Πωλ Όστερ : Θέλω να σας πω μια ιστορία
Πωλ Όστερ : Θέλω να σας πω μια ιστορία Ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς, ο Πώλ Όστερ, τιμήθηκε πρόσφατα στην Ισπανία με το Βραβείο Γραμμάτων του Πρίγκηπας των Αστούριας, το ανώτατο λογοτεχνικό βραβείο της Ισπανίας «για την ένωση των καλύτερων αμρικανικών και ευρωπαϊκών παραδόσεων» και την «ανανέωση στην κινηματογραφική αφήγηση». Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1947 και ζει στην Νέα Υόρκη και έχει γράψει έντεκα βιβλία και σενάρια για τέσσερις ταινίες, διακρίνεται επίσης για την ευρωπαϊκή του παιδεία. Μεταφέρουμε την ομιλία που έκανε κατά την τελετή της βράβευσής του: «Δεν γνωρίζω γιατί γράφω, γιατί το κάνω. Αν το ήξερα, πιθανόν να μην αισθανόμουνα την ανάγκη να το κάνω. Το μόνο που μπορώ να πω και το λέω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι αισθάνομαι αυτή την ανάγκη από τότε που γεννήθηκα. Μιλάω για το γράψιμο, ειδικά, το γράψιμο σαν τρόπο του να πεις ιστορίες, φανταστικές ιστορίες που δεν συνέβησαν ποτέ στον αποκαλούμενο αληθινό κόσμο. Σίγουρα είναι ένας παράξενος τρόπος να περνάς τη ζωή σου-μόνος καθισμένος σε ένα δωμάτιο με ένα στυλό στο χέρι, ώρες, μέρες, χρόνια, πασχίζοντας να βάλεις τις λέξεις πάνω σε ένα κομμάτι χαρτιού για να ζωντανέψεις αυτό που δεν υπάρχει-παρά μόνον στο κεφάλι σου. Γιατί-άραγε-να το κάνεις κάποιος αυτό; Η μόνη πιθανή απάντηση που έδωσα μέχρι σήμερα είναι: γιατί πρέπει, επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή. Αυτή η ανάγκη να επινοήσεις, να δημιουργήσεις, να κατασκευάσεις είναι χωρίς αμφιβολία μια βασική ανθρώπινη ανάγκη. Όμως για ποιο αποτέλεσμα; Ποιον σκοπό άραγε εξυπηρετεί η τέχνη, ειδικά της μυθοπλασίας, στον αποκαλούμενο αληθινό κόσμο; Μάλλον κανέναν λόγο δεν μπορώ να σκεφτώ-τουλάχιστον για κάποιον πρακτικό λόγο. Ένα βιβλίο δεν ταϊζει ποτέ ένα πεινασμένο παιδί. Κανένα βιβλίο δεν εμπόδισε την σφαίρα του δολοφόνου να διαπεράσει το σώμα του θύματος. Ούτε εμπόδισε ποτέ ένα βιβλίο την βόμβα να πέφτει πάνω στους αθώους πολίτες σε καιρό πολέμου. Αρκετοί θέλουν να πιστεύουν ότι μια ουσιαστική προσέγγιση της τέχνης μπορεί πραγματικά να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους-πιο δίκαιους, πιο ηθικούς, πιο ευαίσθητους, με κατανόηση για τους άλλους. Ίσως να ισχύει σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο Χίτλερ ξεκίνησε ως καλλιτέχνης. Οι δικτάτορες και οι τύραννοι διαβάζουν μυθιστορήματα. Οι δολοφόνοι στις φυλακές διαβάζουν βιβλία. Και ποιος λέει ότι δεν απολαμβάνουν την ίδια ευχαρίστηση με άλλους από τα βιβλία; Με άλλα λόγια, η τέχνη, συγκρινόμενη με τις δουλειές ενός υδραυλικού, ενός γιατρού, ή ενός μηχανικού τρένων, είναι ανώφελη. Όμως είναι κακό το ανώφελο; Η έλλειψη πρακτικής εφαρμογής σημαίνει ότι τα βιβλία και οι πίνακες ζωγραφικής και τα μουσικά σύνολα είναι απλώς ξόδεμα χρόνου; Πολύ το πιστεύουν αυτό. Όμως θα συμφωνούσα ότι αυτή η μη ωφελιμότητα της τέχνης είναι που της δίνει αξία και ότι η δημιουργικότητα είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τα άλλα πλάσματα που ζούνε στον ίδιο τον πλανήτη, δηλαδή αυτό που μας καθορίζει ως ανθρώπινα όντα. Το να κάνεις κάτι μόνον για καθαρή απόλαυση και για την ομορφιά του πράγματος. Σκέψου πόσος κόπος χρειάζεται, τις ώρες της εξάσκησης και την απαιτούμενη παιδεία για να γίνεις ένας καλός πιανίστας ή χορευτής. Όλο τον πόνο και την σκληρή δουλειά, όλες τις θυσίες για να πετύχεις κάτι που είναι τελείως και μεγαλοπρεπώς?άχρηστο. Η μυθοπλασία, όμως, υπάρχει σε μια διαφορετική σφαίρα από τις άλλες τέχνες. Η γλώσσα είναι το μέσον και η γλώσσα είναι κάτι που μοιραζόμαστε με άλλους, κοινό σε όλους μας. Από την πρώτη στιγμή που μαθαίνουμε να μιλάμε, γινόμαστε αχόρταγοι για ιστορίες. Όσοι από εμάς μπορούν να θυμηθούν τα παιδικά τους χρόνια θα ανακαλούν εκείνες τις στιγμές που περιμέναμε με ανυπομονησία την στιγμή που θα ακούγαμε ένα παραμύθι στο κρεβάτι μας, όταν η μητέρα ή ο πατέρας μας θα καθόταν από δίπλα και στο μισοσκόταδο θα μας διάβαζε ένα παραμύθι. Όσοι από εμάς είμαστε γονείς δεν θα έχουμε πρόβλημα να ξαναθυμηθούμε με πόση προσοχή τα παιδιά μας άκουγαν καθώς τους διαβάζαμε. Πού οφείλεται αυτή η έντονη επιθυμία να ακούμε; Τα παραμύθια πολλές φορές είναι βίαια και σκληρά, παρουσιάζουν αποκεφαλισμούς, απίστευτες μεταμορφώσεις και μαγικά κόλπα. Θα έλεγε κανείς ότι τέτοια πράγματα θα τρομοκρατούσαν τα παιδιά, αλλά αυτό που κάνουν αυτές οι ιστορίες είναι να επιτρέπουν στα παιδιά να βιώνουν τους φόβους τους και τα κρυφούς τους τρόμους, μέσα σε ένα ασφαλές και προστευόμενο περιβάλλον. Τέτοια είναι η μαγεία των παραμυθιών, που μπορούν να μας παρασύρουν στα βάθη της κόλασης, αλλά, στο τέλος, εδεν προκαλούν κανένα κακό. Μεγαλώνουμε, αλλά δεν αλλάζουμε. Γινόμαστε πιο σοφοί, αλλά στο βάθος συνεχίζουμε να είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την επόμενη ιστορία, την επόμενη και την αμέσως επόμενη. Χρόνια τώρα, σε κάθε χώρα του Δυτικού Κόσμου, γράφονται πολλά άρθρα που θρηνούν την μείωση των αναγνωστών, ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο ?μετά την ανάγνωση?. Μπορεί να είναι αλήθεια, όμως αυτό δεν έχει μειώσει την παγκόσμια λαχτάρα για διηγήσεις. Στο κάτω-κάτω δεν είναι μόνον τα μυθιστορήματα. Ταινίες και τηλεόραση αναπλάθουν τεράστιες ποσότητες μυθιστορηματικών αφηγήσεων και το κοινό εξακολουθεί αν τις απορροφά με πάθος. Αυτό συμβαίνει επειδή τα ανθρώπινα όντα χρειάζονται ιστορίες. Τις χρειάζονται το ίδιο απελπισμένα όπως χρειάζονται να φάνε-τυπωμένες σε χαρτί ή στην οθόνη-και είναι αδύνατον να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτές. Όσο για την συζήτηση πού βρίσκεται το μυθιστόρημα και ποιο είναι το μέλλον του μυθιστορήματος, αισθάνομαι μάλλον αισιόδοξος. Τα νούμερα δεν μετράνε στα βιβλία γιατί σε κάθε βιβλίο κάθε φορά αντιστοιχεί ένας αναγνώστης. Αυτό εξηγεί και την ιδιαίτερη δύναμη του μυθιστορήματος και γιατί, κατά την γνώμη μου, δεν θα πεθάνει ποτέ ως είδος. Κάθε μυθιστόρημα είναι μια ισότιμη συνεργασία ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη και είναι το μόνο σημείο του πλανήτη όπου δύο ξένοι μπορούν να συναντηθούν με τόση εγκαρδιότητα. Πέρασα μια ζωή συζητώντας με ανθρώπους που δεν τους είχα ποτέ ξαναδεί, με ανθρώπους που δεν θα τους γνωρίσω και ελπίζω να μην το σταματήσω μέχρι να σταματήσω να αναπνέω». Guardian Books, 5 Νοεμβρίου 2006 Στα ελληνικά: Θεόδωρος Γρηγοριάδης