Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Nobel Λογοτεχνίας 2008

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Nobel Λογοτεχνίας 2008

Nobel Λογοτεχνίας 2008 Ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό είναι ο νικητής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2008. «Συγγραφέας νέων ταξιδιών, ποιητικών περιπετειών και αισθησιακής έκστασης, εξερευνητής της ανθρωπότητας πέρα από τη βασιλεία του πολιτισμού», αναφέρει η ανακοίνωση της επιτροπής και τον βράβευσε με το βραβείο των 1,4 εκατ. Δολαρίων. Ο 68χρονος σήμερα Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό γεννήθηκε στις 13 ΑΑπριλίου το 1940 στη Νίκαια της Γαλλίας, από Βρετανό πατέρα και Γαλλίδα μητέρα και σπούδασε σε αγγλικά και γαλλικά πανεπιστήμια. Σε ηλικία 8 ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Νιγηρία, όπου εργάστηκε ο πατέρας του ως γιατρός κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Έγραψε το πρώτο του βιβλίο στα 23 του. Τα τελευταία χρόνια έχει αποτραβηχτεί στο Νέο Μεξικό. Στα έργα του συναντάς παραμύθια με νομάδες, παιδικές αναμνήσεις και μυθολογικά στοιχεία των Ινδιάνων, οι οποίοι τον έχουν γοητεύσει γιατί κι ο ίδιος έζησε από το 1969 μέχρι το 1973 ανάμεσα στους Ινδιάνους του Παναμά. Οι ήρωές του πηγαινοέρχονται σε διαφορετικές ηπείρους και διατηρούν το στοιχείο της αναζήτησης και της προσαρμογής σε μια καινούργια ταυτότητα. Σε μια συνέντευξή του δήλωσε ότι αγαπημένοι του συγγραφείς είναι ο Στήβενσον και ο Τζόυς, κι αυτοί εξόριστοι συγγραφείς. Και ποιο είναι το μήνυμά του; «Πολύ απλό. Να συνεχίσουμε να διαβάζουμε μυθιστορήματα. Είναι ο μόνος τρόπος να ερμηνεύουμε τον σύγχρονο κόσμο». Απόσπασμα από τον «Ταξιδευτή του χρυσού» (εκδόσεις Χατζηνικολή, 1985 μετάφραση Λήδα Παλλαντίου) «Στις αλαργινότερες τις θύμησές μου, ακούω τη θάλασσα. Τούτος ο θόρυβος που μπλέκει στις βελόνες της κασουαρίνας με τον άνεμο-που δεν κοπάζει ακόμα κι όταν ξεμακραίνεις από τις ακτές και προχωρείς διασχίζοντας τους καλαμιώνες-τούτος ο θόρυβος νανούρισε τα παιδικά μου χρόνια. Όσο βαθιά κι αν ψάξω μέσα μου, αυτόν ακούω τώρα, αυτόν σέρνω μαζί μου παντού όπου πάω. Τον αργό, ακούραστο θόρυβο του κύματος που σπάει στο κοραλλένιο φράγμα πέρα, κι έρχεται να ξεψυχήσει στην αμμουδιά του Μαυροπόταμου. Μήτε μια μέρα χωρίς να πάω στη θάλασσα, ούτε μια νύχτα δίχως να ξυπνήσω, με τη ράχη κάθιδρη, καθισμένος στο κλινάρι μου, ανοίγοντας την κουνουπιέρα και γυρεύοντας να ξεχωρίσω την παλίρροια. Ανήσυχος, γεμάτος από ακατανόητο πόθο». Θ.Γ.