδιά μου δε τα στέλνω σε σχολείο αραπάδων.” “Τη ζωή σου θα την αφιερώσεις στον ιερό σκοπό πριν ή αφού αποκτήσεις παιδιά;” Έπρεπε να κοιτάζω μπροστά, έτσι δεν είδα την έκφρασή του – τη φαντάστηκα μόνο. Δεν ήταν και πολύ ευχάριστη. “Μου φαίνεσαι από κείνους που αγαπάνε τους αραπάδες. Έπρεπε να το καταλάβω….Ταραξίες! Κουβαλιέστε απ’ βόρεια για να μας κάνετε μάθημα πώς να ζούμε. Αλλά δε θα μας γλιτώσετε, σας έχουμε βάλει στο μάτι κομμούνια, φιλοαραπάδες!” “Απλώς σκεφτόμουν με τι γενναιότητα θα αφιερώσεις τη ζωή σου…” “Έλα Θεέ μου! Είσαι όντως φιλοαράπης!” “Όχι, δεν είμαι. Ούτε οι λευκοί μ’ αρέσουν και τόσο αν λευκές είναι οι κυράδες μαζορέτες.” “Θες να μάθεις τι σκέφτομαι για την πάρτη σου;” Το πρόσωπό του ήταν τώρα πολύ κοντά στο δικό μου. “Όχι, δεν θέλω. Μας τα είπε χθες η Νέλλι.” Τράβηξα χειρόφρενο και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Φάνηκε απορημένος. “Για αυτό σταματάς;” “Βγες έξω,” είπα. “Θες να γυρίσεις πίσω;” “Όχι. Θέλω ν’ απαλλαγώ από σένα. Έξω!” “Θα με σπρώξεις δηλαδή;” Έκανα μια κίνηση στον άδειο χώρο ανάμεσα στο κάθισμα και την πόρτα. “Εντάξει, εντάξει,” είπε βγαίνοντας. Χτύπησε την πόρτα τόσο δυνατά που ο Τσάρλυ ενοχλήθηκε κι έβγαλε έναν ήχο διαμαρτυρίας. Έβαλα μπρος αμέσως αλλά τον άκουσα να φωνάζει και είδα από το καθρεφτάκι το πρόσωπό του που ήταν γεμάτο μίσος και το στόμα του που άφριζε. Τσίριζε “Αραπόφιλε, φιλάραπα!” για όση ώρα τον έβλεπα και ποιος ξέρει για πόση ώρα μετά. Παραδέχομαι ότι τον τσίγκλισα αλλά δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Αν είμαι εγώ ο ταραξίας κι αυτοί είναι οι ειρηνοποιοί να μου λείπουνε!” Για την ανάπτυξη των πόλεων: “Την επόμενη μέρα περπάτησα στο παλιό κομμάτι του Σιάτλ, όπου ψάρια, καβούρια και γαρίδες ήταν υπέροχα ξαπλωμένα σε άσπρα κρεβάτια πάγου κι όπου τα πλυμένα και γυαλιστερά λαχανικά ήταν τοποθετημένα σαν σε πίνακες ζωγραφικής. Ήπια χυμό από οστρακοειδή κι έφαγα καβουροσαλάτα σε πάγκους στην παραλία. Αυτό το παλιό κομμάτι δεν είχε αλλάξει πολύ – απλώς φαινόταν λίγο πιο ταλαιπωρημένο και μουντό από ό,τι ήταν είκοσι χρόνια νωρίτερα. Και τώρα μια γενικότητα που αφορά την ανάπτυξη των αμερικανικών πόλεων, που μου φαίνεται ότι ισχύει για όλες όσες ξέρω. Όταν μια πόλη αρχίζει να αναπτύσσεται και να εκτείνεται προς τα έξω, από τις άκρες, τότε το κέντρο που κάποτε ήταν η δόξα της, εγκαταλείπεται υπό μια έννοια στο έλεος του χρόνου. Τα κτίρια γίνονται σκοτεινότερα και αρχίζει ένα είδος παρακμής• φτωχότεροι άνθρωποι μετακομίζουν εκεί καθώς πέφτουν τα ενοίκια, ενώ μικρές εταιρείες δεύτερης διαλογής παίρνουν τη θέση των επιχειρήσεων που ανθούσαν κάποτε. Η περιοχή είναι ακόμη υπερβολική καλή για να την γκρεμίσουν και υπερβολικά ντεμοντέ για να είναι επιθυμητή. Εξάλλου, όλη η ενέργεια ρέει στις νέες εξελίξεις, στα σουπερμάρκετ σε ημιαγροτικές περιοχές, σε υπαίθριους κινηματογράφους, σε νεόκτιστα σπίτια με κήπους και σε σχολεία μαζικής κατασκευής όπου τα παιδιά επιβραβεύονται για την αγραμματοσύνη τους. Το παλιό λιμάνι με τα στενά δρομάκια και τα λιθόστρωτα, τα βρόμικα απ’ την καπνίλα, περνάει περίοδο ερήμωσης αφού κατοικείται τη νύχτα από ακαθόριστα ανθρώπινα ερείπια, τους λωτοφάγους που παλεύουν καθημερινά με στόχο την αναισθησία με τη βοήθεια της καθαρής αιθανόλης. Σχεδόν κάθε πόλη που ξέρω έχει μια τέτοια ετοιμοθάνατη κοιτίδα βίας και απελπισίας, όπου τη νύχτα σβήνουν οι φανοστάτες και οι αστυνομικοί πηγαίνουν δυο δυο. Κι ύστερα, μια μέρα, η πόλη επιστρέφει και ξεριζώνει τον πόνο και χτίζει ένα μνημείο στο παρελθόν της.” Για τη δημογραφική έκρηξη: “Μερικές φορές η όψη της αλλαγής διαστρεβλώνεται από την αλλαγή σ’ αυτόν που την παρατηρεί. Το δωμάτιο που φαινόταν τεράστιο μίκρυνε, το βουνό έγινε λόφος. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για ψευδαίσθηση. Θυμάμαι το Σαλίνας, την πόλη όπου γεννήθηκα, όταν ανακοίνωσε ότι ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις τέσσερις χιλιάδες. Τώρα έχει φτάσει τις ογδόντα χιλιάδες και προχωρεί με μαθηματική πρόοδο και φύρδην μίγδην – εκατό χιλιάδες σε τρία χρόνια και ίσως διακόσιες χιλιάδες σε δέκα χωρίς ορατό τέλος σ’ αυτή τη δημογραφική αύξηση. Ακόμα κι όσοι τρελαίνονται για αριθμούς και εντυπωσιάζονται από τα μεγάλα μεγέθη, αρχίζουν να ανησυχούν και να συνειδητοποιούν ότι πρέπει να υπάρχει ένα σημείο κορεσμού κι ότι η πρόοδος ίσως συμπέσει τελικά με τον στραγγαλισμό. Δεν έχει βρεθεί ακόμα λύση. Δεν μπορείς να εμποδίσεις την αναπαραγωγή των ανθρώπων – όχι ακόμα τουλάχιστον.” Για τη φορολογία (με τη ευκαιρία ενός σχολίου για τα τροχόσπιτα): “Αυτοί οι άνθρωποι απολαμβάνουν τις συλλογικές ανέσεις και παροχές: τα νοσοκομεία, τα σχολεία, την αστυνομία, τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας – αλλά, προς το παρόν, δεν πληρώνουν φόρους. Τις τοπικές παροχές εξασφαλίζουν οι φόροι ιδιοκτησίας από τους οποίους εξαιρούνται τα τροχόσπιτα. Είναι αλήθεια πως το κράτος εισπράττει ένα ποσό για την άδεια κυκλοφορίας του τροχόσπιτου αλλά αυτό το ποσό δεν αποδίδεται στις κομητείες ή στις πόλεις παρά μόνο για τη συντήρηση και επέκταση των δρόμων. Έτσι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων χρηματοδοτούν με τους φόρους που πληρώνουν σμήνη ταξιδιωτών – και έχουν εξοργιστεί γι’ αυτό. Οι φορολογικοί μας νόμοι και η νοοτροπία μας αλλάζουν με αργούς ρυθμούς. Ο κεφαλικός φόρος είναι κάτι «εύκολο» και ανεπιθύμητο αλλά χρηματοδοτεί τις κοινωνικές παροχές. Η αντίληψη της ακίνητης περιουσίας είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μας σαν πηγή και σύμβολο πλούτου. Και τώρα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχει βρει τρόπο να την παρακάμπτει. Μπορούμε να το χειροκροτήσουμε αυτό εφόσον χειροκροτούμε πάντα όσους αποφεύγουν τους φόρους, αλλά η φοροαπαλλαγή είναι συνήθως ένα βάρος που πέφτει πάνω στους άλλους. Είναι φανερό ότι πρέπει να εφαρμοστεί καινούργια μέθοδος φορολογίας και μάλιστα πολύ σύντομα, αλλιώς το βάρος στους ιδιοκτήτες ακινήτων θα αυξηθεί τόσο ώστε δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν. Αντί να είναι πηγή πλούτου, η ιδιοκτησία θα γίνει τιμωρία – το αποκορύφωμα της πυραμίδας των παραδόξων. Στο παρελθόν αναγκαστήκαμε, απρόθυμα, να αλλάξουμε τη ζωή μας εξαιτίας του καιρού, των φυσικών καταστροφών, των θεομηνιών. Τώρα η πίεση προέρχεται από τη βιολογική μας επιτυχία ως είδος. Έχουμε νικήσει όλους τους εχθρούς εκτός από τον εαυτό μας.” Για την πρόοδο: “Ακούγομαι σαν να θρηνώ για μια παλιότερη εποχή, που είναι η βασική ενασχόληση των ηλικιωμένων, ή σαν εναντιώνομαι στην αλλαγή, κάτι που χαρακτηρίζει τους πλούσιους και τους ηλίθιους. Δεν είναι έτσι. Αυτό το Σιάτλ δεν ήταν κάτι αλλαγμένο σε σχέση με κάτι που κάποτε ήξερα. Ήταν κάτι ολοκαίνουργο. Αν βρισκόμουν εκεί χωρίς να ξέρω ότι είναι το Σιάτλ, δεν θα μπορούσα να πω πού είμαι. Παντού φρενήρης ανάπτυξη, καρκινωματώδης ανάπτυξη. Μπουλντόζες ανηφόριζαν στα πράσινα δάση και μάζευαν τα σκουπίδια που προορίζονταν για καύση. Τα πεταμένα άσπρα μπάζα από τους τσιμεντένιους σχηματισμούς ήταν στοιβαγμένα δίπλα σε γκρίζους τοίχους. Αναρωτιέμαι γιατί η πρόοδος μοιάζει τόσο πολύ με την καταστροφή”. Από τα “Ταξίδια με τον Τσάρλυ” που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη. ΔΕΥΤΕΡΑ, 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011 στην Bookpress