Άρθρο

Άρθρο: Εικόνα
Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες,  Το χάρτινο σπίτι

Άρθρο: Είδος Άρθρου

Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, Το χάρτινο σπίτι

Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, Το χάρτινο σπίτι Η λογοτεχνία μπορεί να σκοτώσει. Αυτή είναι η αφετηρία του βιβλίου το χάρτινο σπίτι. Πρόκειται για μια μηχανορραφία λίγο μεγαλύτερη από εκατό σελίδες, όπου τα βιβλία μετατρέπονται σε φετίχ και επίκεντρο της πλοκής. Λίγες μέρες πριν λάβει στο γραφείο της μια ιδιαίτερη έκδοση του βιβλίου του Τζόζεφ Κόνραντ Η γραμμή της σκιάς, ένα αυτοκίνητο χτυπάει και σκοτώνει τη Μπρούμα Λεόν, ενώ διαβάζει ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον. Από αυτή τη στιγμή, ο αφηγητής και πρωταγωνιστής πρέπει να διαλευκάνει το μυστήριο αυτού του θανάτου και όλες τις λογοτεχνικές του διασυνδέσεις. Η έρευνα θα τον υποχρεώσει να εγκαταλείψει την άνετη και ήρεμη Ευρώπη (είναι καθηγητής στο Κέμπριτζ) και να πάει στην Ουρουγουάη για να ρίξει φως στο μυστήριο που φαίνεται να περιβάλλει συτό το βιβλίο. Παρουσία του συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες έγινε στη Αθήνα η παρουσίαση βιβλίου του «Το χάρτινο σπίτι» στις 23 Οκτωβρίου. Η επιτυχία του βιβλίου στην Ελλάδα ήταν απροσδόκητη: πάνω από 15.000 αντίτυπα για ένα κείμενο απόλυτα λογοτεχνικό και με βιβλιοφιλικές εμμονές. Ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες γεννήθηκε το 1955 στην Αργεντινή. Είναι ένας βραβευμένος συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος. Δημοσιεύουμε την ομιλία του που έκανε στην παρουσίαση του βιβλίου του, στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη. Την μετάφραση του κειμένου έκανε η μεταφράστρια του βιβλίου Λένα Φραγκοπούλου και η οποία μας την παραχώρησε αποκλειστικά προκειμένου να δημοσιευτεί στις σελίδες της Βιβλιοθήκης μας. Ένα σπίτι από βιβλία Του Carlos María Domínguez Από τις ιδέες του ανθρώπου, το βιβλίο ίσως να μην είναι η πιο θεαματική, είναι ωστόσο η πιο αποφασιστική για τη φροντίδα των λέξεων. Είναι μια εφεύρεση μητρική. Κατά τη διάρκεια όλων των αιώνων με γραφή, υπήρχε πάντοτε μια φωνή που έπρεπε να προστατευτεί, υπήρχαν αντιγραφείς, υπήρχαν και αναγνώστες. Τα βιβλία, ταξιδιώτες στο χρόνο και στις γλώσσες, επεκτάθηκαν με την τυπογραφία σε τόσους τομείς, ώστε, πεντακόσια χρόνια μετά, δεν χωρούν σε καμία βιβλιοθήκη. Πληθαίνουν και σχηματίζουν, στο σύνολό τους, έναν δεύτερο, ανύποπτο Πύργο της Βαβέλ. Καθώς τα βιβλία είναι σκεύη εύθραυστα, εκτεθειμένα στην καταστροφή, κάθε αναγνώστης διατηρεί τα βιβλία που έχει διαβάσει, ακόμα και εκείνα που ποτέ δεν πρόκειται να διαβάσει και που, από αγάπη, μελαγχολία ή απληστία, είναι διατεθειμένος να πάει μαζί τους και στην Κόλαση. Κατά την τελευταία στρατιωτική δικτατορία στην Αργεντινή, πολύς κόσμος έκαψε τα βιβλία του στις εσωτερικές αυλές ή στις μπανιέρες, έθαψε συλλογές στους κήπους του. Είχαν καταστεί άκρως επικίνδυνα. Βιβλία που είχαν μελετηθεί σε βάθος, που είχαν συζητηθεί, βιβλία που είχαν ξυπνήσει πάθη ή είχαν δημιουργήσει ακλόνητες πεποιθήσεις, βιβλία που είχαν χωρίσει παλιούς φίλους, ανήλθαν στους ουρανούς με τη μορφή στάχτης. Εγώ δεν τόλμησα. Τύλιγα περιοδικά και τα έβαζα μέσα στο σωλήνα της κουρτίνας του μπάνιου, έκρυβα βιβλία στις κρυφές γωνιές των ντουλαπιών και συχνά έκανα το γύρο του σπιτιού για να βρω ένα μέρος να κρύψω εκείνα που θα μπορούσαν να με καταδικάσουν. Αλλά ήταν πάρα πολλά. Όλα μου τα βιβλία πρόδιναν το ποιος ήμουν, τι με ενδιέφερε και τι αγαπούσα, ώστε τελικά έπεσα σε έναν καναπέ και αφέθηκα στην τύχη μου, όποια κι αν ήταν αυτή. Από τότε έζησα σε μικρούς χώρους, πρέπει να άλλαξα πολλές φορές γειτονιά, πόλη, χώρα, και τα βιβλία μου με ακολουθούσαν. Σε κάθε μετακόμιση, τα βιβλία ήταν ο εφιάλτης μου: να βρίσκω ξύλινες κούτες και μεγάλα χαρτόκουτα, να κουβαλάω στις σκάλες το ασήκωτο βάρος τους, να τα βλέπω να πέφτουν, να κυλάνε, να καταστρέφονται. Και κάθε φορά που έφτανα σε ένα καινούργιο μέρος, μόνο αφού τοποθετούσα τις τάβλες για τις βιβλιοθήκες και τακτοποιούσα τα βιβλία μου, ένιωθα και πάλι σαν στο σπίτι μου, όπου κι αν ήταν αυτό. Υπάρχουν βιβλία που βλέπω μόνο στις μετακομίσεις. Τη στιγμή που τα ξεσκονίζω και τα ξανατακτοποιώ. Είναι παλιοί φίλοι με τους οποίους δεν συνομιλώ πλέον, αλλά και δεν θα μπορούσα να τους αποχωριστώ χωρίς να διαπράξω προδοσία. Για παράδειγμα, εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια κουβαλάω μαζί μου ένα αντίτυπο από Το κάλεσμα της άγριας φύσης του Τζακ Λόντον. Είναι το βιβλίο που μου διάβαζε τα βράδια ο αδελφός μου, προτού κοιμηθώ, και που ο χρόνος μετέτρεψε σε αυτόπτη μάρτυρα των παιδικών μου χρόνων. Ξέρω πως η παιδική μου ηλικία χάθηκε, αλλά με έναν ουσιαστικό τρόπο τα κίτρινα φύλλα του τη διατηρούν. Κάθε φορά που το βλέπω χαιρετιόμαστε με θαυμασμό: «Ω, παιδική μου ηλικία...!», «Ω, συγγραφέα μου!». Και καθένας μας συνεχίζει τη ζωή του με τη βεβαιότητα μιας επόμενης συνάντησης. Κρατάω επίσης ένα αντίτυπο του Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη. Θυμάμαι ότι το διάβασα στα δεκαεφτά μου κι όταν το τελείωσα, βγήκα στην αυλή του σπιτιού μου κι έβαλα τα κλάματα. Ήταν νύχτα, ήμουν μόνος, κι έκλαιγα από λύπη για το θάνατο του Ζορμπά. Έκλαιγα από θλίψη για την πρόσκαιρη χαρά της ζωής και ήμουν απαρηγόρητος. Η ομορφιά ενός άντρα δεν άξιζε την αιωνιότητα; Έμαθα πως όχι, πως το πνεύμα είναι άστεγο και, με τον καιρό, έμαθα επίσης να μην μπλέκω πλέον σε μπελάδες εξαιτίας του Ζορμπά. Ο Ζορμπάς ευλόγησε και περιέπλεξε τη νιότη μου. Με ώθησε στην περιπλάνηση, στις αισθησιακές απολαύσεις της ζωής και των απλών πραγμάτων και, καθώς συχνά έλεγε ότι για έναν άντρα είναι αμάρτημα να υποτιμά τη γυναίκα που τον καλεί στο κρεβάτι της, εγώ, για να ακολουθήσω τη συμβουλή του, μπλέχτηκα σε τόσο καταστροφικές και μπερδεμένες καταστάσεις, ώστε αναγκάστηκα να κλείσω τη φωνή του στο βιβλίο. Στη βιβλιοθήκη μου υπάρχει ένα αντίτυπο του Ντέμιαν του Έρμαν Έσσε, που μαρτυρά την αγάπη μου για την προστάτιδα των εφηβικών μου χρόνων. Η Μπέρτα Μαράσσο ήταν η διευθύντρια του σχολείου μου. Εκείνα τα αφόρητα πρωινά, καθώς εναλλάσσονταν καθηγητές και μαθήματα, εγώ το μόνο που περίμενα ήταν η στιγμή που θα την έβλεπα να περνά στο διάδρομο, λεπτή, γκριζομάλλα, μαγική, σαν να πετούσε δυο εκατοστά πάνω από το έδαφος. Ένα πρωί βρήκα το κουράγιο, πήγα στο γραφείο της και της είπα ότι κάθε φορά που την κοιτούσα, νόμιζα πως έβλεπα τη Φράου Εύα. «Έχεις διαβάσει Έσσε;» με ρώτησε. «Ναι» της είπα. «Τον Ντέμιαν και τον Λύκο της στέπας». Σηκώθηκε από το γραφείο της, μου έδωσε ένα φιλί και μου είπε: «Τότε, μπορώ να σε αποκαλώ αδελφό». Έκτοτε, αυτό το βιβλίο διατηρεί τις συζητήσεις ετών, που χάρισαν στα εφηβικά μου χρόνια το καταφύγιο της φωνής της, το πνεύμα της φωνής της, που ήταν επίσης και το πνεύμα της γλώσσας, γιατί, καθώς ήταν κόρη ποιητή, μιλούσε με την ακρίβεια, την ορμή, τη χάρη και το ύφος του γραπτού λόγου. Δεν ξαναδιαβάζω αυτά τα βιβλία. Για μένα, είναι βιβλία σφραγισμένα. Έχω την εντύπωση ότι αν τα άνοιγα θα έχανα για πάντα τις στιγμές που διαφυλάσσουν. Αλλά τα κουβαλάω μαζί μου. Φυσικά, δεν είναι όλα τα βιβλία φυλαχτά ή μαγικά. Ορισμένα είναι χάρτες. Από ένα παλιό βιβλίο έμαθα ότι σε ένα μικρό αργεντίνικο χωριό, ένα οικογενειακό αρχείο περίμενε το συγγραφέα που θα κατάφερνε να αφηγηθεί την ιστορία του και, με τις οδηγίες του, βρήκα μια εκπληκτική κοινωνική μαρτυρία του 19ου αι., την οποία αργότερα έδωσα στη δημοσιότητα σαν να επρόκειτο για τα κομμάτια κάποιου θησαυρού. Ένα άλλο βιβλίο ενός αργεντινού συγγραφέα με οδήγησε από την αφήγηση της ζωής μιας θρυλικής λαθρεμπόρισσας στην πιο απτή πραγματικότητά της -με όλη τη σημασία της λέξης γιατί κράτησα στα χέρια μου το κρανίο της- και με παρακίνησε να την επαναφέρω στη μυθοπλασία με ένα μυθιστόρημα. Είναι δυνατόν να ταξιδεύουμε χάρη στα βιβλία με τρόπους τόσο ασύλληπτους, που μόνο ένας αναγνώστης μπροστά στη βιβλιοθήκη του μπορεί να γνωρίζει. Υπάρχουν αντίτυπα που φυλάω από αγάπη, άλλα επειδή είναι χρήσιμα και άλλα χωρίς να ξέρω το γιατί, συχνά, μόνο και μόνο επειδή βαριέμαι να απαλλαγώ από αυτά. Ποτέ δεν είναι εύκολο να απαλλαγείς από ένα βιβλίο. Εμείς οι αναγνώστες φρίττουμε στην ιδέα να πετάξουμε ένα βιβλίο στα σκουπίδια. Μπορεί για μας να είναι άχρηστο, αλλά πάντα μπορεί να αναρωτηθούμε μήπως τυχόν ενδιαφέρει κάποιο άλλο άτομο και, σε κάθε περίπτωση, όσο αποτυχημένη κι αν είναι η προσπάθεια να αγγίξει την αλήθεια ή την ομορφιά, το βιβλίο επιβάλλει έναν αταβιστικό σεβασμό. Κάμποσες ήταν οι φορές που προσπάθησα να ελαφρώσω τα ράφια μου και να δωρίσω αντίτυπα στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Αλλά στις δημόσιες βιβλιοθήκες επικρατεί συνήθως το αδιαχώρητο, έχουν ελάχιστο προσωπικό και έχει συμβεί να μου το αρνηθούν ορθά κοφτά. Υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία στον κόσμο και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είναι γενναιόδωρο να χαρίζουμε αυτά που θεωρούμε κακά, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να μεγαλώσει η σύγχυση που κυριαρχεί. Είτε καλά είτε κακά, πάρα πολλά βιβλία προσκολλώνται στη ζωή μας με ένα συμφωνητικό ανάγκης και λησμονιάς· γίνονται εισβολείς, της προσκολλήσεως. Πριν από μερικά χρόνια έφτιαχνα μια καλύβα στην ακτή της θάλασσας όταν σκέφτηκα το ενδεχόμενο να κάνω τα βιβλία μου τούβλα. Δεν τόλμησα, αλλά φαντάστηκα την ιστορία του Κάρλος Μπράουερ, ενός βιβλιόφιλου ικανού να διαπράξει την ιεροσυλία και να καταστρέψει αυτό που αγαπούσε για να αρχίσει μια νέα ζωή. Στο μυθιστόρημα περιέλαβα την εμπειρία μου, την εμπειρία των φίλων μου και ενός βιβλιόφιλου του Μοντεβιδέο που κρατούσε τους είκοσι πέντε χιλιάδες τόμους του σε ένα τεράστιο διαμέρισμα. Οι βιβλιοθήκες του ήταν από ξύλο ipe και στα ράφια είχε γίνει ειδική κατεργασία ώστε να απωθούν τα έντομα. Περιείχαν συλλογές τέχνης, φιλοσοφίας, ιστορίας, λογοτεχνίας, καθώς και πολλές μελέτες για τον Μεσαίωνα. Μέχρι το θάνατό του, ο Κάρλος Μπράι ζούσε με τη σύζυγό του στον επάνω όροφο, αλλά καθημερινά, όταν γύριζε από τη δουλειά του, κλεινόταν στη βιβλιοθήκη του και αφιέρωνε τέσσερις-πέντε ώρες στην απόλαυση της ανάγνωσης. Λυπόταν που αυτός ο χρόνος ήταν λίγος και που δεν του αρκούσαν ούτε τα μέσα ούτε η ζωή ολόκληρη για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. «Η βιβλιοθήκη που εξοπλίζεται είναι ένας ζωντανός οργανισμός» μου είπε μια μέρα. «Ποτέ δεν είναι ένα συνονθύλευμα από σκόρπια βιβλία. Γιατί ακολουθείς ορισμένα θέματα και μετά από ένα διάστημα οριοθετείς κόσμους, συμπληρώνεις βιβλιογραφίες και στο τέλος καταλήγεις με πενήντα τόμους πάνω στο τραπέζι για να κατανοήσεις ένα και μόνο βιβλίο. Είναι συναρπαστικό» είπε. Κάποτε ο Κάρλος Μπράι σκέφτηκε να φτιάξει μια εσωτερική σκάλα για να επικοινωνούν τα δύο διαμερίσματα, αλλά κατέληξε ότι δεν είναι καλό να ανακατέψει τα βιβλία με τη ζωή του σπιτιού. «Όπως και να το κάνεις, μολύνονται» μου επισήμανε. Ακόμη διερωτώμαι αν τον απασχολούσαν τα ίδια τα βιβλία ή το να κρατήσει τη ζωή του μακριά από αυτό το χείμαρρο της φαντασίας που μετέβαλε τον Αλόνσο Κιχάνο σε Δον Κιχώτη, γιατί, εν πάση περιπτώσει, εγώ, αλλά και οι φίλοι μου και οι περισσότεροι αναγνώστες, περνάμε τη ζωή μας ανάμεσα σε βιβλία που κυριεύουν τους τοίχους, τις κρεβατοκάμαρες, τις ντουλάπες, τις κουζίνες, μέχρι και τους διαδρόμους των πολυκατοικιών. Βιβλία που λερώνονται από τον ατμό της κατσαρόλας, που πρωταγωνιστούν σε καβγάδες και ενίοτε εκσφενδονίζονται στον αέρα, που τα εξώφυλλά τους λυγίζουν υπό το βάρος του έρωτα, που βάζουν τρελές ιδέες στο μυαλό, που πέφτουν από τα κρεβάτια, καίγονται με τσιγάρα, λεκιάζονται με κρασί, κερνάνε καημούς και ελευθερίες. Κατά τρόπο ανύποπτο, τα βιβλία μοιράζονται τη ζωή μας με τέτοια οικειότητα, ώστε θα έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχουν πιο κοντινοί μάρτυρες για τα μυστικά μας. Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων, αλλά και οι άνθρωποι αλλάζουν το πεπρωμένο των βιβλίων. Μερικά βιβλία πιέζουν κολλημένα παπούτσια, άλλα ισορροπούν τα πόδια ενός τραπεζιού ή κρατάνε φυλαγμένα γράμματα, χαρτονομίσματα, ξερά φύλλα. Μια μέρα πήγα να δω ένα ζευγάρι φίλους μου εκδότες στο Σαντιάγο της Χιλής και τους βρήκα να κάνουν βόλτα το σκύλο στην πλατεία ιδιαίτερα ανήσυχοι. Είχαν δώσει στην «Κολίτα» μια ισχυρή δόση διουρητικών γιατί μέσα σε ένα απόγευμα η «Κολίτα» είχε καταβροχθίσει με μανία ένα αντίτυπο των Αδελφών Καραμαζόφ και το σκυλί κινδύνευε να πεθάνει από δυσκοιλιότητα. Μια φίλη μου μου διηγήθηκε ότι μια μέρα άνοιξε ένα βιβλίο που κληρονόμησε από τη γιαγιά της και βρήκε ένα γράμμα που απευθυνόταν στην ίδια, γραμμένο τριάντα χρόνια νωρίτερα, λίγο προτού γεννηθεί, σαν μήνυμα ριγμένο στην ανοιχτή θάλασσα μέσα σε μπουκάλι. Χωρίς ένα σύμφωνο αγάπης προς το γράμμα, τα βιβλία, αυτά τα ευάλωτα πλάσματα, τα ικανά να επιβιώνουν επί αιώνες, δεν θα ήταν οι πιο έμπιστοι φίλοι μας. Η λογοτεχνία δεν θα είχε σώμα. Θα έμενε χωρίς καταφύγιο και η φαντασία και η έντασή της.