ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Στέργιος Τόπης ?Σύγχρονη Ελληνική Πολιτιστική Πραγματικότητα? Ο Στέργιος Τόπης είναι εκπαιδευτικός, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού. Απόφοιτος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, εργάστηκε σε πολλά σχολεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την περίοδο 1994-98 διετέλεσε διευθυντής του παραρτήματος Αλεξανδρείας του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Ασχολείται με θέματα πολιτιστικής πολιτικής και διοίκησης. Είναι ο συγγραφέας των βιβλίων: "Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13. Το φωτογραφικό λεύκωμα των Ρωμαϊδη-Zeitz", 2000, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ "Αλεξάνδρεια. Στιγμές χώροι και πρόσωπα που ήσαν μια φορά", 2002, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Το κείμενο που ακολουθεί, πάνω στην σύγχρονη πολιτιστική πραγματικότητα, δημοσιεύεται για πρώτη φορά. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Προκειμένου να εντοπισθούν οι έννοιες και οι αντιλήψεις που περιγράφουν καλύτερα τη σύγχρονη ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα, θα αναφερθούμε αρχικά στη σχέση πολιτισμικής πολιτικής και αντίληψης περί πολιτισμού και στους πιο πρόσφατους μετασχηματισμούς των εννοιών πολιτισμός, κουλτούρα, υψηλή και μαζική τέχνη. Στη συνέχεια θα περιγράψουμε συνοπτικά τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της Ελλάδας έτσι όπως διαμορφώθηκαν τη δεκαετία 1995-2005, με ταυτόχρονη σύντομη αναφορά στις σημαντικές αλλαγές της περιόδου από το 1974 και μετά. Ακολούθως θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε κριτικά την κρατική πολιτιστικής πολιτική, Θα διερευνήσουμε το χώρο της υψηλής και της δημοφιλούς κουλτούρας και τέλος θα αποτολμήσουμε ορισμένα γενικά συμπεράσματα που αφορούν στη σημερινή ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα. ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ «?Οτιδήποτε σχετίζεται με τον πολιτισμό?είναι βαθύτατα ιδεολογικό και άρα εξόχως πολιτικό?» (Σκαλτσά Μ., 1999, σ. 9) αναφέρει ο πρώην υπουργός πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος και έχει ασφαλώς δίκαιο. Ο πολιτισμός είναι πράγματι βασικό πεδίο άσκησης κρατικής πολιτικής. Η πολιτιστική πολιτική χαράσσεται και εφαρμόζεται με βάση τις ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις και αποτελεί έκφραση του εκάστοτε κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού καθεστώτος. Διαφορετικά αντελήφθησαν τον πολιτισμό τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Ναζισμός, Σταλινισμός) και διαφορετικά τον αντιλαμβάνονται οι σύγχρονες αστικές δημοκρατίες, γι? αυτό και οι αντίστοιχες πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί διαφέρουν ριζικά. Οι συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και ιδεολογικές αντιλήψεις έχουν ως αποτέλεσμα τις συνεχείς αλλαγές της σημασίας του όρου πολιτισμός. ΠΡΟΣΦΑΤΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ/ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ/ΥΨΗΛΗ/ΜΑΖΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα επεφύλασσε τη ριζική αναθεώρηση στις έννοιες πολιτισμός και κουλτούρα. Ο Ρέημοντ Ουϊλλιαμς (όπως αναφέρεται στο Πασχαλίδης, Χαμπούρη-Ιωαννίδου, 2002) ορίζοντας την κουλτούρα ως «έναν συνολικό τρόπο ζωής», αίρει τη διάκριση μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης και μεταξύ πολιτισμού και κουλτούρας, ενώ οι Φρανς Μπόας και Έντουαρτ Τόμσον συλλαμβάνουν την κουλτούρα ως «το συνολικό κοινωνικό πεδίο παραγωγής νοήματος», ως «το πεδίο έκφρασης και σύγκρουσης μιας ετερογενούς ποικιλίας ηθών, αξιών, πρακτικών και κοσμοαντιλήψεων», σύλληψη που έχει χαρακτηρισθεί ως «πολιτική». Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα της πολιτιστικής(2) πραγματικότητας μιας κοινωνίας είναι πολυσύνθετη, πολυσήμαντη και πολυδυναμική. Οι αντιλήψεις και οι έννοιες που καλλιεργούνται, προβάλλονται και υιοθετούνται από την κοινωνία, αποτελούν τους βασικούς άξονες και το πλαίσιο της εικόνας της πολιτιστικής πραγματικότητας. Πολλά και ποικίλα είναι τα μέσα και πολλές οι παράμετροι που διαμορφώνουν την πολιτιστική ταυτότητας μιας κοινωνίας, με σημαντικότερα: το κράτος, την ιεραρχία, τους δημιουργούς, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τους διανοούμενους, τα διάφορα οικονομικά κέντρα, το κοινό αλλά και τις μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθούν οι αντιλήψεις και οι έννοιες που περιγράφουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ Κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο 1974-2005 Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα το 1974 και την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή κοινότητα το 1981, ο καλλιτεχνικός κόσμος αρχίζει να επικοινωνεί ελεύθερα με τις ιδέες και την τέχνη της Ευρώπης και του έξω κόσμου γενικότερα και επιχειρεί υπέρβαση της εσωστρέφειας και των ιδεολογημάτων του εθνικό-ρομαντισμού που χαρακτηρίζουν το νεοελληνικό κράτος από της ιδρύσεώς του το 1828. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον κόσμο της πολιτικής, της εκκλησίας και της διανόησης, που παραμένει προσκολλημένος στη ρητορεία του παρελθόντος. Μπορεί ο Μάνος Χατζιδάκης να στήνει το «Τρίτο Πρόγραμμα» (ραδιοφωνικό) και τους περιφερειακούς «Αγώνες Τραγουδιού», ο Ανδρέας Παπανδρέου ωστόσο παραλλάσσει το σύνθημα: «Η Αίγυπτος στους Αιγυπτίους» του εθνικιστή Αμπντέλ Νάσσερ σε: «Η Ελλάδα στους Έλληνες». Ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα εντάσσονται στο πολιτιστικό γίγνεσθαι, ενώ το κράτος και ιδιωτικοί φορείς αρχίζουν να ασχολούνται ολοένα και περισσότερο με τον πολιτισμό. Το κράτος υποχρεώνεται σε παραίτηση από το μονοπώλιο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Ακολουθεί η ραγδαία ανάπτυξη των ιδιωτικών ΜΜΕ. Οι μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές της δεκαετίας του ?90, η λήξη του ψυχρού πολέμου και η μονοκρατορία των ΗΠΑ, το πέρασμα της ανθρωπότητας στη φάση της παγκοσμιοποίησης, η αναβίωση των εθνικισμών στα Βαλκάνια και η εισροή μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών και προσφύγων στη χώρα διαμόρφωσαν ένα εντελώς νέο περιβάλλον. Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από: -τη διεύρυνση του φάσματος των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν στα πολιτιστικά πράγματα, -τον πλουραλισμό δραστηριοτήτων, -την σημαντική παρουσία του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης, και μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στο χώρο, -τον μεγάλο αριθμό περιφερειακών πολιτιστικών συλλόγων που δίνουν έμφαση στην παράδοση αλλά και ιδιωτικών πολιτισμικών φορέων, -τη λειτουργία μεγάλου αριθμού περιφερειακών αρχαιολογικών μουσείων, -τον πολύ μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων θεατρικών ομάδων, -τις προσπάθειες αφενός των μεταναστών για προσαρμογή και ένταξη και αφετέρου της ελληνικής κοινωνίας για αποδοχή της νέας πολυπολιτισμικής πραγματικότητας. Θα πρέπει ακόμη να αναφέρουμε τη σημαντική παρουσία της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Διαμορφώνεται έτσι ένα πολιτιστικό μοντέλο ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διασπορά με πολλές μικρές μονάδες και ελάχιστες μεγάλης εμβέλειας. Κράτος και πολιτισμός Η επίσημη κρατική πολιτική στο χώρο του πολιτισμού ασκείται κατ? αρχήν μέσα από τις θεσμικές οδούς: Εθνική Πινακοθήκη, Εθνικό Θέατρο, Αρχαιολογική Υπηρεσία, Εθνική Λυρική Σκηνή, Κέντρο Κινηματογράφου και άλλους δημόσιους η ημιδημόσιους οργανισμούς, μέσα από την αρχιτεκτονική των δημόσιων κτηρίων αλλά και μέσα από επιχορηγήσεις ανεξάρτητων φορέων και ομάδων. Στην τελευταία περίπτωση, έχει αποδειχθεί -ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία- ότι οι ενισχύσεις αυτές είχαν ως στόχο πολλές φορές τον πολιτικό προσεταιρισμό και την χρησιμοποίησή τους για την πολιτική επικυριαρχία. Η καλλιτεχνική δημιουργία που, κατά κάποιο τρόπο, βρίσκεται υπό την προστασία του κράτους δέχεται έντονη κριτική αμφισβήτηση χαρακτηριζόμενη υποτιμητικά «κρατικοδίαιτος πολιτισμός». «Πόσο ελεύθερη μπορεί να είναι η ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία που εξαρτάται (έστω μόνο οικονομικά, χωρίς άλλες υποχρεώσεις) από το κράτος;?.Οι πρωτοπορίες δεν μας ήρθαν ούτε από την Ακαδημία Αθηνών ούτε από το Εθνικό Θέατρο ούτε από το Αθήνησι Πανεπιστήμιο. Ίσως αυτή να είναι η οικονομία του πολιτισμικού γίγνεσθαι: να συγκεντρώνεται ο συντηρητισμός της παράδοσης στον έναν πόλο και οι δυνάμεις της ανατροπής στον άλλο?» ( Καρκαγιάννης Α., 2005, σ. 31). Η κάθε είδους εξουσία, κρατική, εκδοτική, οικονομική κ.ά. προβάλλει ό,τι την υπηρετεί. Ακόμη και στις περιπτώσεις που υποστηρίζει περιθωριακές ή εναλλακτικές δράσεις αυτό γίνεται για να προβάλει όχι τις θέσεις των παραπάνω δράσεων αλλά τη δική της προσήλωση στον φιλελευθερισμό. Από την πλευρά του κράτους η έμφαση δίνεται σε εκδηλώσεις που προβάλλουν το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν και τη λαϊκή παράδοση, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διαπνέονται από αντιλήψεις εθνικο-ρομαντισμού. Στη διοργάνωση π.χ. «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997», είδαμε τέσσερις (!!!) εκδηλώσεις μεγάλης εμβέλειας με θέμα τον Μέγα Αλέξανδρο, την εντυπωσιακή έκθεση «Οι θησαυροί του Αγίου Όρους», την πρωτότυπη έκθεση «Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία» κ.ά., ενώ στην «Πολιτιστική Ολυμπιάδα 2000-2004» είδαμε τον πληθωρικό «Θηβαϊκό Κύκλο» παραστάσεων αρχαίου δράματος, τον πρωτοποριακό «Προμηθέα» του Μπομπ Ουϊλσον, την μεγαλόπρεπη όπερα του Τζοακίνο Ροσίνι «Η Πολιορκία της Κορίνθου», τη μεγαλειώδη «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, το ρομαντικό «Το νησί του φωτός» στη Δήλο του Νίκολα Πιοβάνι κ.ά.. Χαρακτηριστικό της έμφασης στην εθνική παράδοση είναι η ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφεται για τους δημιουργούς της γενιάς του τριάντα που μεταξύ άλλων συνδυάζουν δημιουργικά τον μοντερνισμό με την κλασική και την λαϊκή παράδοση (Κόντογλου, Παρθένης, Τσαρούχης, Βασιλείου και Χατζηκυριάκος-Γκίκας κ.ά. στη ζωγραφική, Μυριβήλης, Βενέζης, Σεφέρης και Θεοτοκάς κ.ά. στη λογοτεχνία, Σκαλκώτας κ.ά. στη μουσική, Μητσάκης, Πικιώνης κ.ά. στην αρχιτεκτονική). Οι αντιλήψεις αυτές επηρεάζουν ένα μεγάλο μέρος του κοινού, με αποτέλεσμα κάθε φορά που θεωρείται ότι κάποιος αμφισβητεί κάτι από την εθνική παράδοση, αυτό να εκλαμβάνεται ως εθνική προσβολή. Δεν είναι τυχαίο που ο κινηματογραφικός αμφιφυλόφιλος «Αλέξανδρος» του Όλιβερ Στόουν δέχθηκε τη σφοδρή επίθεση «προσβεβλημένων» Ελλήνων πολιτών πριν καν προβληθεί. Πέρα απ? όλα αυτά όμως, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει επιδοθεί σε έναν μαραθώνιο για να μπορέσει να ακολουθήσει τις πολιτιστικές μητροπόλεις της Ευρώπης. Ιδρύει νέους θεσμούς (Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης κ.ά.), πρωτοστατεί στην ίδρυση νέων πανευρωπαϊκών ή παγκόσμιων θεσμών (Πολιτιστικές Πρωτεύουσες, Πολιτιστικές Ολυμπιάδες), στηρίζει οικονομικά τη δημιουργία στους διάφορους τομείς του πολιτισμού, κάνει προσπάθειες για την άσκηση μιας συστηματικής εξωτερικής πολιτισμικής πολιτικής ιδρύοντας σχετικούς φορείς και θεσμούς (Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Διεθνής Έκθεση Βιβλίου κ.ά.), ασχολείται τέλος με τον πολιτιστικό τουρισμό. Σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα, υψηλή τέχνη Ένας πολύ ενδιαφέρων χώρος ζύμωσης και παραγωγής ιδεών είναι ο χώρος των τεχνών (εικαστικά, χορός, μουσική, θέατρο κτλ.), ο οποίος χαρακτηρίζεται για την ευαισθησία του και τη δεκτικότητά του στις νέες ιδέες και αντιλήψεις. Ο χώρος των εικαστικών προσφέρεται ίσως καλύτερα για διερεύνηση και εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν ταυτόχρονα και τα άλλα είδη τέχνης. Μέσα στο χώρο αυτό διαμορφώνεται η ιδιαίτερη κοινότητα του κόσμου της υψηλής εικαστικής τέχνης. Η Ελλάδα αποτελεί ένα περιφερειακό και μάλλον αδύναμο κέντρο του παγκόσμιου χώρου της υψηλής τέχνης, που ελάχιστα τον επηρεάζει, δέχεται ωστόσο έντονα την επίδρασή του και υιοθετεί τους κανόνες και τις επιταγές του επιδιώκοντας να ενισχύσει την παρουσία της στον παγκόσμιο αυτό χώρο. Η Duncan C., αναφερόμενη στην παγκόσμια κοινωνία της υψηλής τέχνης, λέει χαρακτηριστικά: «Μπορούμε να την περιγράψουμε με πολλούς τρόπους: ως πόλο έλξης μεγάλων ταλέντων, ως έναν ελιτίστικο κόσμο, ως μια αποξενωμένη κοινότητα, ως κατ? εξοχήν χώρο έκφρασης της προσωπικής ελευθερίας. Πάνω απ? όλα όμως, είναι μια παγκόσμια αγορά με κέντρο τη Νέα Υόρκη? και, όπως κάθε αγορά, είναι οργανωμένη με βάση τους κανόνες της παραγωγής, προβολής και διάθεσης προϊόντων?. Οι αντιλήψεις για την τέχνη διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση αυτής της αγοράς» (1993, σ. 170). Η υψηλή τέχνη με τους δύσκολα προσεγγίσιμους κώδικές της και «?απευθυνόμενη σε μια μειονότητα εκλεκτών, που όμως ελέγχει σημαντικές λειτουργίες της κοινωνικής ζωής, υπενθυμίζει στον μέσο πολίτη την κατωτερότητά του έναντι των λίγων προνομιούχων» (Duncan, 1993, σ. 180). Αυτός είναι ασφαλώς ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος στην Ελλάδα, απορρίπτοντας αυτή την ελιτίστικη αντίληψη, έδωσε στον όρο κουλτούρα την ιδιαίτερα αρνητική σημασία της «ψευτοδιανόησης», ενώ δημιούργησε και τα επίθετα «κουλτουριάρης» και «κουλτουριάρικος». Αλλά και στους χώρους άλλων ειδών τέχνης, όπως η μουσική ή ο κινηματογράφος, συναντάμε τις ίδιες αντιλήψεις για την υψηλή τέχνη ως μία τέχνη ελιτίστικη. Οι ταινίες π.χ. του διεθνώς αναγνωρισμένου κινηματογραφιστή Θόδωρου Αγγελόπουλου, που αποτελούν έργα υψηλής κινηματογραφικής τέχνης, χαρακτηρίζονται από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ως βαρετές ή «κουλτουριάρικες». Δημοφιλής τέχνη Η ραγδαία εξέλιξη της επικοινωνιακής τεχνολογίας των τελευταίων χρόνων έχει κάνει ιδιαίτερα προσιτές τις μορφές τέχνης ευρείας απήχησης και κατανάλωσης, όπως τις τηλεοπτικές σειρές, τα τηλεοπτικά shows, τον κινηματογράφο, πολλά μουσικά είδη, τη διαφήμιση, την πορνογραφία, τα περιοδικά ποικίλης ύλης, την ελαφρά λογοτεχνία, τα κόμικς κ.ά. Στις αρχές του 21ου αιώνα τα είδη αυτά τέχνης αποτελούν σχεδόν την κυρίαρχη κουλτούρα. Ένας τεράστιος όγκος προϊόντων δημοφιλούς τέχνης παράγεται, διακινείται και καταναλώνεται. Οι εταιρείες παραγωγής και εμπορίας αυτών των ειδών τέχνης διακινούν τεράστια ποσά, αποτελώντας έναν πολύ σημαντικό τομέα της οικονομίας, αλλά και σημαντικό κέντρο εξουσίας. Στην Ελλάδα μεγάλο ποσοστό των προϊόντων αυτών εισάγεται από την Αμερική κυρίως, αλλά και από την Ευρώπη. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εγχώριες εταιρείες παράγουν προϊόντα βασισμένα σε εισαγόμενες συνταγές, τα οποία προσαρμόζουν στις τοπικές συνθήκες (reality shows, ποπ μουσική). Άλλοτε πάλι οι συνταγές αντιμετωπίζονται πιο δημιουργικά, με την εισαγωγή τοπικών στοιχείων, επιδιώκοντας να προσδώσουν στο προϊόν χαρακτηριστικά ελληνικότητας. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που σε κάποια εγχώρια είδη εισάγονται ξενικά στοιχεία, όπως στην έντεχνη λαϊκή μουσική, η οποία στηρίζεται μεν στην ελληνική παράδοση, εντάσσει όμως στοιχεία ροκ, τζαζ, ή λατινοαμερικάνικης μουσικής. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η προβολή από την επίσημη πολιτιστική πολιτική της μοναδικότητας του ελληνικού πολιτισμού, με τις οικουμενικές και διαχρονικές αξίες του, συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός στείρου εθνοκεντρισμού που δεν συνάδει με τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ούτε με τη θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη. Ο εθνοκεντρισμός ενισχύεται και από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι η παγκοσμιοποίηση, η οποία βιώνεται, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ως απειλή για τις εθνικές υποστάσεις των κρατών, ο ιδιότυπος πόλεμος της δύσης ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία, οι συζητήσεις περί ευρωπαϊκής ταυτότητας, τα τοπικιστικά και κοινωνικά κινήματα στη δυτική Ευρώπη, η αναβίωση των εθνικισμών στις βαλκανικές χώρες και η αναβάθμιση της θέσης της ορθόδοξης εκκλησίας. Η υψηλή και η μαζική τέχνη συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται, ανάμεσά τους ωστόσο παραμένει ένας βαθύς διαχωρισμός. Αν και η έννοια της υψηλής τέχνης, δημιούργημα του 19ου αιώνα, δέχεται την ολοένα αυξανόμενη κριτική αμφισβήτηση, ο κόσμος της υψηλής τέχνης φαίνεται να μη θέλει να αποχωριστεί τον κανόνα και την επιταγή του 19ου αιώνα. Η υψηλή τέχνη συνεχίζει να περιβάλλεται με μια εκθαμβωτική αίγλη, τα μέλη της κοινωνίας της υψηλής τέχνης αντλούν από αυτήν και ενισχύουν το γόητρο και την κοινωνική τους θέση. Μεγάλες εταιρείες και τράπεζες αλλά και το κράτος επενδύουν στην αγορά της υψηλής τέχνης, παίρνοντας τη θέση του παραδοσιακού πάτρωνα της τέχνης. Η μαζική ή δημοφιλής τέχνη δέχεται την κριτική αμφισβήτηση της διανόησης, της ιεραρχίας και του πολιτικού κόσμου, η οποία στηρίζεται κυρίως στις θεωρίες περί μαζικής κοινωνίας και μαζικής κουλτούρας (συντηρητική παράδοση: Α. ντε Τοκβίλ, Μ. Άρνολντ, Φ. Νίτσε, Γ. Λε Μπον, Ο. Υ Γκασέτ, Τ. Σ. Έλιοτ, Φ. Ρ. Λήβις, και αριστερή παράδοση: Σχολή της Φρανκφούρτης) που αναπτύχθηκαν και βρήκαν απήχηση κυρίως στην περίοδο του μεσοπολέμου και των πρώτων δύο μεταπολεμικών δεκαετιών. Τόσο οι απόψεις των συντηρητικών που θεωρούν τη δημοφιλή κουλτούρα υποκατάστατο κουλτούρας που διαβρώνει την παράδοση και τις κοινές αξίες, όσο και οι απόψεις της αριστεράς που την χαρακτηρίζει αντί-τέχνη η οποία ασκώντας στο κοινό της υπνωτική σαγήνη το χειραγωγεί ιδεολογικά και το καθυποτάσσει πολιτικά, βρίσκονται συνεχώς στην επικαιρότητα. Καθολικής αποδοχής απολαμβάνει η θεωρία περί πολιτισμικού ιμπεριαλισμού του Χέρμπερτ Σίλερ, περί της απειλής δηλαδή πλήρους επικράτησης του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Οι νεότερες προσεγγίσεις στη δημοφιλή κουλτούρα αντιμετωπίζονται από τον πολύ κόσμο με κάποια αμηχανία. Ορισμένες βρίσκουν ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές, όπως οι απόψεις των: -Χέρμπερτ Γκανς (αναφέρεται στο Πασχαλίδης, Χαμπούρη-Ιωαννίδου, 2002) ο οποίος προτείνει την αντικατάσταση του υποτιμητικού όρου «μαζική κουλτούρα/τέχνη» με τον περισσότερο περιγραφικό όρο «δημοφιλής κουλτούρα/τέχνη», -Ρέημοντ Ουϊλιαμς ο οποίος προτείνει την υπέρβαση του παραδοσιακού διαχωρισμού μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας και -Ουμπέρτο Έκο που προτείνει τη σύγχρονη συστηματική μελέτη της δημοφιλούς κουλτούρας και ο οποίος καλεί τους διανοούμενους «να ανταποκριθούν στο επικοινωνιακό περιβάλλον επεξεργαζόμενοι νέα ηθικά και παιδαγωγικά πρότυπα» (Πασχαλίδης, Χαμπούρη-Ιωαννίδου, 2002, σ. 113). Μια σειρά λοιπόν διπολισμών και αντιφάσεων χαρακτηρίζει την σύγχρονη ελληνική πολιτιστική πραγματικότητα. Εθνοκεντρισμός και πολυπολιτισμικότητα, ελιτισμός και απόρριψή του, ισχυρές αμερικάνικες επιρροές και αντιαμερικανισμός, κυρίαρχη δημοφιλής κουλτούρα και απόρριψή της με όρους παρωχημένους. Βιβλιογραφία Duncan, C. (1993). The Aesthetics of Power: Essays in Critical Art History, Cambridge University Press, Cambridge, σ. 169-188. Καρκαγιάννης, Αντώνης (16/05/2005). Το Κράτος, το κοινό και η ελεύθερη πρωτοπορία, Αθήνα: εφ. Καθημερινή, σ. 31. Μπαμπινιώτης, Γιώργος (1998). «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. Πασχαλίδης, Γρηγόρης και Χαμπούρη-Ιωαννίδου Αικατερίνη (2002). «Εισαγωγή στον Πολιτισμό», Πάτρα: ΕΑΠ. Σκαλτσά, Ματούλα (1999). «Για τη Μουσειολογία και τον Πολιτισμό», Θεσσαλονίκη: Εντευκτήριο. Στέργιος Τόπης, Αθήνα, Νοέμβριος 2006 1. Στην εργασία υιοθετείται η διάκριση μεταξύ του «πολιτισμικός» και «πολιτιστικός» που προτείνει ο Μπαμπινιώτης Γ., ο οποίος αναφέρει ότι στη σύγχρονη γλωσσική επικοινωνία παρουσιάζεται συχνά η ανάγκη να γίνει διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτισμό ως πνευματικό μέγεθος, ως εθνική ιδιοπροσωπεία, ως αφηρημένη έννοια, από τον πολιτισμό ως σύνολο εκφάνσεων και δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν πνευματικές ή καλλιτεχνικές αναζητήσεις, να αναπτύξουν ανάλογα ενδιαφέροντα, να προσφέρουν πολιτισμό ως πράξη.