Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Λώρενς Ντάρελ «κυνικός φιλέλλην» και πλάνητας της μεσογειακής ανατολής

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Λώρενς Ντάρελ «κυνικός φιλέλλην» και πλάνητας της μεσογειακής ανατολής

Λώρενς Ντάρελ «κυνικός φιλέλλην» και πλάνητας της μεσογειακής ανατολής Η Αγγλία γιορτάζει τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Βρετανού συγγραφέα Λώρενς Ντάρελ, που έζησε μακριά από την πατρίδα του, γράφοντας ποίηση, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά βιβλία και σενάρια. Ένας ιδιαίτερος μεταπολεμικός συγγραφέας ποιητικός και πειραματικός, ερωτικός και εξωτικός που το έργο του συνδέθηκε με την Ελλάδα από την οποία εμπνεύστηκε και διέδωσε διεθνώς το πνεύμα της. Γεννημένος το 1912, στην βρετανοκρατούμενη Ινδία, στο Παντζάμπ, από γονείς επίσης γεννημένους εκεί, ο Ντάρελ αγάπησε και υιοθέτησε μικρότερες πατρίδες. Ο Ντάρελ έζησε στο Παρίσι, στην Κέρκυρα, στην Αθήνα, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στην Ρόδο, στο Μπουένες ʼιρες, στο Βελιγράδι, στην Κερύνεια, στην Λευκωσία και στη Νιμ. Με μια «θιβετιανή» αντίληψη της ζωής, ο εκπατρισμένος βρετανός, μίσησε τον αγγλικό τρόπο ζωής που τον χαρακτήριζε «αγγλικό θάνατο», σαν«αυτοψία». Αναζήτησε πρωτίστως την Ευρωπαϊκή ταυτότητα, κάτι που τότε επεδίωκαν πολλοί ʼγγλοι συγγραφείς και βίωσε την λογοτεχνική του επιφοίτηση λουσμένος στο φως και στα νερά της ελληνικής μεσογείου. «Στιγματίστηκα έντονα από την Ελλάδα, την αρχαία και την σύγχρονη. Για να με κατανοήσετε πρέπει πρώτα να εκτιμήσετε την Ελλάδα». Στην Ελλάδα έγινε συγγραφέας και μιλούσε καλά ελληνικά. Θα δικαιωνόταν -κατά τον Γιώργο Σαββίδη- ακόμη και ο εξελληνισμός του ονόματός του: Λαυρέντης Δουρέλλης. Ήταν έφηβος όταν επέστρεψαν οι γονείς του στην Αγγλία. Κάθε απόπειρα να σπουδάσει στα μεγάλα πνευματικά ιδρύματα κατέρρευσε. Ο μπολιασμένος με το γονίδιο της περιπλάνησης Λάρυ κατάφυγε πρώτα στο Παρίσι του μοντερνισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 30 και μετά στην Κέρκυρα όπου έφερε και τους οικονομικά αδύνατους συγγενείς του. Εκεί έζησαν λιτά σε ένα κλίμα που προσομοίαζε με εκείνο της Ινδίας. Πράγματι η Κέρκυρα ήταν ένας παράδεισος για την οικογένεια Ντάρελ. Στο χωριουδάκι Καλάμι, μακριά από την πόλη, ο εκπατρισμένος Ντάρελ έγραψε και το πρώτο του σημαντικό μυθιστόρημα «Το μαύρο βιβλίο» (1938), επηρεασμένο από τον «Τροπικό του Καρκίνου» (1934) του Χένρι Μίλερ. Ο Ντάρελ παθιάστηκε με το βιβλίο αυτό και έγραψε αμέσως στον Αμερικανό συγγραφέα που ήδη τριγύριζε στα λογοτεχνικά στέκια του Παρισιού. Η φιλία τους εξελίχθηκε ραγδαία, είχαν κοινούς στόχους: την αγάπη τους για μια αισθησιακή ανατολή, την ποίηση, την λογοτεχνία, τις γυναίκες. Οι δυο τους συνάντησαν στην Ελλάδα ό,τι καλύτερο πνευματικά είχε να επιδείξει τότε ο τόπος μας. Γνώρισαν τον Γιώργο Κατσίμπαλη, στο Μαρούσι, ακούγοντάς τον να απαγγέλλει ποιήματα του Σεφέρη στα αγγλικά. Οι δύο Γιώργηδες ανέλαβαν να ξεναγήσουν τους αγγλόφωνους στην Αθήνα. Η αρχή της πιο σημαντικής λογοτεχνικής ελληνοαγγλικής παρέας είχε γίνει. Η παρέα συμπεριλάμβανε τον ζωγράφο Χατζηκυριάκο –Γκίκα, τον ποιητή Αντωνίου, τον γιατρό Θεόδωρο Στεφανίδη, την Ιωάννα Τσάτσου. Όταν ο Στεφανίδης μετέφρασε στα αγγλικά τον «Ερωτόκριτο» ο Ντάρελ θα έγραφε τον πρόλογο. Φυσικά η Ελλάδα των Ντάρελ και Μίλερ ήταν ένα κατασκεύασμα των δικών τους ιδεοληψιών, δεν απείχε όμως μακράν αυτού που και η ίδια η χώρα μπορούσε τότε να εμπνεύσει: ʼπλετο φως, ταπεινή ζωή, σεμνοί άνθρωποι, συνέχεια της παράδοσης και της ιστορίας. Κοντά τους θα προσέρχονταν και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι. Ο ποιητής Μπέρναντ Σπένσερ μαζί με τον Ντάρελ και τον Νάνο Βαλωρίτη θα μετέφραζαν πρώτη φορά τον Σεφέρη στα αγγλικά, ενώ ο Χένρι Μίλερ, γνωρίζοντας τον Κατσίμπαλη, θα κατέθετε τον «Κολοσσό του Μαρουσίου» ένα οριακό έργο που συνέβαλε πολύ στην προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό. Ο Ντάρελ (και ο Μίλερ) έσκυβαν περισσότερο στην καθημερινότητα της χώρας και αφουγκράζονταν τον λαό και την παράδοση διαμορφώνοντας τον νέο φιλελληνισμό που, στο τέλος της δεκαετίας του ’30, συνομιλούσε διαδραστικά με τη δικής μας γενιάς του 30. Ο Ντάρελ έφυγε από την Κέρκυρα μετά από έξη χρόνια, το 1940, φοβούμενος τον πόλεμο. Από το νησί θα κουβαλούσε μέσα του ένα άγραφο βιβλίο, την «Σπηλιά του Πρόσπερου» (1945), που θα γραφόταν στην Αλεξάνδρεια, όταν θα φυγαδευόταν εκεί μέσω Κρήτης. Σε αυτό το βιβλίο διέσωζε στη μνήμη τις ομορφιές ενός νησιού, μιας «Εδέμ» που έβγαινε μέσα από την ποίηση του Σαίξπηρ: το νησί του Πρόσπερου. Αποσπάσματα αυτού του βιβλίου παρουσιάστηκαν σε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Σεφέρη, σε αιγυπτιακό περιοδικό, το 1941. «Νησομανία» Η αγάπη του Ντάρελ για τα ελληνικά νησιά, καταγράφηκε και στα άλλα του έργα. Στη Ρόδο θα γράψει τη «Θαλάσσια Αφροδίτη» (1953) και πολύ αργότερα «Τα ελληνικά νησιά» (1978) που υμνολογούν το ελληνικό φως, «το γυμνό μάτι του Θεού». Όπως ο Τζον Φάουλς και παλιότερα ο Έντουαρντ Λίαρ, έτσι και ο Ντάρελ θα προσδώσει μια μυθολογική καθημερινότητα στα νησιά, θα τα καταστήσει τόπους απόδρασης από την κουρασμένη, «συναχωμένη», δύση. Βέβαια πρόλαβαν τα νησιά μας σε μια αντιτουριστική φάση. Ο Ντάρελ το 1941 κολυμπούσε γυμνός στην Κινέτα, εκστασιασμένος από την πρασινογάλαζη θάλασσα. Οι κριτικοί μίλησαν για “islomania” του Ντάρελ δηλαδή για την «νησομανία» του Ο Ντάρελ προώθησε την Ελλάδα ως έναν τόπο τουρισμού και πνευματικής αναπτέρωσης και αυτό παρέσυρε τα μετέπειτα χρόνια και άλλους συγγραφείς και ταξιδιώτες, όπως ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, που αναζητούσαν τα βήματα του Ντάρελ, την νησιώτικη επικράτεια των γραπτών του, την μεσογειακή ανατολή. Κανείς όμως δεν θα παρέδιδε πνεύμα και ψυχή μπρος στις Μυκήνες, όπως πάθαινε ο Ντάρελ που έγραφε ποίηση εμπνεόμενος από κάθε περιοδεία του στα απομεινάρια του ελληνικού παρελθόντος. Τα μισά και παραπάνω από τα 280 ποιήματά του έχουν ελληνικό θέμα. Όπως σημειώνει ο Έντμουντ Κήλι, ο Ντάρελ καταθέτει την πιο αποτελεσματική απόπειρα της αγγλικής ποίησης στη δεκαετία του 30 να αμφισβητήσει τη μεταβυρωνική οπτική για την Ελλάδα που πρόβαλε ο λογοτεχνικός φιλελληνισμός του 19ου αιώνα. Απάλλαξε το ελληνικό τοπίο από το βυρωνικό συναίσθημα, δίνοντας μια νέα προοπτική και ένα νέο τρόπο αποτύπωσης της χώρας που βασιζόταν σ’ αυτό που έβλεπε και μετέτρεπε σε λόγο σύγχρονο, λυρικό ή άλλο. Από την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια Ο Ντάρελ μετακόμισε το ’40 από την Αθήνα στην Καλαμάτα για να διευθύνει ένα αγγλόφωνο σχολείο. Μετά την γερμανική εισβολή κατέφυγαν οικογενειακά με καίκι στην Κρήτη όπου συναντήθηκε με τον Σεφέρη, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Στην συνέχεια βρέθηκε, μαζί με την γυναίκα και την κόρη του, στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια, έχοντας οδηγό τα βιβλία του Φόρστερ και τα ποιήματα του Καβάφη, προσπάθησε να ξαναβιώσει την πόλη, ψάχνοντας τη «φανταστική πόλη κάτω από το επίστρωμα της καθημερινότητας». «Οι Έλληνες δίνουν στην πόλη μας ζωή και όραμα», έλεγε. Στην Αλεξάνδρεια ο Ντάρελ ξανασυναντήθηκε με τον Σεφέρη που έλεγε: «Αγαπώ τον Λάρυ, έχει υπέροχες στιγμές». Και γιατί μαζί «μοιράζονταν μια ευτυχία που ήταν μεσογειακή» τονίζει ο Μάϊκλ Χάαγκ. Ο Ντάρελ υπηρέτησε στο Γραφείο Τύπου της Βρεταννικής Στρατιωτικής Διοίκησης και ήταν περιζήτητος στα σαλόνια, στις φιλολογικές παρέες, μα κυρίως στις συντροφιές των Αλεξανδρινών γυναικών, κράμα φυλών και αινιγματικής ομορφιάς. Συνάντησε την Εύα Κοέν, που μιλούσε πέντε γλώσσες, τη δεύτερη γυναίκα του, αφού στο μεταξύ η πρώτη του σύζυγος είχε ζητήσει διαζύγιο και κατέφυγε στην Παλαιστίνη. «Δεν ήταν και εύκολο να είσαι παντρεμένη με έναν αρσενικό συγγραφέα, μισογύνη, ζηλιάρη, εριστικό και που είχε και πρόβλημα με το ύψος του» γράφει ο Μπλέικ Μόρισον σήμερα. Τελικά ο Ντάρελ παντρεύτηκε τέσσερις γυναίκες και απέκτησε τέσσερις κόρες. Η Εύα, στην οποία αφιερώνει την «Ιουστίνη», ομολόγησε ότι την έδερνε συχνά, όμως πρόσθετε: «Ήταν σχεδόν Έλληνας». Η τρίτη γυναίκα του, η Κλωντ Μαρί, πέθανε από καρκίνο το 1967, βυθίζοντάς τον σε απελπισία. Ο τέταρτος γάμος του κράτησε έξη χρόνια. Όμως τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκιάστηκαν από την αυτοκτονία της κόρης του Σαπφούς (από την Εύα Κοέν), το 1975, που άφησε πίσω της ημερολόγια όπου κατηγορούσε τον πατέρα της για ερωτική κακοποίηση. Βέβαια η Σαπφώ παρουσίαζε ψυχολογικά προβλήματα που διαφαίνονται και στα γραπτά της. Τίποτε δεν μπορεί να στηρίξει τα επιχειρήματά της, ωστόσο υπάρχουν σκιές στη σχέση του πατέρα με την κόρη και η ιστορία αυτή που ξεκίνησε με τη δημοσίευση των γραπτών της Σαπφούς, χρόνια μετά, θα παραμείνει ένα αναπόδεικτο σκοτεινό αίνιγμα. Ο Ντάρελ, που στο μεταξύ έπινε πολύ και έπασχε από εμφύσημα, πέθανε, σε ηλικία 78 ετών από εγκεφαλικό στο σπίτι του στη Γαλλία το 1990. Η πολιτική μεταστροφή Στη Ρόδο ήλθε ο Ντάρελ, μετά την απελευθέρωσή της από τους Ιταλούς, όταν βρισκόταν υπό Βρετανική κυριαρχία. Εκεί θα υπηρετούσε ως υπεύθυνος πληροφοριών, εκδίδοντας μια εφημερίδα στα ελληνικά, ιταλικά και τουρκικά. Στο μεταξύ στην Αθήνα είχαν ξεσπάσει τα Δεκεμβριανά, όμως ο Ντάρελ διέθετε περιορισμένο πολιτικό ένστικτο για να κατανοήσει τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από τα Δωδεκάνησα. Ο «πλάνητας της ανατολικής μεσογείου», όπως αποκαλεί έναν χαρακτήρα στο βιβλίο «Η Θαλάσσια Αφροδίτη», αρχίζει να μεταστρέφεται ιδεολογικά καθώς η αφοσίωσή του στις υπηρεσίες της πατρίδας του άρχισαν να ρίχνουν σκιές στο φιλελληνικό παρελθόν. Όταν η Ρόδος ενσωματώνεται στην Ελλάδα, αυτός φεύγει στο Βελιγράδι όπου ολοκληρώνει το βιβλίο της Ρόδου. Στο μεταξύ οι πολιτικές του απόψεις, αντικομμουνιστικές και συντηρητικές, τον αποξενώνουν από τους Έλληνες φίλους του. Το πέρασμα του Ντάρελ από την Κύπρο, 1953-56, υπήρξε καθοριστικό όσον αφορούσε τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Σεφέρης, του οποίου μετέφρασε μια ανθολογία ποιημάτων όσο ήταν στην Ρόδο, ήταν ο πρώτος που το αντιλήφθηκε και ανησύχησε. Ως διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Κύπρο ο Ντάρελ τήρησε καθαρά φιλοβρετανική στάση και έγινε στόχος επιθέσεων, «τρομοκρατικών», όπως τα περιγράφει στο βιβλίο του «Πικρολέμονα (1957), ένα μυθιστόρημα που, όταν εκδόθηκε, εξόργισε τον κύκλο του και σήμανε το τέλος των επισκέψεών του στο νησί και στην Ελλάδα. Ωστόσο ο Ντάρελ συνέβαλε στην αναγνώριση του Σεφέρη στο εξωτερικό αν και η ψύχρα ανάμεσά τους παρέμενε για χρόνια μετά. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «ανθυποkipling» και «κυνικό φιλέλληνα». Αντίλογος με τα βιβλία του. Με τα «Πικρολέμονα» ο Ντάρελ προκάλεσε τη συγγραφή δύο σημαντικών ελληνικών βιβλίων. Ο Ρόδης Ρούφος υπηρετούσε ως υποπρόξενος στο νησί το 1954. Το 1960 έγραψε κατευθείαν στα αγγλικά την «Χάλκινη εποχή» που στην αγγλική έκδοση αφαιρέθηκε ένα κεφάλαιο όπου κρινόταν το βιβλίο του Ντάρελ . Αργότερα ο Κώστας Μόντης, με τις «Κλειστές πόρτες» (1964), έδωσε μια ολοφάνερη απάντηση στα «Πικρολέμονα». Οι «Ακυβέρνητες πολιτείες» (1961) ήταν ο αντίλογος του Στρατή Τσίρκα στο «Αλεξανδρινό κουαρτέτο». Η τετραλογία του Ντάρελ ξεκίνησε να γράφεται στην Κύπρο με τον πρώτο τόμο, την «Ιουστίνη» (1957) και ολοκληρώθηκε στην νότια Γαλλία, στον τελευταίο σταθμό της ζωής του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα έργο που περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της Modern Library και στις περιβόητες λίστες του «Δυτικού Κανόνα» του Χάρολντ Μπλουμ. Το έργο ξεχάστηκε στην Αγγλία ενώ εκθειάστηκε στο εξωτερικό. Η ποιητική πρόζα, η αυτοαναφορικότητα, η πολυπρισματική αφήγηση, οι διαρκείς πειραματισμοί, το παιγνίδι των ρόλων και των μεταμφιέσεων, δεν ενθουσίαζαν πια το –κουρασμένο από τους Τζοϊσικούς πειραματισμούς-αγγλικό κοινό, ενώ στη δεκαετία του 70 ανθούσαν τα «εκλογικευμένα» σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Ωστόσο πρόκειται για ένα πανέμορφο έργο, με έκρυθμη λογοτεχνικότητα που, με την επανακυκλοφορία του, ίσως επανεκτιμηθεί. Ο Ντάρελ το θεωρούσε σαν ένα χορό σε τέσσερις διαστάσεις, που θα έπρεπε να διαβάζεται ταυτόχρονα. Καθόλου τυχαία δεν έγραψε σε μια επιστολή του ο Τσίρκας «…γρήγορα θ’ ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος, αλλά έχει πολύ ταλέντο». Ο Τσίρκας ήταν πάνω απ’ όλα πολιτικό ον και αυτό διαπερνούσε τις «πολιτείες» του. Όμως τους ένωναν κοινοί τόποι δράσης, δυνατοί χαρακτήρες, με τους οποίους ταυτίστηκαν (ο Ντάρελ με τον νεαρό συγγραφέα Ντάρλι, ο Τσίρκας με τον αγωνιστή Σιμωνίδη), άνθρωποι που συγκρούονται με τη μοίρα και την Ιστορία και το πάθος τους. Ο Ντάρελ στέκεται έντονα ερωτικός, ο Τσίρκας σταθερά πολιτικός. Του πρώτου του καταλογίζουν μια αποικιοκρατική ιδεολογία και οριενταλιστικό εξωτισμό, του δεύτερου στρατευμένη ιδεολογική ματιά. Χαμένος πάντως δεν μένει ο αναγνώστης των δύο σημαντικών έργων, ούτε οι λογοτεχνίες των δύο χωρών που αλληλοτροφοδοτήθηκαν ευεργετικά. Τελικά δεν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Ντάρελ, το 1961, που ήταν υποψήφιος. Δόθηκε στον Ιβο Αντρίτς, αφού η επιτροπή τον προσπέρασε ως «μονομανιακό των ερωτικών αποκλίσεων», αυτόν που υπήρξε ο προφήτης της σεξουαλικής επανάστασης του 60. Ελληνική Βιβλιογραφία: Αλεξανδρινό Κουαρτέτο Γρηγόρη Αλεξανδρινό Κουαρτέτο Μεταίχμιο Τα ελληνικά νησιά Μεταίχμιο Η σπηλιά του Πρόσπερου Μεταίχμιο Η θαλάσσια Αφροδίτη Κανάκης Το χαμόγελο του Τάο Αλεξάνδρεια Το Μαύρο βιβλίο Αλεξάνδρεια Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ βιβλιοδρόμιο, Σάββατο 7 Απριλίου 2012